Μια μέρα σαν τη σημερινή το 1979, οι Throbbing Gristle άφησαν πίσω τους έναν δίσκο που έμοιαζε με παγιδευμένο μήνυμα σε μπουκάλι, ξεβρασμένο στις απόκρημνες ακτές του Beachy Head. Αυτό το μήνυμα δεν είχε κανέναν σκοπό να σε παρηγορήσει. Αυτό το μήνυμα δεν γράφτηκε για να σου μάθει κάτι νέο. Και βασικά, αυτό το μήνυμα δεν ήθελε να σου προσφέρει καμία λύτρωση. Ήθελε απλά να σου θυμίσει ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει ψυχρότερος από όσο αντέχεις. Γι' αυτό το 20 Jazz Funk Greats (Industrial Records, 1979) δεν ήταν ποτέ ένα άλμπουμ από αυτά που σε κέρδιζαν αμέσως, αλλά μια άσκηση πάνω στο πώς ο τρόμος μπορεί να γίνει αισθητική, και πώς η αισθητική μπορεί να γίνει μια παράξενη, βρώμικη, άρρωστη παρηγοριά.
Η ειρωνεία του τίτλου λειτουργεί σαν δαγκωματιά: εννοείται δεν θα ακούσεις ούτε jazz, ούτε funk εδώ μέσα. Ίσως μόνο τη διεστραμμένη ψυχή τους, γυρισμένη ανάποδα. Κι όμως, το άλμπουμ αναπνέει με έναν τρόπο που μοιάζει σχεδόν ανάλαφρος, σαν μια ηχητική απειλή που δεν σε χτυπά, σε μουδιάζει σαν την ένεση στον οδοντίατρο. Ο Chris Carter φτιάχνει ηλεκτρονικά που τρεμοπαίζουν σαν ξεχασμένες λάμπες σε υπόγειο, ενώ ο Genesis P-Orridge αφήνει τη φωνή του να αιωρείται σαν ένα ψυχρό ρεύμα αέρα, ένα deadpan που μοιάζει περισσότερο με υπαρξιακό σύμπτωμα παρά με ερμηνεία.
Φυσικά, κάπου ανάμεσα στον παραλογισμό και την ηδονή κρύβεται η εξωτική τους διάθεση: μια διαστρεβλωμένη homage στον Martin Denny και τον Les Baxter, σαν ταξίδι σε έναν τόπο όπου η ζέστη δεν παρηγορεί, αλλά σε απογυμνώνει. Και φυσικά εκείνο το βιμπράφωνο που όπου παίζει σε προειδοποιεί, σαν ήχος συναγερμού ότι φτάνεις σε ένα τοπίο που τίποτα δεν είναι ασφαλές.
Σε μια συνέντευξη του 2012, η Cosey είχε εξηγήσει το εξώφυλλο και τον ειρωνικό τίτλο του άλμπουμ: «Φτιάξαμε το εξώφυλλο έτσι ώστε να μοιάζει με παρωδία, κάτι που θα έβρισκες σε ένα καλάθι προσφορών του Woolworth’s. Βγάλαμε τη φωτογραφία στο πιο διάσημο σημείο αυτοκτονιών στην Αγγλία, το Beachy Head. Οπότε, η εικόνα δεν είναι αυτό που φαίνεται, δεν είναι καθόλου "nicey nicey", και ούτε η μουσική είναι, μόλις την πάρεις σπίτι και την ακούσεις. Είχαμε στο μυαλό μας την ιδέα ότι κάποιος, εντελώς αθώα, θα πήγαινε σε ένα δισκοπωλείο, θα έβλεπε [το άλμπουμ] και θα νόμιζε ότι αγοράζει 20 πραγματικά ωραία jazz/funk κομμάτια, και μετά θα το έβαζε να παίξει στο σπίτι και θα… γινόταν κομμάτια».

Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν το πρώτο αληθινό, ολοκληρωμένο στούντιο άλμπουμ των Throbbing Gristle, καθώς οι προηγούμενες κυκλοφορίες τους ήταν μίγματα ζωντανών ηχογραφήσεων και αποσπασμάτων από στούντιο, κάτι σαν ηχητικά ντοκουμέντα μιας μπάντας που λειτουργούσε περισσότερο ως πείραμα παρά ως «συγκρότημα» με την παραδοσιακή έννοια. Εδώ, για πρώτη φορά, αποφασίζουν να δουλέψουν ως παραγωγοί ενός συνεκτικού έργου, να κλείσουν την πόρτα, να μπουν στο δωμάτιο και να δημιουργήσουν έναν ενιαίο ηχητικό κόσμο.
Η ίδια η διαδικασία ηχογράφησης κουβαλάει μια μικρή μυθολογία. Το άλμπουμ γράφτηκε σε ένα 16-καναλο μαγνητόφωνο το οποίο ο Peter Christopherson δανείστηκε από τον Paul McCartney, έπειτα από δουλειά που είχε κάνει στο artwork του Venus and Sun των Wings για λογαριασμό της Hipgnosis. Είναι μια από εκείνες τις λεπτομέρειες που μοιάζουν με παραμύθι της βιομηχανικής εποχής: η πιο "ανώμαλη" μπάντα της Βρετανίας χρησιμοποιεί τον εξοπλισμό ενός Beatle για να ηχογραφήσει έναν δίσκο που θα μοιάζει με τελετουργική κατεδάφιση του mainstream.
Η παραγωγή βασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε effects units και όργανα της Roland και της Boss. Εκείνη η πρωτόλεια, πρώιμη τεχνολογία γίνεται το ίδιο το σώμα του άλμπουμ μαζί με τις κιθάρες, τις τρομπέτες, το βιμπράφωνο: φίλτρα που «στραγγίζουν» τον ήχο μέχρι να γίνει ατμός, drum patterns που ακούγονται σαν μηχανές χωρίς λάδια, αναλογικές παραμορφώσεις που σήμερα θα θεωρούνταν ατέλειες, αλλά τότε ήταν η γλώσσα της μπάντας. Φυσικά, δεν μιλάμε για μια παραγωγή με την καθιερωμένη έννοια· ήταν η οικοδόμηση του πιο σύνθετου έργου των Throbbing Gristle, ενός μικρού, ιδιωτικού σύμπαντος όπου κάθε εξάρτημα, κάθε παλμός, κάθε θόρυβος έγινε φορέας μιας νέας αισθητικής. Kι αυτό το καταλαβαίνεις από την αρχή του ομότιτλου "20 Jazz Funk Greats", με τον ήχο του ρυθμικού κουτιού να ανοίγει τον χαρακτήρα ενός άλμπουμ που όσο κυλάει γίνεται και πιο απειλητικό. Γι' αυτό ο δίσκος, για πρώτη φορά στη διαδρομή τους, στέκεται ως πλήρες, αυτοτελές έργο: ένα άλμπουμ φτιαγμένο από μηχανικά φαντάσματα, ανθρώπινη ειρωνεία και μια τεχνολογία που στην πραγματικότητα δεν είχε σχεδιαστεί για να μιλάει (ή έστω, να τραγουδάει) τόσο σκοτεινά.
Το 20 Jazz Funk Greats έγινε, θέλοντας και μη, ένα σημείο εκκίνησης για εκατοντάδες καλλιτέχνες: από την electronica μέχρι το industrial techno, από την pop μέχρι το noise. Αν οι Kraftwerk χάραξαν τις καθαρές γραμμές της μελλοντικής μηχανικής κοινωνίας, οι TG δίπλωσαν τις γωνίες της, έβαλαν σκουριά, έβαλαν ανθρώπινη ιδρώτα, έβαλαν θάνατο.
Ανάμεσα στο "φλαντζατριστό" ρυθμικό χάος του “Still Walking” και στην παραπλανητικά φιλόξενη αρχή του “Hot on the Heels of Love” (και με την Cosey Fanni Tutti να ψιθυρίζει σαν να δραπετεύει από τις χαραμάδες του μίκτη), το 20 Jazz Funk Greats ανοίγει μια ενδιάμεση ζώνη όπου ο δίσκος αποκαλύπτει τον πραγματικό του μηχανισμό: μια συνεχή, νευρική εναλλαγή ανάμεσα στην απειλή και την υπομονετική αποπλάνηση. Είναι σαν το άλμπουμ να ρυθμίζει την αναπνοή σου, να σε αφήνει να πάρεις μια στιγμή οξυγόνου, για να στο στερήσει αμέσως μετά. Εκεί, σε αυτά τα περάσματα, οι Throbbing Gristle δείχνουν την πιο ύπουλη δεξιοτεχνία τους. Δηλαδή δεν σε χτυπάνε με ωμή δύναμη αλλά με ρυθμικές συστολές, με ηλεκτρονικές δονήσεις που σε κρατούν σε μια μόνιμη κατάσταση εγρήγορσης. Το αποτέλεσμα είναι μια αίσθηση συνεχούς ολίσθησης, σαν να περπατάς σε πάγο που δεν λιώνει ποτέ, αλλά ραγίζει αθόρυβα κάτω από το βάρος κάθε μέτρου. Κι εσύ φοβάσαι ότι το επόμενο βήμα σου θα είναι το τελευταίο πριν πέσεις στα παγωμένα νερά της λίμνης. Αυτή η ενδιάμεση περιοχή λειτουργεί ως ραχοκοκαλιά του άλμπουμ, ένα σημείο όπου ο δίσκος σε προειδοποιεί, χωρίς να υπόσχεται τίποτα ασφαλές, για τα δύο μεγάλα κομμάτια που ακολουθούν: τα ψυχολογικά μανιφέστα “Convincing People” και “Persuasion”, που θα ολοκληρώσουν τον κύκλο της αποδόμησης.
Αν το ακούσεις μόνο του το “Convincing People” είναι σχεδόν αδύνατο να σχηματίσεις καθαρή εικόνα για το τι πραγματικά συμβαίνει. Η πιο καθαρή φράση που μοιάζει να σχηματίζεται είναι ότι δεν μπορείς να πείσεις κανέναν όταν φαίνεσαι να προσπαθείς υπερβολικά να τον πείσεις. Εντάξει, αυτό κάπως το καταλαβαίνουμε. Αλλά η πραγματική σκοτεινιά του κομματιού ενεργοποιείται μόνο όταν το δεις δίπλα στο δικό του «δίδυμο» στην άλλη πλευρά του άλμπουμ: το “Persuasion”. Το “Persuasion”, όμως, όπως και το παλιότερο “Slug Bait”, ταράζει κάτι βαθύτερο. Το κάνει με τους στίχους. Αναλαμβάνει μια αφήγηση από τη σκοπιά ενός αρπακτικού, σεξουαλικά βίαιου υποκειμένου· και επειδή το μουσικό υπόστρωμα είναι εξίσου λιτό, δεν υπάρχει πουθενά να κρυφτείς. Η creepy φωνή του Genesis γεμίζει το δωμάτιο, νιώθεις ότι είσαι μόνος μαζί του, υποχρεωμένος να ακούσεις χωρίς να μπορείς να γυρίσεις το βλέμμα αλλού.
Το “Persuasion” και το “Convincing People” είναι στην πραγματικότητα σχεδόν το ίδιο κομμάτι, δύο πλευρές της ίδιας διεστραμμένης υπόθεσης. Η διαφορά είναι ότι το πρώτο είναι η κλιμάκωση: πιο ωμό, πιο απερίφραστο, πιο κοντά στο σημείο όπου ο λόγος γίνεται επίθεση. Η χρήση δυσαρμονικών, απρόβλεπτων ανθρώπινων κραυγών το σπρώχνει ακόμη πιο έξω από τα όρια της «ακρόασης» και μέσα στην περιοχή του ψυχολογικού θεάτρου τρόμου. Κι αυτή η διπλή δομή των δύο κομματιών λειτουργεί σαν μεταφορά για όλο το άλμπουμ: μια αργή, επίμονη ώθηση στα όριά μας, ένα σκουλήκι που σιγά-σιγά σου σκάβει στο μυαλό.
Δεν είναι τυχαίο ότι η φιγούρα του Genesis P-Orridge αργότερα θα παίξει με τη μορφή του χαρισματικού cult leader του Thee Temple ov Psychic Youth, ισορροπώντας ανάμεσα στην ειρωνεία και τη συνεχή πρόκληση. Κι έτσι, ξαναγυρνάμε στο αρχικό ερώτημα του κομματιού: δεν πείθεις κανέναν όταν φαίνεσαι ότι προσπαθείς υπερβολικά να πείσεις.
Ή μήπως, τελικά, είναι ακριβώς έτσι που πείθεις;
Το “SixSixSixties” λειτουργεί σαν η τελική χάραξη πάνω στην πέτρα: ένα κομμάτι που μοιάζει να εισβάλλει στο δωμάτιο με την ορμή μιας κιθαριστικής καταιγίδας, όπου ο βόμβος οργώνει την μουσική. Είναι το σημείο όπου το άλμπουμ παραδέχεται ανοιχτά την πιο πρωτόγονη του φύση: κάτω από όλα τα layers, τις ειρωνείες, τις μηχανικές δροσοσταλίδες και τις υποδόριες απειλές, οι Throbbing Gristle ήταν πάντα μια μπάντα που έβλεπε την κιθάρα ως εργαλείο καταστροφής. Το “SixSixSixties” ακούγεται σαν το κουδούνι σε μια πόρτα που δεν θα έπρεπε να ανοίξει. Σαν ένα αρχέγονο drone που υψώνεται από ένα υπόγειο γεμάτο σκόνη και καλώδια, ένα τελευταίο χτύπημα που στρογγυλεύει όλη τη διαδρομή του άλμπουμ: από τη χημική και αντιχριστιανική ειρωνεία του τίτλου έως την απογυμνωμένη ωμή του αλήθεια. Και αφήνει πίσω του μια δόνηση που συνεχίζει να τριζοβολά στο αυτί σου πολύ μετά το τέλος, σαν να σου θυμίζει ότι αυτό το ταξίδι δεν έκλεισε ποτέ πραγματικά.
Τελικά, το 20 Jazz Funk Greats δεν επιβιώνει απλώς ως μια περίεργη υποσημείωση της βρετανικής μετα-πανκ παρακμής, ούτε ως το τέλειο παράδοξο ενός τίτλου που σε κοροϊδεύει πριν καν ακούσεις το βινύλιο. Επιβιώνει γιατί κατάφερε να συλλάβει τη στιγμή όπου η μουσική έπαψε να είναι μόνο αισθητική απόλαυση και έγινε εργαλείο αυτογνωσίας, ένα ράγισμα από το οποίο μπορείς ακόμη να δεις τον κόσμο να γυρίζει λίγο πιο σκοτεινά, λίγο πιο αληθινά. Η σημασία του άλμπουμ δεν βρίσκεται στο πόσο «επιδραστικό» υπήρξε (αν και αντικειμενικά, ήταν) ούτε στο πόσο προχώρησε την τεχνολογία, αν και την τέντωσε μέχρι να τρίζει. Το βάρος του βρίσκεται αλλού: στο ότι μας ανάγκασε να παραδεχτούμε πως η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει σαν καθρέφτης που δεν κολακεύει πάντα. Ότι μπορεί να μας δείξει πλευρές του εαυτού μας που προτιμούμε να θάβουμε, αλλά που τελικά μάς κυβερνούν. Οι Throbbing Gristle κατάλαβαν πως ο φόβος, η επιθυμία, η αποσύνδεση και η εξουσία δεν είναι απλώς κοινωνικά φαινόμενα αλλά υλικά, και μπορούν να οργανωθούν σε ρυθμό.
Το άλμπουμ δεν εξηγεί, δεν καθησυχάζει, δεν επιλύει. Σου τραβάει την καρέκλα την ώρα που πας να καθίσεις, και την ίδια στιγμή σου κάνει χώρο να σταθείς σε μια αλήθεια που δεν ήξερες ότι ήσουν έτοιμος (ή έστω ήθελες) να αντιμετωπίσεις. Σε προκαλεί να αναρωτηθείς τι ακριβώς σημαίνει «αισθητική εμπειρία» όταν το ωραίο έχει χαθεί, τι σημαίνει «ανθρώπινο» όταν ο άνθρωπος ακούγεται σαν μηχανή, και τι σημαίνει «ελευθερία» όταν η ίδια η γλώσσα μπορεί να σε παγιδεύσει. Και ίσως εκεί κρύβεται το πραγματικό μεγαλείο του: το 20 Jazz Funk Greats δεν θέλει να το αγαπήσεις, γιατί όσο το σκέφτεσαι, σε μεταμορφώνει. Όχι με την καλοσύνη μιας μουσικής που σε παρηγορεί, αλλά με τη σκληρή γενναιοδωρία μιας τέχνης που σου θυμίζει πως, ακόμα και μέσα στον πιο ακραίο θόρυβο, υπάρχει πάντα μια μορφή "διεστραμμένης" αλήθειας που περιμένει να την αναγνωρίσεις.
Το 20 Jazz Funk Greats έγινε, θέλοντας και μη, ένα σημείο εκκίνησης για εκατοντάδες καλλιτέχνες: από την electronica μέχρι το industrial techno, από την pop μέχρι το noise. Αν οι Kraftwerk χάραξαν τις καθαρές γραμμές της μελλοντικής μηχανικής κοινωνίας, οι TG δίπλωσαν τις γωνίες της, έβαλαν σκουριά, έβαλαν ανθρώπινη ιδρώτα, έβαλαν θάνατο. Και σήμερα, κοιτάζοντας πίσω, μοιάζει σαν ο δίσκος να ήξερε ήδη ότι ο κόσμος που ερχόταν θα ήταν πιο κοντά στη δική του αλήθεια παρά στη δική μας. Σαν να προφήτευε πως σύντομα θα νιώθαμε όλοι λίγο πιο μηχανικοί, λίγο πιο αποξενωμένοι, λίγο πιο έτοιμοι να καταλάβουμε ότι το σκοτάδι, όταν γεννιέται με στοργή, μπορεί να σε κρατήσει όρθιο.









