Αυτή η νέα, υπόγεια φλέβα στη σύγχρονη μουσική, αυτό το dark-folk ρεύμα που δεν μοιάζει με τους παλιούς νεο-folk ψαλμούς ούτε με τις goth εξομολογήσεις των 90s, είναι κάτι πιο γήινο και πιο φευγαλέο: μουσική φτιαγμένη από θραύσματα πένθους και φύσης, από drones και αναστεναγμούς ξύλου, από φωνές που ψάχνουν κατανόηση. Ένα είδος που κοιτάζει κατάματα την τυχαιότητα της ύπαρξης και τη μετατρέπει σε ήχο. Μέσα σε αυτή τη σκηνή (όπου η folk συναντά την ambient, το νεοκλασικό, το πειραματικό και το μεταφυσικό) τέσσερις πρόσφατες κυκλοφορίες ξεχωρίζουν: οι Holy Taker, η Antinoë, ο Greet και η Lōwli. Τέσσερις διαφορετικές φωνές, τέσσερις τρόποι να περιγράψεις τη σκοτεινή ύλη που μας ενώνει.
Holy Taker – Heaven Is a Place I Can't Stay (Self Released, 2025)
Σαν μια μικρή τελετή μύησης στις σκιές του σύγχρονου κόσμου, όπου η folk γίνεται σκελετός και η ποίηση μια ανάσα που τρέμει. Το Heaven Is a Place I Can’t Stay του σχήματος Holy Taker της Jude Lake (μέλος των Godstooth), ανήκει σε αυτή την κατηγορία: ένα σκοτεινό, μινιμαλιστικό, σχεδόν αφαιρετικό ψαλτήρι για τις απίθανες συμπτώσεις της σύγχρονης υπαρξής μας.
Στο ίδιο σύμπαν με τη νέα πνευματική dark-folk σκηνή, οι Holy Taker χρησιμοποιούν την τύχη ως πρώτη ύλη. Μιλούν για εκείνα τα χαμηλής πιθανότητας γεγονότα που μας έφεραν εδώ, τις παράξενες συναντήσεις που γίνονται σχέσεις ζωής, τα αόρατα μονοπάτια που μας οδηγούν σε πρόσωπα που δεν θα έπρεπε να συναντήσουμε ποτέ, κι όμως καθορίζουν τα πάντα.
Οι συνθέσεις χτίζονται αργά, με μια τελετουργική υπομονή· από τις πρώτες κιθάρες μέχρι τα κρουστά, το τσέλο, τα όργανα, όλα στρώνονται σαν στρώματα φθοράς πάνω σε φθορά. Και ανάμεσά τους, η φωνή, όλο και πιο απεγνωσμένη, όλο και πιο κοντά στο σπάσιμο, οδηγεί το άκουσμα σε εκείνα τα φυσικά κύματα της βαθιάς ενδοσκόπησης. Στο "Lamb" όταν η μουσική ακουμπά την λεπτότητα της ζωής, νιώθεις κάτι σαν γαλήνη. Στο "Daughter of Inertia" όταν μπαίνει οι φωνές και το όργανο, επιστρέφει η σκοτεινή, σχεδόν άρρωστη αγωνία της τυχαιότητας. Και κάπου ανάμεσα, στο "Tread", το πανέμορφο "Holy Diver" και το "Crest", η αφηρημένη ποίηση αποκτά μια ωμή συναισθηματική καθαρότητα, λέξεις που κανονικά θα προσπερνούσες, εδώ σε βρίσκουν απροετοίμαστο.
Το άλμπουμ τελειώνει με μια περίεργη λάμψη: μια ταπεινότητα απέναντι στο παράλογο ("Ηeaven Is a Place I Can Leave"), στο σχεδόν αδύνατο της πραγματικής ζωής. Αυτή η αναγνώριση, όπως λέει και το ίδιο το έργο, φωτίζει τις μικρές, τυχαίες στιγμές με όσους αγαπάμε, εκείνα τα απίθανα, ακατανόητα θαύματα που συνήθως προσπερνάμε.
Το Heaven Is a Place I Can’t Stay δεν είναι εύκολο, είναι όμως τίμιο, βαθύ και απόκοσμα όμορφο. Ένα σκοτεινό folk μανιφέστο για την τυχαιότητα που μας έπλασε και την αγωνία του να υπάρχουμε. Αν αγαπάς την Ethel Cain, την Chelsea Wolfe, τον Giles Corey, την Jane Remover ή οτιδήποτε κινείται στην επικράτεια της νέας μετα-πνευματικής folk, αυτός ο δίσκος σε περιμένει.
Βαθμολογία: 8
Antinoë – The Fold (Dark Essence Records, 2025)
Το The Fold της Antinoë (κατά κόσμον Teresa Marraco από τη Μαδρίτη) είναι ένα άλμπουμ που σε κοιτάζει από μακριά με μια γοτθική, σχεδόν τελετουργική ηρεμία και μετά σε βυθίζει σε ένα τοπίο όπου το πιάνο γίνεται ολόκληρη κοσμολογία. Οι συνθέσεις της είναι μινιμαλιστικές, αλλά ποτέ μικρές, είναι σαν να ξεδιπλώνει σκιές πίσω από κουρτίνες, αφήνοντας τη φωνή της να λειτουργεί σαν πυξίδα: πένθιμη, εύθραυστη, εξωφρενικά ανθρώπινη.
Το The Fold δεν είναι ένα singer-songwriter άλμπουμ, παρότι περιστασιακά μοιάζει με εξομολόγηση. Είναι σκοτεινή folk και ταυτόχρονα νεοκλασικό έργο δωματίου, μια σύνθεση για πιάνο, πλήκτρα, μερικές μικρές παρεμβάσεις και μια φωνή που αιωρείται σαν θαμπό φως ανάμεσα στο πάνω και το κάτω. Η Antinoë υποστηρίζει ότι η πόλη από την οποία πήρε το όνομά της είναι «μια πόλη μνήμης και πένθους». Το άλμπουμ το επιβεβαιώνει: κάθε κομμάτι είναι μια πτυχή προς τα μέσα, μια αποδοχή του θανάτου και της απροσδιόριστης φύσης του σύμπαντος.
Οι μικρές ενδιάμεσες στιγμές ("The Night", "Indulgence", "Ulven", "Når Du Dør", "Four Things") λειτουργούν σαν αναπνοές ανάμεσα σε βαριές σκέψεις. Μικρά, σύντομα ιντερλούδια που όμως δείχνουν τη δεξιοτεχνία της Marraco σε ένα πιάνο που στάζει νεοκλασική λεπτότητα και αρμονίες που θυμίζουν κηροπήγια σε γοτθικό παρεκκλήσι.
Και μετά έρχονται τα μεγάλα κομμάτια, αυτά που μοιάζουν με οράματα: "The Devil’s Voice", υπνωτιστικό και σχεδόν "Εnya-κό", με χορωδιακές αρμονίες που ανοίγουν σαν ομίχλη. "Turn to Dust", μια μικρή τελετή σουρεαλισμού και θλίψης, στηριγμένη σε μια ατρόμητη πιανιστική γραμμή.
Το δίδυμο "Flock" και "Threshold" είναι η καρδιά του άλμπουμ, μυστήριο, θαμπό φως, ψιθυριστά φωνητικά που μοιάζουν να ψάχνουν τον χώρο μέσα στο σκοτάδι. Το "Flock" ειδικά έχει εκείνο το περίεργα εθιστικό ρεφρέν που επιστρέφει αργά, σαν ανάμνηση που δεν θες να θυμάσαι αλλά δεν λέει να φύγει κιόλας.
Το "Chaos in the Sky" δείχνει τις καλύτερες φωνητικές στιγμές της Antinoë, ενώ το "Si Te Dejo Ir" (τραγουδισμένο στα ισπανικά) φέρνει ένα εύθραυστο ρίγος με τις πιανιστικές φράσεις του. Το "Light Bringer" κλείνει τον κύκλο σαν αχτίδα που διαπερνά δραματικά σύννεφα, ένα ξαφνικό άνοιγμα, μια ελαφριά υπόσχεση ότι κάπως, κάπου, υπάρχει λύτρωση. Το The Fold είναι ένα άλμπουμ σκοτεινό αλλά όχι βαρύ, μινιμαλιστικό αλλά πολυεπίπεδο, βαθιά μελωδικό χωρίς να κάνει καμία παραχώρηση στο φως. Ένα έργο που σου ζητά να το ακούσεις μόνος, με ακουστικά, σαν να διαβάζεις μια επιστολή που απευθύνεται αποκλειστικά σε εσένα. Κι όταν τελειώσει, αυτό που μένει, πέρα από τη γερή δόση μελαγχολίας, είναι ότι η αίσθηση ότι μπορεί να άγγιξες κάτι εύθραυστο και σπάνιο ταυτόχρονα.
Βαθμολογία: 7
Greet – I Know How To Die (Self Released, 2025)
Με το I Know How To Die, ο Greet (το νέο dark-folk εγχείρημα του Matthew Broadley, πρώην ντράμερ των Dawn Ray’d) ανοίγει μια χαραμάδα σε έναν κόσμο που μυρίζει υγρασία, τύρφη και παμπ παλιάς Αγγλίας, έναν κόσμο, δηλαδή, όπου το harmonium σαν όργανο ακούγεται άλλες φορές χαρούμενο κι άλλες λυπημένο, αλλά πάντα στοιχειωμένο. Εδώ, οι μακρόσυρτες drone φράσεις του harmonium είναι πιο παγωμένες και πιο στοιχειωμένες από ποτέ, πλαισιωμένες από «στραβωμένες» μελωδίες, reverb που "κάθεται" σαν ομίχλη πάνω από τα έλη και εκείνο το χαρακτηριστικό αίσθημα πως κάτι ζωντανό κρύβεται πίσω από κάθε βάλτο.
Αν κάποιος έλεγε ότι ο δίσκος είναι σαν τον Neil Young να παίζει μόνος του μέσα στο σύμπαν του Wicker Man, θα είχε δίκιο, αλλά θα άφηνε απ’ έξω τη βρωμιά, την ένταση, την παράξενη βρετανική οργή που διαπερνά τα πάντα σε αυτό το άλμπουμ. Οι συνθέσεις αναπνέουν σαν την παγωμένη μούχλα στις παμπ, σαν χωράφια αναποδογυρισμένα από το άροτρο, σαν μικρές βάρκες που ταξιδεύουν πάνω από βάλτους γεμάτους θαμμένα σώματα από τις ταινίες του Ben Wheatley. Το harmonium έχει εκείνο το ανατριχιαστικό minor-key χρώμα, σαν άνεμος που σου ψιθυρίζει μυστικά που θα προτιμούσες να μην είχες ακούσει ποτέ.
Ο Greet δεν αλλάζει εντελώς φόρμουλα σε όλη τη διάρκεια, εξελίσσει όμως την τελετουργία του. Τα μεγάλα drone περάσματα παραμένουν, αλλά οι νέες επιφάνειες, αυτά τα hovering effects ή τα κέλτικα περάσματα βασισμένα σε έναν μακρινό ψαλμό, δίνουν στο άλμπουμ μια πιο αφαιρετική, σχεδόν οραματική ποιότητα. Το αποτέλεσμα: ένας δίσκος που κινείται ανάμεσα σε cozy folk ταβέρνες και απόκοσμες, αλληγορικές τοποθεσίες. Θεματικά, ο Broadley γράφει με τον τρόπο που πιθανόν να έγραφε και η γη όταν οργώνεται: ξεθάβει τα άσχημα, τα αιματηρά, τα φολκλορικά, τα ιστορικά τραύματα που συνήθως παραμένουν θαμμένα. Οι στίχοι του θα μπορούσαν να γίνουν soundtrack για μια ντουζίνα folk-horror ταινίες: σκληροί αλλά ποτέ κυνικοί, αργοί αλλά ποτέ νωθροί, γεμάτοι μια παράξενη αγάπη για ό,τι τρομακτικό. Ένας ύμνος στη φύση, στη φθορά, στην καθημερινή αγγαρεία, στη μπίρα, στην ελπίδα και στον φόβο, μια δουλειά φτιαγμένη από αληθινή αγάπη και ισόποση ανησυχία.
Το I Know How To Die είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά dark-folk άλμπουμ της χρονιάς: απόκοσμο αλλά οικείο, βρώμικο αλλά βαθιά ανθρώπινο. Ένας δίσκος που σε προσκαλεί να καθίσεις δίπλα στη φωτιά, αλλά σε προειδοποιεί πως έξω από το παράθυρο κάτι κινείται, και αν ακούσεις προσεκτικά, ίσως να φωνάζει το όνομά σου.
Βαθμολογία: 8
Lōwli – Window in the Woods (Veta Records, 2025)
Το Window in the Woods της Lōwli είναι album με υγρασία, σιωπές, ξύλινα πλήκτρα και αναπνοές που μοιάζουν να έρχονται κατευθείαν από το δάσος του Wicklow. Η Ιρλανδή συνθέτρια και τραγουδοποιός Róisín Lowry πάντα κινούνταν ανάμεσα στο κινηματογραφικό και το οικείο, εδώ όμως φτάνει στην πιο πλήρη, πιο βαθιά σύνοψή της μουσικής της: ένα άλμπουμ θρήνου και αναγέννησης, ένα σκοτεινό νεοκλασικό pop όνειρο που ψάχνει να βρει πού τελειώνει η σκιά και πού αρχίζει η ζεστασιά.
Η ραχοκοκαλιά του δίσκου είναι το ακουστικό πιάνο Forster του 1920, ηχογραφημένο με όλες του τις ατέλειες – αυτές οι μικρές αναπνοές ξύλου και μετάλλου δίνουν στο άλμπουμ μια εύθραυστη ανθρώπινη θερμοκρασία. Γύρω του, έγχορδα, ατμοσφαιρικά κρουστά και σκοτεινές ambient υφές κινoύνται σαν φως που περνούν μέσα από το δάσος. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα του "Nocturne" καταλαβαίνεις ότι η διαδρομή είναι προς τα μέσα: μια αργή εκπνοή σε κάποιο ονειροτοπίο.
Τα κομμάτια "Undone" και "Ground Above You" αναδεικνύουν τη φωνή της Lōwli, υπνωτιστική, απαλή αλλά αποφασιστική, σαν κάποιος που έχει χάσει τον δρόμο του αλλά εξακολουθεί να προχωρά. Στα instrumentals "Lament" και "Islands Are Falling" η συναισθηματική ένταση γίνεται πιο έντονη: οι πιανιστικές φράσεις και τα σιωπηλά έγχορδα σκιαγραφούν όσα δεν τολμάμε να πούμε. Όσοι αγαπούν τον Nils Frahm ή τις πιο στοχαστικές στιγμές των Sigur Rós θα νιώσουν αμέσως το έδαφος γνώριμο.
Αυτό που κάνει τον δίσκο τόσο βαθιά συγκινητικό είναι η διπλή του φύση. Η Lōwli κινείται ανάμεσα στην απώλεια και την αποδοχή, στην απόσταση και τη σύνδεση, στο σκοτάδι και μια λεπτή γραμμή φωτός. Κάθε κομμάτι μοιάζει σαν διάλογος ανάμεσα στον έξω και τον μέσα κόσμο, σαν να προσπαθεί το άλμπουμ να καταλάβει πώς ακριβώς περνάμε μέσα από τα πιο δύσκολα πράγματα.
Με το Window in the Woods, η Lōwli επιβεβαιώνει την θέση της ως μία από τις πιο ατμοσφαιρικές φωνές της νέας ιρλανδικής σκηνής. Το ντεμπούτο της είναι συμπαγές, προσεκτικά δεμένο, συναισθηματικά πλούσιο και χωρίς υπερβολές. Γιατί στο τέλος, ο δίσκος λειτουργεί σαν ένα κάλεσμα να κοιτάξουμε λίγο προς τα μέσα και να αναγνωρίσουμε την ομορφιά που κρύβεται ανάμεσα στα ραγίσματα, εκεί όπου πάντα συναντιούνται σκοτάδι και φως.
Βαθμολογία: 7









