4 ελληνικά άλμπουμ για τον Δεκέμβριο

Η ελληνική δισκογραφία του 2025 μοιάζει να βρίσκεται σε μια κρίσιμη, αλλά γοητευτική καμπή: οι μπάντες και οι δημιουργοί δεν αρκούνται πια σε στιλιστικούς πειραματισμούς, αλλά βυθίζονται σε πιο υπαρξιακές, ενσώματες και αφηγηματικές αναζητήσεις. Από την ανάγκη για αλλαγή και τον φόβο που τη συνοδεύει, μέχρι την αμφιβολία ως δημιουργική πράξη, τη μνήμη ως τόπο ανασκαφής και τη φυγή ως διαδρομή επιστροφής, κάθε άλμπουμ εδώ δοκιμάζει να αναμετρηθεί με κάτι μεγαλύτερο από τον ήχο του. Μέσα από τέσσερις πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις, διαγράφεται μια σκηνή που αλλάζει μορφή, αλλά δεν χάνει τη βαθύτερη συναισθηματική της πυκνότητα.

Κapten – Dancing Tooth (Fine! Records)

Το Dancing Tooth των Kapten είναι ένα άλμπουμ που κοιτάζει την αλλαγή κατάματα. Όχι όμως στην εξέλιξη της, αλλά ως κάτι που πιθανόν προβληματίζει, ή μπορεί και να φοβίζει. Στην καρδιά του βρίσκεται μια διάθεση συνεχούς μετασχηματισμού, μια προσπάθεια να συναντηθεί το άγνωστο χωρίς να ξεθωριάσει ο πυρήνας της μπάντας. Και το αποτέλεσμα κινείται ανάμεσα στη λυρικότητα και την ένταση, σαν ένα σώμα που δεν μπορεί ακόμη να αποφασίσει αν θέλει να χορέψει ή να μείνει ακίνητο.

Ενάμιση χρόνο μετά το ομώνυμο single με τις soul και R&B διακλαδώσεις του, και το "Loga Zenith", όπου η μπάντα αποκάλυψε μια πιο σκοτεινή, σχεδόν αστρική πλευρά της, οι Kapten επιστρέφουν με μια πιο φιλόδοξη, αλλά και πιο θραυσματική δουλειά. Τα επτά κομμάτια του άλμπουμ απλώνονται σαν δοκιμές πάνω σε έναν καμβά, συχνά με ενδιαφέροντα αποτελέσματα, αλλά όχι πάντα με σαφή κατεύθυνση. Τα slow-beat "Log Zenith", "Same Loop" και "Storm" αποτελούν τις πιο καλοχτισμένες στιγμές του δίσκου: χαμηλότονα, με λεπτές εντάσεις, σαν να προσπαθούν να συλλάβουν τον παλμό πριν εκείνος τους ξεφύγει. Το "Wolves", χτισμένο πάνω σε ένα ethio jazz μοτίβο, είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ικανότητας των Kapten να επαναπροσδιορίζουν τις ρίζες τους χωρίς να τις εξαντλούν. Το κλείσιμο, με το "Time To Lose", ακουμπά μια folk μελωδία που ανοίγει ξαφνικά σε έκρηξη πνευστών, μια εντυπωσιακή κορύφωση που δείχνει τι μπορεί να πετύχει η μπάντα όταν αφήνει πίσω της το άγχος της πολυσυλλεκτικότητας.

Και κάπου εδώ έρχεται το μεγάλο ερώτημα του άλμπουμ: Η ποικιλία είναι δύναμη ή παγίδα; Οι Kapten διαθέτουν οκτώ μουσικούς, και ένα μπουκέτο επιρροών από afrobeat, hip-hop, soul, rock, δηλαδή μια πραγματική κινούμενη κοινότητα ήχων. Το πρόβλημα είναι ότι στο Dancing Tooth η πολυσυλλεκτικότητα λειτουργεί συχνά εις βάρος της συνοχής. Το άλμπουμ δείχνει δυνατές ιδέες, αλλά καταλήγει να περιφέρεται ανάμεσα στις επιρροές του χωρίς να χαράζει πάντα τη δική του, απόλυτα αναγνωρίσιμη γραμμή. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για αποτυχία. Αντίθετα: είναι μια δουλειά γεμάτη ενέργεια, φαντασία και στιγμές αληθινής λάμψης. Απλώς μοιάζει περισσότερο με ένα εργαστήριο παρά με μια ενιαία αφήγηση. Ένα μεταβατικό άλμπουμ που αναζητά την ταυτότητα που, ίσως, οι Kapten δεν έχουν ακόμη αποφασίσει, και αυτό δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα. Μπορεί να είναι και το πιο τίμιο σημείο του δίσκου.

Αν κάτι μένει στο τέλος, είναι η δυναμική αυτού του οκταμελούς συνόλου: οι ζωντανές εμφανίσεις τους, η χημεία των πνευστών, ο διάλογος ανάμεσα στα ανδρικά και γυναικεία φωνητικά, η αόρατη κλωστή που ενώνει τα πάντα στις συναυλίες τους. Το Dancing Tooth θεωρώ ότι δεν αποτυπώνει με συνέπεια όλη αυτή την ενέργεια. Αλλά υπονοεί τι μπορεί να γίνει όταν η μπάντα αποφασίσει να χτίσει ένα αληθινά δικό της ενιαίο ηχητικό σύμπαν αντί για μια δέσμη παράλληλων μονοπατιών.

Βαθμολογία: 6


Victor Tsilimparis, George Palamiotis, Sotiris Tsolis – The Persistence Of Doubt (Byrd Out)

Το The Persistence Of Doubt μοιάζει με ηχογράφηση που δεν γράφτηκε ποτέ πραγματικά, απλώς συνέβη. Ξεκίνησε σαν ένα live session, με ένα Rhodes, synths, μπάσο και τύμπανα στον ίδιο χώρο, την ίδια στιγμή, με εκείνη τη λεπτή ηλεκτρισμένη αμηχανία που έχουν οι μουσικοί όταν δεν ξέρουν ακόμη τι πάει να γεννηθεί. Από εκεί και πέρα, το υλικό πέρασε σε μια άλλη ζωή: κόπηκε, επαναλήφθηκε, λούπαρε, ξαναστήθηκε από την αρχή. Και έτσι με ένα γλυπτικό editing ήρθε στην τελική μορφή του όπου η διαίσθηση μπορεί να λειτουργεί εκ των υστέρων, αλλά το τρίο των εκτελεστών συνειδητοποιεί τι θέλει να γίνει η μουσική του, μόνο αφού παιχτεί.

Το αποτέλεσμα κινείται ανάμεσα στη σταθερότητα και τη ρήξη, ανάμεσα στο groove και την αφαίρεση. Υπάρχουν στιγμές που το σχήμα μοιάζει να κρατάει έναν παντοδύναμο παλμό στα χέρια του κι άλλες όπου ο παλμός εξαφανίζεται και μένει μόνο ένας υπαινιγμός χώρου. Κι αυτό ακριβώς είναι και η γοητεία του άλμπουμ: δεν σε οδηγεί, σε αφήνει να περπατήσεις μόνος σου μέσα στον ήχο.

Από το υποβλητικό άνοιγμα του εξαιρετικού "What Was Has Become" μέχρι το σχεδόν υπνωτικό, jazzy "Off", οι τρεις μουσικοί δεν ακολουθούν κανέναν χαραγμένο δρόμο. Αντίθετα, δημιουργούν έναν χώρο όπου ο ήχος δεν υπακούει σε κάποια σχολή ή ταμπέλα, αλλά σε μια διάθεση: εκείνη της αμφιβολίας. Όχι της ανασφάλειας, αλλά της αμφιβολίας ως ριψοκίνδυνης δημιουργικής πράξης. Κάθε κομμάτι μοιάζει με απόπειρα να χαρτογραφηθεί το αόρατο. Τα Rhodes του Tsilimparis ανοίγουν περάσματα, το μπάσο του Palamiotis δουλεύει σαν σπονδυλική στήλη που πάλλεται, και τα drums του Tsolis κρατούν έναν ρυθμό που μοιάζει άλλοτε βράχος και άλλοτε άμμος. Το τρίο δεν προσπαθεί να «δέσει» τα στοιχεία, αλλά τα αφήνει να αναπνεύσουν το ένα μέσα στο άλλο με αποτέλεσμα να γεννιέται μια μουσική μέσα σε διακοπές, παύσεις, μικρά σπασίματα. Μια μουσική που εμπιστεύεται το κενό τόσο όσο εμπιστεύεται τον παλμό.

Και μέσα σε όλα αυτά, το εκπληκτικό "In Current" δεσπόζει. Είναι το κομμάτι όπου η μπάντα μοιάζει να βρίσκει το τέλειο σημείο ισορροπίας: μια ροή που είναι ταυτόχρονα οργανική, ρυθμική, αλλά και ανοιχτή σε εσωτερικές μετατοπίσεις. 

Το The Persistence Of Doubt δεν είναι απλώς ένα ακόμη ελληνικό άλμπουμ της χρονιάς. Είναι ένα από τα πιο αληθινά, προκλητικά και πανέμορφα ηχοτοπία που έχουμε ακούσει το 2025. Ένα έργο που δεν φοβάται τη σιωπή, δεν φοβάται την αβεβαιότητα, δεν φοβάται να αφήσει την ίδια την αμφιβολία να γίνει ρυθμός. Χαθείτε μέσα του. Είναι από εκείνους τους δίσκους που, όταν τελειώσουν, νιώθεις πως άκουσες κάτι περισσότερο από μουσική... Άκουσες έναν τρόπο να βλέπεις τον κόσμο.

Βαθμολογία: 8


Onepointwo – Melodies (Subexotic Records)

Το Melodies του Onepointwo είναι ένας δίσκος που μοιάζει να γράφτηκε για εκείνη την απόκρυφη εσωτερική επικράτεια όπου η μνήμη, το συναίσθημα και η αντίληψη αλλάζουν μορφή πριν καν τα καταλάβεις. Μετά το σχεδόν σωματικό βάρος του Rec.Collapse, ο Κωνσταντίνος Γιαζλάς γέρνει εδώ προς ένα εύθραυστο φως, λίγο διστακτικά, αλλά τελικά ανοίγει μια πόρτα μόνο τόσο όσο χρειάζεται για να περάσει μέσα της οι μελωδίες. Έξι κομμάτια, έξι μετατοπίσεις: μια διαδρομή ανάμεσα στη μελαγχολία και την ανανέωση.

Το άλμπουμ ξεκινά με το "Eerie Silence", μια στιγμή που μοιάζει με παρατήρηση. Μια ένταση που ανασαίνει αθόρυβα, αφήνοντας την κίνηση να συμβεί πίσω από το προσκήνιο, σαν να ακουμπάς το αυτί σου σε έναν τοίχο και να ακούς μέσα του το σπίτι να ζει. Το "Mirror Wave" αφήνει τα sequences να θρυμματιστούν σαν αντανακλάσεις σε νερό που διαρκώς μετακινείται, ενώ στο "Dance of Memories", οι απαλοί παλμοί και οι αιωρούμενες συγχορδίες δημιουργούν κίνηση, αλλά σβήνουν ξαφνικά σαν μια χορευτική σπείρα από στιγμές που πέρασαν και χάθηκαν.

Το προσωπικό μου αγαπημένο "Shroud of Uncertainty" λειτουργεί σαν σκέψη που θολώνει και ξανοίγει, σαν να είσαι μεταίωρος μέσα σε μια ατμοσφαιρική ομίχλη. Στην κεντρική σύνθεση "Melodies", όλος ο κόσμος του άλμπουμ μαζεύεται γύρω από έναν εύθραυστο ανθρώπινο πυρήνα που κινείται από το Berlin-school sequence. Και το "Shadow Dance" κλείνει τον δίσκο με έναν ελεγειακό ρυθμό που χάνεται σιγά σιγά στο φως, όχι στο σκοτάδι. Μια υπόσχεση πως όσα σκοτεινά προηγήθηκαν δεν ήταν παρά μόνο το απαραίτητο υπόβαθρο για να φανεί το φως.

Το Melodies αποτυπώνει όλη την ουσία του Onepointwo: την ακραία μινιμαλιστική πειθαρχία του, την ευαισθησία του απέναντι στην παραμόρφωση, τη χρήση των ήχων ως υλικό διάβρωσης και αναγέννησης. Η μουσική του δεν προσφέρει κορυφώσεις, απλά μια κατάσταση, ή μάλλον μια βραδύτητα που επιτρέπει στις όποιες μεταμορφώσεις να γίνουν περισσότερο αισθητές.

Ο Κωνσταντίνος Γιαζλάς, από τη Θεσσαλονίκη, περιγράφει τον εαυτό του ως έναν παθιασμένο συλλέκτη δίσκων που επιχειρεί να χτίσει μουσικά ταξίδια στο χρόνο, στον χώρο, στη μνήμη και στις συχνότητες. Οι επιρροές του (από τα πειραματικά ηλεκτρονικά των late ’50s μέχρι το motorik krautrock, τις shoegaze τεχνοτροπίες και τη σύγχρονη electronica) δεν εμφανίζονται εδώ επιδεικτικά. Επιστρέφουν κάπου κάπου σαν φαντάσματα, διαμορφώνοντας έναν ήχο που στέκεται σε μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην αναλογική υγρασία και το ψηφιακό "αφηρημένο".

Ένα έργο που μιλάει χαμηλόφωνα, αλλά φτάνει βαθιά.

Βαθμολογία: 7


Παιδί Τραύμα – Δεύτερη Ζωή (Fine! Records)

Το Δεύτερη Ζωή είναι ένας δίσκος για όσους νιώθουν ότι κάτι μέσα τους έχει αρχίσει να φθίνει, για όσους ασφυκτιούν μέσα στις πόλεις, στις σχέσεις, στις δουλειές, μέσα στο ίδιο τους το περίγραμμα. Είναι ένας δίσκος για όσους θέλουν να ξαναβρούν μια ζωή που να μοιάζει δική τους, είτε σε μια μακρινή χώρα, είτε μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Και κάπως έτσι, το Παιδί Τραύμα παραδίδει το πιο ώριμο, πιο στοχαστικό, πιο βαθιά συγκινητικό έργο του μέχρι σήμερα: ένα άλμπουμ όπου η φυγή γίνεται πορεία επιστροφής, και η επιστροφή γίνεται η πρώτη πραγματική πράξη ελευθερίας.

Μουσικά, το άλμπουμ κινείται σαν κινηματογραφική αφήγηση, γεμάτη σκηνές και παρασκήμια, φορτισμένες σιωπές, διαλόγους που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Οι ενορχηστρώσεις στέκονται ανάμεσα στο εύθραυστο και το μεγαλειώδες, με τις φωνές και τα έγχορδα να λειτουργούν σαν συναισθηματικοί δείκτες που φωτίζουν τον δρόμο της φανταστικής ηρωίδας και του ίδιου του καλλιτέχνη. Μέσα σε αυτή τη θεματική πλοκή, ο δίσκος χτίζεται κάπως αντισυμβατικά: μεγάλα τραγούδια, ατέλειωτοι στίχοι, πολυεπίπεδες ενορχηστρώσεις, χορωδίες, κουαρτέτα εγχόρδων. Σε μια εποχή όπου τα πάντα μετριούνται σε περιεχόμενο, το Παιδί Τραύμα επιμένει στη λεπτομέρεια, στην pop αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος, και πάντα στο όραμα χωρίς να λογοκρίνει τον εαυτό του για χάρη της απήχησης. Είναι ένας δίσκος που ζητά χρόνο, όπως η ίδια η θεραπεία. Δεν ενδιαφέρεται να γίνει viral. Ενδιαφέρεται να είναι αληθινός. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό του πλεονέκτημα. 

Το άλμπουμ είναι γεμάτο από μια pop νοσταλγία για χαμένες όμορφες μέρες, αν και η απόδραση που πιθανόν προτείνει δεν είναι μια εύκολη απόφαση. Είναι η προσπάθεια να ξαναμπορέσεις να ανασάνεις εκεί όπου κάποτε υπήρχε ακινησία. Να θυμηθείς ποιος ήσουν πριν σε παρασύρει η έξαψη του τώρα. Και αυτή η απόδραση ξεκινά πάντα από το να είσαι "Κανένας". Γιατί πριν από τη φυγή, πριν από τη συγχώρεση, υπάρχει εκείνο το κενό όπου δεν είσαι τίποτα και δεν ανήκεις πουθενά. Μετά έρχεται η "Δεύτερη Ζωή". Σαν υπόνοια ότι μπορεί να υπάρξει μια άλλη εκδοχή του εαυτού σου, λίγο πιο ήσυχη, λίγο πιο αληθινή.

Και "Κάθε Φορά" που νομίζεις ότι την πλησιάζεις, κάτι σε τραβάει πίσω... Ένα βλέμμα, μια παλιά σκέψη, ή απλώς εκείνα τα μικρά πράγματα που δεν αφήνουν ποτέ το παρελθόν να κλείσει. Γιατί μερικές φορές το παρελθόν εμφανίζεται σαν σκιά. Σαν τον "Δράκουλα", που δεν σε αφήνει να ξεφύγεις αν δεν τον κοιτάξεις στα μάτια. Κι ύστερα, μέσα σε όλο αυτό, πετάγεται μια τρελή υπόσχεση: "Το Κορίτσι Που Θα Παντρευτώ". Σαν μια παιδική φαντασίωση αγνότητας και βεβαιότητας, που ποτέ δεν επιστρέφει με τον τρόπο που τη θυμάσαι.

Στο τέλος, υπάρχει μόνο η "Έξοδος". Αναγκαία. Ένα άνοιγμα, μια πόρτα που δεν τρίζει όταν την σπρώχνεις, ίσως γιατί έχει πια κουραστεί να σε κρατάει μέσα.

Μέχρι το "Πρωινό". Εκείνη τη στιγμή που ξυπνάς και καταλαβαίνεις ότι η δεύτερη ζωή δεν ξεκινά με μια κραυγή, αλλά με μια ήσυχη, σχεδόν απαρατήρητη απόφαση: να σταματήσεις να φοβάσαι ποιος ήσουν και να δοκιμάσεις ποιος μπορείς να γίνεις.

Βαθμολογία: 7

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured