Ο Greg Jamie είναι τραγουδοποιός, κιθαρίστας και κινηματογραφιστής από το Maine των ΗΠΑ, γνωστός σε πιο μικρές παρέες για τη σκοτεινή, ονειρική εκδοχή της αμερικανικής folk που υπηρετεί εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος των O’Death, ενός σχήματος που συνδύασε το goth-folk με τον αποκαλυπτικό ήχο των Appalachean ballads, και στη συνέχεια συνίδρυσε τους Blood Warrior, με πιο εσωστρεφές, ήσυχο και λίγο περισσότερο πνευματικό ύφος. Ως σόλο καλλιτέχνης, ο Jamie συνεχίζει να εξερευνά τα όρια ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα και η μουσική του κινείται ανάμεσα σε μια στοιχειωμένη Americana, το psych-folk και την πειραματική country, γεμάτη ονειρικά τοπία, εύθραυστες μελωδίες και αφηγήσεις που θυμίζουν κινηματογραφικές σκηνές, άλλες γνωστές, άλλες που δεν έχουν γυριστεί ποτέ.
Το νέο του άλμπουμ, Across a Violet Pasture (2025), είναι το πιο ώριμο και ατμοσφαιρικό έργο του μέχρι σήμερα, μια περιπλάνηση στη μεθόριο του ύπνου και της μνήμης, εκεί όπου η φωνή του μοιάζει περισσότερο με κάποιο απογευματινό φως που ξεθωριάζει παρά με ήχο. Γράφει ιστορίες και νότες σαν να περπατά μέσα σε μια ομίχλη και τα τραγούδια μοιάζουν να αιωρούνται σαν φαντάσματα στην άλλοτε σαν ψίθυροι από ξεχασμένες κασέτες, άλλοτε σαν παλιές φωτογραφίες που έχουν ξεθωριάσει μέχρι να γίνουν χρώματα, σε έναν κόσμο που θυμίζει σαν να έχουν λιώσει οι Byrds μέσα στους Broadcast. Μια "κοσμική" πορεία που γέρνει προς κάποιο όνειρο, έτοιμο να διαλυθεί ανά πάσα από την ηχώ μιας καρδιάς που ξυπνάει.
Στο βασικό single, "I’d Get Away", το κομμάτι που ανοίγει το άλμπουμ, ο Greg Jamie μεταμορφώνει τα υπνωτικά του folk μυστήρια σε μια συλλογή αποκαλύψεων που μοιάζουν βγαλμένες από κάποιον χαμένο αιώνα, σαν ήχοι που αναδύονται από παλιά γραμμόφωνα, φθαρμένα αλλά ολοζώντανα. Η φωνή του, εύθραυστη σαν του Neil Young στις ανήσυχες στιγμές του, τρέμει ανάμεσα στην τρυφερότητα και στην προαίσθηση μιας επερχόμενης καταστροφής. Η συντέλεια ίσως να καραδοκεί στη γωνία, όμως το τραγούδι αυτό στέκει σαν φάρος μέσα στην ομίχλη, σαν μια υπόσχεση πως, ό,τι κι αν έρθει, τουλάχιστον θα το δούμε όλοι παρέα, με τη μουσική για συντροφιά και το σκοτάδι να μοιάζει, για λίγο, πιο φιλικό.
Το "Beautiful Place", μια υπνωτική μπαλάντα, όπου τα marching τύμπανα αντηχούν στο βάθος σαν μακρινή πομπή που χάνεται στον ορίζοντα, το μπάσο γλυστράει ανάμεσα στις ρυθμικές αναπνοές, ενώ το mellotron απλώνει γύρω μια απαλή ομίχλη από νότες, σαν μια ανάμνηση που επιμένει να μην σβήσει. Ο Jamie τραγουδά μαζί με την Josephine Foster για το τέλος ενός όμορφου τοπίου, όχι με μελοδραματισμό αλλά με εκείνη τη γλυκιά παραίτηση που έχουν οι στιγμές λίγο πριν τη δύση. Είναι ένα τραγούδι για το πένθος της ομορφιάς, για την ησυχία που απομένει όταν όλα έχουν περάσει και κάπως έτσι, γίνεται κι αυτό τοπίο από μόνο του με ένα επαναλαμβανόμενο ρεφρέν «Can there be a beautiful place where we can go in this world?», μια φαινομενικά απλή ερώτηση, μα τόσο βαθιά καθολική.
Το "Sunny" είναι ίσως η πιο τρυφερή πληγή του δίσκου, ένα τραγούδι που μοιάζει να έχει λιώσει μέσα στον ίδιο του τον τίτλο. Ακούγεται σαν παλιά κασέτα ξεχασμένη στον ήλιο, με τη ζέστη να παραμορφώνει τις νότες και τη φωνή να αιωρείται αργόσυρτη, σχεδόν φανταστική. Υπάρχει μια γήινη απομόνωση εδώ· σαν να ηχογραφήθηκε σε μια ξύλινη καλύβα βαθιά μέσα σε κάποιο δάσος του νότου, όπου το μόνο που ακούγεται πέρα απ’ το τραγούδι είναι ο άνεμος και τα πουλιά. Το "Sunny" δεν προσπαθεί να λάμψει – αν και το κάνει ένα λεπτό πριν το τέλος του με αυτήν την ξαφνική στροφή που σε φέρνει στο τέλος του δρόμου του – απλώς ανασαίνει, αφήνοντας τη μελαγχολία του φωτός να σε τυλίξει σιωπηλά, όπως μια καλοκαιρινή μέρα που δεν θέλει να τελειώσει.
Το "Time Has a Way" είναι μια ακόμα χαρακτηριστική στιγμή του Greg Jamie, μια ονειρική μπαλάντα, χτισμένη πάνω σε μια αργή λούπα ενός CR-78, κιθάρες που μοιάζουν με αναμνήσεις και φωνές που έρχονται από μακριά, σαν απόηχοι ενός τοπίου που θυμάται τον εαυτό του. Εδώ, ο Jamie μοιάζει να περπατάει μέσα σ’ ένα χωράφι από φως και σκόνη, σε έναν τόπο όπου ο χρόνος κυλάει ανάποδα και η φύση ψιθυρίζει μυστικά στα ερείπια της παιδικής ηλικίας. Η ενορχήστρωση είναι λιτή, αλλά κάθε στοιχείο έχει βάρος και στίχος τραγουδιέται σχεδόν τελετουργικά.
Στο πιο γρήγορο "Wanna Live", ο Jamie επιστρέφει σε πιο εξομολογητική γραμμή. Εδώ, η φωνή του αποκτά μια σπάνια ένταση, σαν να σπάει μέσα από τη σιωπή για να προειδοποιήσει πως η γαλήνη δεν είναι ποτέ μόνιμη. Οι στίχοι, γεμάτοι υπαινιγμούς, μιλούν για τη βία που φωλιάζει κάτω από την επιφάνεια της ηρεμίας, για το πώς το ωραίο και το επικίνδυνο συνυπάρχουν στον ίδιο ορίζοντα. Η κιθάρα έχει έναν σχεδόν ήσυχο "Μορικονικό" ρυθμό, ενώ τα φωνητικά μοιάζουν με ψαλμωδία που σιγά-σιγά χάνεται στον αέρα. Και μετά ακολουθεί η απάντηση με το εύθραυστο "When I Die" με μια ίδια ήσυχη ρυθμική λούπα, υπερβατικές κιθάρες και ένα πρωταγωνιστικό μπάσο που οδηγεί τα πνευστά στο backrground της σκονισμένης παραγωγής. Οι μικρές παραμορφώσεις, τα θραύσματα από θόρυβο, τα clicks που εισβάλλουν ανάμεσα στις ανάσες των οργάνων, όλα αυτά είναι σαν ρωγμές στη μνήμη. Δεν πρόκειται για τεχνικά λάθη, αλλά για σημάδια ζωής, σαν τις παλιές κασέτες που κουβαλούν επάνω τους τις φθορές όσων τις άκουσαν.
Ο Jamie δεν είναι μόνος σε αυτό το όνειρο. Δεν είναι τυχαίο πως αυτή η μουσική γεννήθηκε μέσα από μια σχεδόν θεραπευτική διαδικασία ανάμεσα στον Greg Jamie και τον μακροχρόνιο συνεργάτη του, τον Colby Nathan, έναν ακόμη μουσικό της πειραματικής σκηνής του Maine. Για αρκετά χρόνια, ο Jamie επισκεπτόταν το σπίτι του Nathan στο South Portland, προσπαθώντας να κατανοήσει τι ακριβώς σήμαιναν για εκείνον αυτά τα τραγούδια και πώς θα μπορούσαν να πάρουν μορφή στο στούντιο. Μέσα από αυτές τις συναντήσεις και με τις προσθήκες του Nathan στο μπάσο, στα synths, στην κιθάρα και στα φωνητικά, αλλά και με τις δικές παρεμβάσεις του συνθέτη στην παραγωγή, διαμορφώθηκε το ηχητικό σύμπαν του δίσκου. Άλλοι συντελεστές του άλμπουμ περιλαμβάνουν τον Robert Pycior (των O’Death) στο βιολί, τον Tom Kovacevic στο νέι (το οποίο ο Colby Nathan επεξεργάζεται μέσα από αναλογικές tape loops) και, σε ένα τραγούδι, τη συμμετοχή της folk τραγουδίστριας Josephine Foster από το Κολοράντο στα φωνητικά του "Beautiful Place" (η οποία βρέθηκε τυχαία στο Maine την περίοδο των ηχογραφήσεων).
Το πολύ σκονισμένο "What Is the Answer" είναι ένα χαρακτηριστικό folk παραμύθι γεμάτο γεμάτο ρωγμές και αναστεναγμούς, σαν να γεννήθηκε μέσα από μια ξεχασμένη μπομπίνα που κάποιος βρήκε σε μια σοφίτα. Ο Greg Jamie τραγουδά σαν να ψάχνει όχι απλώς μια απάντηση, αλλά έναν τρόπο να συνεχίσει να ρωτά. Το νέι τρίζει σε όλη τη διαρκεια, τα τύμπανα μοιάζουν να έρχονται από άλλο δωμάτιο, και κάθε φωνητικό στρώμα ανασαίνει μέσα σε ένα θολό, σχεδόν μυστηριακό reverb.
Υπάρχει μια άγρια, σχεδόν ατημέλητη μεγαλοπρέπεια στο υπέροχο "Heartbeat", κι ένα ανεπίσημο νήμα που το ενώνει με την αναζήτηση της ελευθερίας που αγκαλιάζει όλο το άλμπουμ, και με το νόημα του θορύβου μέσα στον δίσκο και μέσα στον σύγχρονο κόσμο. Tο "Ι Wanted More" είναι ένα σχεδόν ελπιδοφόρο βήμα πριν το κλείσιμο, όπου ο Jamie ξεχωρίζει για την τραγουδοποιία του με όλη την μπάντα να συνοδεύει σε ένα slow-tempo θρίαμβο ταπεινότητας, ένα τραγούδι που ανασαίνει ανάμεσα στην παραίτηση και στη γλυκιά εμμονή για κάτι περισσότερο. Aκούγεται σαν να ηχογραφήθηκε με ανοιχτά παράθυρα, με τον άνεμο να μπαίνει μέσα και να ανακατεύει τις νότες και τις κιθάρες να ουρλιάζουν σαν ξωτικά στο δάσος που δεν απειλούν, απλώς συνοδεύουν. Η φωνή του Jamie συνεχίζει να εξομολογείται. Και αυτή η απλότητα είναι που του δίνει το βάθος του.
Αυτό το ξεχωριστό άλμπουμ κλείνει με το "Distant Shore", ένα τραγούδι που αποτυπώνει με ακρίβεια εκείνη τη σπάνια, ενστικτώδη ωμότητα που διαπερνά ολόκληρο το έργο. Είναι μια μουσική φτιαγμένη στο σπίτι, από τα υλικά της εσωτερικής ζωής και μιας προσωπικής μυθολογίας. Και όπως οι παράξενες, σχεδόν απόκοσμες υδατογραφίες του Greg Jamie σαν κι αυτή του εξωφύλλου, έτσι κι αυτός ο δίσκος αντιπαραθέτει σκοτεινά, σιωπηλά φόντα με εκρήξεις ζωηρού χρώματος, σαν στιγμές καθαρής αποκάλυψης μέσα στη θολή καθημερινότητα.
To "βιολετί λιβάδι" του τίτλου είναι κάτι παραπάνω από μια ποιητική εικόνα, ίσως είναι μια μίξη πάθους και πένθους, του κόκκινου της ζωής και του μπλε της απώλειας. Το μωβ που προκύπτει δεν είναι φυσικό, είναι μυστικιστικό, ένα χρώμα που δύσκολα συναντάς στη φύση. Κι όταν εμφανίζεται, όπως το λουλούδι της βιολέτας, ζει μόνο στη σκιά των δασών, εκεί όπου ο ήλιος φτάνει σπασμένος, διάχυτος, σαν μια πανέμορφη ανάμνηση. Έτσι και το Across a Violet Pasture είναι ένα άλμπουμ για ερημίτες ή ρομαντικούς αλλόκοτους που ακόμη πιστεύουν στη λεπτή, ακαθόριστη ομορφιά των πραγμάτων. Μια ομορφιά μυστική, μελαγχολική και φευγαλέα, που μοιάζει να γεννιέται τη στιγμή που χάνεται.









