The Black Crowes – Amorica

Φωλιασμένοι βαθιά στην καρδιά του αμερικανικού Νότου, στην Ατλάντα της Τζόρτζια, οι Black Crowes σχηματίστηκαν το 1984 και αναδείχθηκαν σε μια υπολογίσιμη δύναμη στις αρχές δεκαετίας του ’90: εκείνη την εποχή, ήταν το πιο ζόρικο southern-rock συγκρότημα στον κόσμο. Με το συνολικό τους στυλ, πόζαραν σαν αμετανόητοι μετα-χίπις στην εποχή του grunge, σαν παλιομοδίτες μακρυμάλληδες με τζιν καμπάνες και κρόσια στα χρόνια του post-hardcore. Οι συνεχιστές μια παράδοσης που εκτείνεται από τη blues-rock κιθαριστική πανδαισία των Allman Brothers ως τον rock 'n' roll διονυσιασμό του Exile… των Stones και από εκεί πίσω στο νότιο boogie και στη soul του Μέμφις∙ διασκεύαζαν απίθανα οι άτιμοι και το "Hard To Handle" του Otis Redding. Τα δύο πρώτα τους άλμπουμ, το Shake Your Money Maker (Def American, 1990) και το The Southern Harmony and Musical Companion (Def American, 1991) πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα και έγιναν πλατινένια στις ΗΠΑ.

Southern Entropy

Ο ήχος τους ήταν η κλασική blues-soul-rock της περιόδου 1968-1972: το βραχνό, έντονο τραγούδι του Chris Robinson, ο οποίος ήταν τελείως μέσα στη φάση του Rod Stewart, του Joe Cocker, του Paul Rodgers και φυσικά του Mick Jagger· οι τραχιές κιθάρες του αδερφού του, Rich Robinson και του Jeff Cease, οι οποίοι είχαν αποστηθίσει τα riff του Keith Richards και του Duane Allman· τα τύμπανα του Steve Gorman και το μπάσο του Johnny Colt, στιβαρά και δυνατά όπως αρμόζει σε μια νότια μπάντα, συχνά ενισχυμένα από το όργανο του Chuck Leavell (Allman Brothers).

Με τα χρόνια, οι Black Crowes υπέστησαν πολυάριθμες αλλαγές στη σύνθεση, με τους αδελφούς Robinson να παραμένουν τα μόνα σταθερά μέλη. Παρά τις αλλαγές αυτές, το συγκρότημα συνέχισε να εξελίσσεται και να πειραματίζεται με τον ήχο του, ενσωματώνοντας στοιχεία country, gospel και psychedelic rock.

Ύστερα άρχισαν τα γνωστά: εξαντλητικές περιοδείες, αφόρητη πίεση, larger-than-life attitude στα χνάρια των Stones, εθισμοί στα ναρκωτικά, εγωκεντρισμοί, προβλήματα και ρωγμές στις μεταξύ τους σχέσεις, συγκρούσεις με τη δισκογραφική τους εταιρεία, προσωρινές διαλύσεις και εφήμερες επανασυνδέσεις.   

Το 2015, οι Black Crowes ανακοίνωσαν ότι θα έκαναν επ' αόριστον παύση, επικαλούμενοι δημιουργικές διαφορές και την ανάγκη για ένα διάλειμμα από τις πιέσεις της μουσικής βιομηχανίας. Ενώ οι θαυμαστές απογοητεύτηκαν από τα νέα, κατανόησαν την απόφαση του συγκροτήματος να κάνει ένα βήμα πίσω και να επικεντρωθούν ο καθένας τους στις προσωπικές του δουλειές. Το 2020 το γκρουπ επανσυνδέθηκε εκ νέου με αφορμή την επέτειο τριάντα χρόνων από την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ. Το 2025, οι Black Crowes προτάθηκαν για ένταξη στο Rock and Roll Hall of Fame και εμφανίστηκαν live στη σχετική τελετή.

Super Session

Το τρίτο τους άλμπουμ, το Amorica (American, 1994) προοριζόταν να είναι το πειραματικό τους άλμπουμ. Ήταν το άλμπουμ όπου οι Black Crowes άρχισαν να γράφουν για τον εαυτό τους. Πέρασαν οι συνειδητές προσπάθειες για ραδιοφωνικές επιτυχίες, όπως τα "Twice As Hard", "She Talks To Angels" και "Remedy". Εδώ οι Black Crowes αποφάσισαν να εξερευνήσουν πιο περίπλοκα και δύσβατα μουσικά μονοπάτια, μονοπάτια που είχαν διασχίσει στο παρελθόν γκρουπ όπως οι Crazy Horse, οι Grateful Dead και οι υπόλοιπες μεγάλες (ψυχεδελικές) ροκ μπάντες της Δυτικής Ακτής.

Η deluxe επανέκδοση του Amorica ​​συνοδεύεται από επτά ακυκλοφόρητες ηχογραφήσεις από τα Marie Laveau Sessions στα Kingsway Studios στη Νέα Ορλεάνη το 1992, τέσσερις ζωντανές ηχογραφήσεις στα AIR Studios το 1994 και, το πιο σημαντικό, από το Tallest: ένα χαμένο στούντιο άλμπουμ, που αρχικά προοριζόταν να είναι το τρίτο άλμπουμ του συγκροτήματος, αλλά αφαιρέθηκε μετά την ολοκλήρωσή του.

Τα τραγούδια είναι πράγματι πιο περίτεχνα. Οι αλλαγές στο τέμπο, οι ανεπαίσθητες πινελιές στα πλήκτρα και οι εξωτικές αναφορές δίνουν νέες διαστάσεις στις δυναμικές μπαλάντες "Cursed Diamond" και "Non Fiction". Παρόμοια είναι η προσέγγιση στο τραχύ boogie του "Gone", όπως και στον περίπλοκο latin-rock ρυθμό, στο στυλ των πρώιμων Santana, του "High Head Blues".

Ούτε εδώ δεν ξεχνάνε να κοιτάξουν «πίσω στις ρίζες», καθώς τραγούδια όπως τα "P. 25 London" και "Downtown Money Waster" είναι θαυμάσια, μελωδικά country-rock τζαμαρίσματα, στο ύφος που καθιέρωσαν οι Grateful Dead με το American Beauty.

Όμως: οι Crowes βρίσκονται πάντα προπαντός στο στοιχείο τους όταν εμβαπτίζουν τα παιξίματα και τις ερμηνείες τους στη φωτιά (και στο μπέρμπον) του Sticky Fingers και του Exile On Main Street. Το "A Conspiracy" (με το ρομαντικό ρεφρέν και τον συγκοπρόμενο ρυθμό στο στυλ των Faces) και το "She Gave Good Sunflower" (ωμό country-rock σε στιλ σαλούν) συγκαταλέγονται στα καλύτερά τους. Σε αυτή την απλή μορφή, οι χαλαρές συνομιλίες στις κιθάρες μεταξύ Rich Robinson και Ford, καθώς και το χαλαρό τύμπανο του Gorman, πραγματικά λάμπουν.

Το remastered άλμπουμ περιλαμβάνει επίσης μια γερή διασκευή  στο μπλουζάτο "Chevrolet" του Donovan- που εμφανίστηκε αρχικά ως bonus track σε κάποια ιαπωνική έκδοση- και δύο τραγούδια από την επανέκδοση του 1998, τα "Song Of The Flesh" και "Sunday Night Buttermilk Waltz", δίνοντας μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του αρχικού άλμπουμ.

Τα εννέα τραγούδια που αρχικά συγκεντρώθηκαν κάτω από τον τίτλο Tall, είχαν σκοπό να αποτελέσουν το τρίτο άλμπουμ των Black Crowes. Όμως οι αδελφοί Robinson συμφωνήσουν ότι το συγκρότημα χρειαζόταν μια νέα δημιουργική ενέργεια για τη συνέχεια του The Southern Harmony And Musical Companion. Το ακυκλοφόρητο άλμπουμ τώρα ονομάζεται. Ξεκινώντας με τα μελωδικά και ευρύχωρα blues του "Lowdown", το Tallest δίνει αμέσως την αίσθηση ότι το συγκρότημα ανατρέχει στα τέλη της δεκαετίας του '60 για να αντλήσει έμπνευση. Το "Tied Up And Swallowed" ακολουθεί και μοιάζει με άμεσο καταλύτη για τον τόνο που θα ερχόταν στο Amorica. Παρόμοιο είναι και το "Paris Song", ένα ορχηστρικό που, μετά από κάποια βελτίωση, θα μετατρεπόταν στο "Cursed Diamond". Το Tallest, από μόνο του, είναι ένα καλό άλμπουμ, αλλά ακούγοντάς το κανείς στο πλαίσιο του Amorica Deluxe, καταλαβαίνει ότι οι Black Crowes μάλλον έκριναν σωστά που το άφησαν τότε στο ράφι, προκειμένου να εξερευνήσουν νέες μουσικές επικράτειες – δηλαδή αυτές του Amorica.

Με το εν λόγω άλμπουμ, το συγκρότημα απελευθερώθηκε εν μέρει από το riff, τον ακρογωνιαίο λίθο του ήχου του (που αναπόφευκτα θύμιζε τους Rolling Stones), υπέρ της δυναμικής του jamming — φτιάχνοντας έναν ήχο τελικά πιο περιπετειώδη και πιο ελεύθερο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured