Armand Hammer & The Alchemist

Jazz hat like Laraaji” και μπουμ, όλοι εδώ στριμωγμένοι, σκυμμένοι κάτω από τις ριπές 3D-printing όπλων, πίσω από το voice over του Werner Herzog, να χαζεύουν τον εσταυρωμένο κλέφτη δίπλα στο Χριστό, ενόσω ο Ka βάζει το κρασί κι ο Grandmaster Flash τους δίνει προσφάι. Δεν έχει απόψε ασθενοφόρα για τους αράπηδες, από τα χρόνια του Stanley Crouch και πίσω, από τα χρόνια του Stanley Crouch έως αύριο, έτσι ξεκινάει ο δίσκος Mercy, με τους ELUCID και billy woods ως το δίδυμο Armand Hammer στις μπάρες και τον The Alchemist στις φόρμες (εκ νέου μετά το Haram του 2021), αδιάκοπο, οργανωμένα θορυβώδες, χωρίς να χρειάζεται promo tricks και φρου φρου. Η γλώσσα είναι μία, το πιάτο είναι αυτό, δεν απαιτείται κάποια μόστρα, ούτε πολύ πιπίλισμα.

Άλλοτε σε ξεκουφαίνει καθώς προσπαθείς να το παρακολουθήσεις, άλλοτε είναι ταμπουρωμένο εντός του underground Backwoodz σύμπαντος, μα πορεύεται διαρκώς περίπλοκα παραπεμπτικό με τη βεντάλια να πιάνει από τους πιλότους του Augusto Pinochet και τον Louis Farrakhan, έως το ai ως alas, το IDF και τις μάγισσες στον Μάκβεθ, βγαλμένες από το σημειωματάριο του Nas. Δεν είναι καινούργια όλα αυτά, αυτή είναι η φιλοσοφία κι η μανιέρα αυτού του clan, κατά μόνας αλλά κι όταν κάθονται στο ίδιο τραπέζι, να τραβάνε τα προφανή και τις κάτω στρώσεις έως εκεί που δεν πάει. «Ριζοσπαστικοποιούν και να αισθητικοποιούν το ραπ, ωθώντας τη γλώσσα πέρα από τα συμβατικά όριά της, ενώ ταυτόχρονα αντανακλούν τον άγριο κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε» γράφτηκε σε ένα κείμενο για το Mercy, κι είναι πραγματικά τόση πολλή η πληροφορία που συνωστίζεται στις ρίμες του δίδυμου, χωρίς όμως να πελαγοδρομεί με τσιτάτα εντυπωσιασμού, που δεν μπορείς παρά να παρασυρθείς στο παιχνίδι και να λύσεις τους γρίφους, να διαβάσεις τις οδηγίες, μπας και βρεις διέξοδο από τα κλειστοφοβικά στησίματα.

Δυσανάλογης έντασης είναι η ηχητική παρατήρηση του Alchemist. Όσο το δίδυμο γεμίζει, εκείνος αφαιρεί, επιλέγει να ξεκουρδίζει απλούστερα με μια lofi λιτότητα, κάπου-κάπου σχεδόν πενιχρή, συγκρατημένη και αιωρούμενη, χωρίς ενδεχομένως την τελετουργική συνοχή που επιλέχθηκε στο φετινό Sortilège των Preservation και Gabe ‘Nandez, αλλά με ένα τρόπο συνοδευτική. Κι ενδεχομένως αυτή η συνθήκη να είναι που τελικά δεν έδωσε συνολικά την έξτρα πάσα συνολικά στο lp, διότι όσες φορές βγήκε η ασίστ όπως στα “Longjohns”, “California Games” και “Super Nintendo”, τα buzzer beaters ήρθαν από τα 8 μέτρα.

Δε χρειάζεται να φανταζόμαστε διάφορα που δεν υπάρχουν για δίσκους σαν το Mercy. Σκεφτείτε πως έχει στροφές σαν κι αυτή, ευθύβολες κι συνθλιπτικές, χωρίς ντοκυμαντερίστικα ιντερλούδια: “Bodies in the water like apples bobbing gently/Bodies stand sentry on battered corners gently/With the tiny coffins almost barely empty/Bodies on bodies on bodies on bodies on bodies on bodies on bodies/Everybody was somebody moments before they body was torn/Twist, bodies like porn/After echoing the guns and bombs is gone/Bodies sit forlorn/Pitched amongst the bricks/Flung like empty purse after the mugging/Oh, look what the cat drug in/Still moving, piteous/Search the rubble for the slightest movement in the ruins/Secrets grow hideous inside the computers/Bottomless pits for bodies to get dropped off in like Caspian Forest/A bitter harvest, a dollhouse of horrors”. Από την αντι-επεξηγηματική διακειμενικότητα, στην οικονομία της ωμής εξιστόρησης μέσα σε πέντε αράδες.

Θα ξαναπεράσουμε από την ακρόαση του, να δούμε τι σχηματίστηκε περαιτέρω στο βάθος των κογχών των ματιών των δημιουργών του, σε αυτές των Earl Sweatshirt, Quelle Chris, Cleo Reed, Pink Siifu, Kapwani και Silka που τους συνόδεψαν. Δε θα πασχίσουμε να γεννήσουμε λέξεις εμείς αντί αυτών, αλλά θα ανακαλύψουμε όσα δεν πήραμε πρέφα εξ’ αρχής.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured