Blut Aus Nord - Etherial Horizons
Κάτι που με εκνευρίζει αφάνταστα σε δίσκους σαν το Etherial Horizons, είναι το γεγονός πως δεν μπορώ να τους περιγράψω με λέξεις. Τουλάχιστον χωρίς να προσφύγω σε πλαστικό και δημοσιογραφικό λόγο. Και αυτό γιατί δίσκοι σαν αυτόν δεν ποσοτικοποιούνται, δεν είναι strength in numbers που λένε και στο Golden State. Είναι συναισθήματα και γαργάλισμα των αισθήσεων... κάτι που δεν περιγράφεται με λόγια εύκολα. Ας το πάρουμε όμως από την αρχή. Από τα πρώιμα χρόνια των Blut Aus Nord, τότε δηλαδή που κυκλοφορούσαν τα Ultima Thulée και το πρώτο Memoria Vetusta, διαμόρφωσαν ένα ιδίωμα που ισορροπούσε γύρω από την ωμότητα και το μυστικιστικό, με μέχρι και dungeon synth στοιχεία. Η πραγματική μετάβαση όμως στο εφιαλτικό υπερπέραν ήρθε με το The Work Which Transforms God, έναν δίσκο που, όσο κι αν προσπαθεί κανείς να τον τοποθετήσει σε κατηγορίες και στεγανά, παραμένει μοναδικός στο πώς προκαλεί καθαρό, άμεσο τρόμο. Μια μόνιμη αίσθηση ανοίκειας παρουσίας πίσω από κάθε riff και κάθε ασφυκτικό drone. Ο πρώτος δίσκος που άκουσα ως ενήλικος και μου δημιούργησε την αίσθηση πως κάτι υπάρχει στο δωμάτιο μου. Η επιστροφή της μπάντας σε πιο δομημένες φόρμες με το δεύτερο μέρος της τριλογίας Memoria Vetusta αποκρυστάλλωσε μια έντονη κιθαριστική και μελωδική προσέγγιση που πάντρεψε τον επικό λυρισμό με την απόκοσμη παγωνιά των προκατόχων. Στη συνέχεια, η τριλογία 777 άνοιξε έναν ολόκληρο διάλογο με την industrial πλευρά της μπάντας. Πιο μηχανική, πιο ψυχρή ηχητικά, με την αίσθηση της μετάλλαξης να κυριαρχεί σαν μια αλχημική παρενέργεια σε πραγματικό χρόνο. To Deus Salutis Meæ έκανε μια σύντομη επιστροφή σε αυτό το εσωτερικιστικό παγωμένο τρόμο του The Work Which Transforms God, χωρίς όμως δυστυχώς να έχει το ίδιο impact. Και φτάνουμε αισίως στην τωρινή περίοδο των BaN. Στο Hallucinogen τους βρίσκουμε σε έναν ήχο πιο κοντά στο συνηθισμένο ατμοσφαιρικό black metal. Είναι εμφανέστατα λιγότερο πειραματικό και σίγουρα πιο κοντά στα Memoria Vetusta απ' ότι στα drone albums. Στα δύο Disharmonium του 2022 και 2023 κυλάει στον κοσμικό Lovecraftιακό τρόμο χωρίς όμως να μοιάζει παντελώς λουσμένο στο σκότος.
Φτάνουμε λοιπόν στο σήμερα, και στο Etherial Horizons. Η βάση του μοιάζει να πατά σε δύο εδάφη ταυτόχρονα. Αν έπρεπε να το τοποθετήσω κάπου στη δισκογραφία τους, θα ήταν ανάμεσα στην παραισθησιακή λάμψη του Hallucinogen και στο Memoria Vetusta II. Είναι σαν ένας ενδιάμεσος κόσμος, σίγουρα λιγότερο ψυχεδελικός από το πρώτο, αλλά και πολύ πιο αέρινο από την επική αφήγηση του MVII. Υπάρχει έντονη η αίσθηση της δίνης που σε τραβά μέσα της, σαν μια σπείρα προς έναν άχρωμο όμως κόσμο. Όχι έναν κόσμο που κυριαρχεί η κατάποση μανιταριών και λοιπόν τριπακίων. Ο δίσκος ξεκινά με το "Shadows Breathe First", και ένα intro που μοιάζει περισσότερο με ρομαντικό περίπατο κάτω από το φως των άστρων παρά το σκιερό του τίτλου. Η συνέχεια έρχεται με ένα φωτεινό και shoegaze-y riff συνοδευόμενο από τα τρομερά τύμπανα που δεν θα πίστευα ποτέ πως είναι drum machine αν δεν το γνώριζα από πριν. Το "Seclusion" από την άλλη προσφέρει ένα πολύ πιο ογκώδες και γεμάτο black metal, φέρνοντας σε στιγμές Akhlys και σε άλλες το Hallucinogen. Ίσως το αγαπημένο μου στον δίσκο. To "The Ordeal" είναι το δεύτερο βασικό single, και μπορώ πολύ καλά να καταλάβω γιατί το επέλεξαν. Είναι ένα καταπληκτικό κιθαριστικό έπος, με μίξη καθαρών φωνητικών και ουρλιαχτών όπως επίσης υποτονικών μελωδιών και groovy ρυθμών. Άλλο ένα highlight. Στο επίκεντρο όλων βρίσκονται οι κιθάρες. Όμως δεν ξέρω αν θα έλεγα πως είναι ένας riffοκεντρικός δίσκος. Περισσότερο σαν μέσα συνεχούς αφήγησης σε μια ατελή γραμμή ενέργειας. Παράλληλα, δεν λείπει η υφέρπουσα αγωνία που πάντα χαρακτήριζε τις δουλειές του Vindsval. Αν μπορούσα να εξηγήσω την διαφορά ενός τέτοιου δίσκου με τις προηγούμενες ατμοσφαιρικές δουλειές τους, είναι πως εδώ αυτοσκοπός δεν είναι ο τρόμος, αλλά κάτι που περισσότερο μοιάζει με ύπνωση. Δεν είναι όμως καθόλου βαρετό. Είναι καθηλωτικά μαγευτικό. Tα "The Fall Opens The Sky" και "What Burns Now Listens" είναι άλλοι δύο black metal οδοστρωτήρες και το ambient ιντερλούδιο "Twin Sun Reverie" έρχεται να γαληνεύσει τα νερά πριν το μεγάλο φινάλε με το 12λεπτο έπος που ακούυει στο όνομα "The End Becomes Grace". Σίγουρα το Etherial Horizons δεν είναι η πρωτόγνωρη ηχητική κοσμογονία που μου δημιούργησε το The Work Which Transforms God, το Memoria Vetusta II και σε μικρότερο βαθμό το Undreamable Abysses, όμως είναι ένας εκπληκτικός δίσκος, σε ένα ύφος η αναζήτηση του οποίου ελπίζω να συνεχιστεί.
Lamp of Murmuur - The Dreaming Prince in Ecstasy
Ο νέος δίσκος του/των Lamp of Murmuur, The Dreaming Prince in Ecstasy, βρίσκει το project του M. σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φάσεις του. Είναι ένα project που πάντα είχε τάση προς το διαφορετικό. Από το πρώτο σκέλος, με τα πρώτα EP και το Heir of Ecliptical Romanticism με το βαμπιρολάγνο ωμό black metal, στην εκρηκτική μεταστοιχείωση του Submission and Slavery, όπου έπαιρνε τον γοτθικό ρομαντισμό των Sisters of Mercy, το στρίμωχνε πάνω σε έναν black metal σκελετό, και έφτιαχνε έναν δίσκο θεσμικά παράνομο αλλά ακαταμάχητο. Και φυσικά στο Saturnian Bloodstorm, το οποίο έμοιαζε με τον καλύτερο δίσκο των Immortal μετά το At the Heart of Winter. Το The Dreaming Prince in Ecstasy, όμως, δεν στέκεται σε καμία από αυτές τις φάσεις. Τις θυμάται, ναι, αλλά δεν τις επαναλαμβάνει. Αυτός ο δίσκος αποτελεί τον πρώτο πλήρως δικό τους ήχο, αποκομμένο από τις πιο εμφανείς επιρροές, αλλά ταυτόχρονα θεμελιωμένο πάνω σε όσα τους έκαναν ξεχωριστούς.Από συνθετική άποψη, πιάνει το νήμα από το Saturnian Bloodstorm, αλλά το τραβά σε μια εντελώς νέα κατεύθυνση. Εδώ το late-90s black metal λειτουργεί ως θεμέλιο πάνω στο οποίο ο M. χτίζει κάτι πολύ πιο πομπώδες και μεγαλεπήβολο. Το υλικό είναι υγρό, ονειρικό, σχεδόν ερωτικό μέσα στη δαιμονικότητά του. Είναι σαν να έχει πάρει όλα τα συστατικά που αγαπήσαμε. Την πάχνη και την κιθαριστικότητα των Immortal, τον ρομαντισμό των gothic επιρροών, την υπερδιέγερση των πρώτων κυκλοφοριών και να τα έχει μετατρέψει μαζί με τρία τσουβάλια επιρροές ακόμα σε ένα μοναδικό ύφος, στιβαρό και πλέον απόλυτα αναγνωρίσιμο. Το "The Fires of Seduction" ανοίγει τον δίσκο με μια σύντομη και αργή συμφωνική εισαγωγή, τον ρυθμό της οποίας παίρνει το "Forest of Hallucinations" και την μετατρέπει σε κιθαριστική. Ο δίσκος ξεκινά με το βασικό riff να παίζει με πλήκτρα να το αγκαλιάζουν και το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι το πόσο καταπληκτικό ήχο έχει. Επαρκέστατος όγκος, αλλά κυρίως τρομερή ευκρίνεια μεταξύ όλων των επιμέρους στοιχείων. Ο ήχος της κιθάρας είναι καθαρός και κοφτερός, τα συμφωνικά στοιχεία είναι επιβλητικά, τα φωνητικά σαν δαιμονικές κραυγές πόνου με μοναδικό μικρό ψεγάδι τα τύμπανα που αν και στιβαρά ακούγενται σχετικά χαμηλά. Εδώ οι Lamp of Murmuur θυμίζουν ένα πιο μελαγχολικό, ατμοσφαιρικό black metal. Είναι ίσως το πιο κοντινό στο Saturnian, όπως με πολύ εντονότερη την grandiose συμφωνική πλευρά. Με το "Hategate" φέρνουν ένα πάντρεμα του παλιού με το νέο. Έχουμε μεν τον καταστροφικό συνδιασμό των ακραίων blastbeats με riffολογία δεύτερου κύματος, που όμως διαφοροποιούνται όσον αφορά την συνολική δομή. Είναι πιο απλωμένο συνθετικά και στα 7 λεπτά του είναι ένα καταπληκτικό black metal τραγούδι με ένα συμφωνικό twist για κερασάκι στο κλείσιμο. Το "Reincarnation of a Witch" συυνεχίζει με ένα ακόμα εξ ολοκλήρου riff-driven black metal πανδαιμόνιο. Βίαιο, παγωμένο χωρίς να κάνει καμία έκπτωση ούτε στην ταχύτητα ούτε και στον όγκο της πληροφορίας, με ελάχιστες μελωδίες στο δεύτερο μισό για το σπάσιμο του πάγου που το ίδιο εξαπέλυσε. Αυτή η συνειδητή μελωδική εναλλαγή μου δίνει την εντύπωση μιας μπάντας που κάνει ξεκάθαρο το πόσο δεν φοβάται να φλερτάρει με πολλές εκδοχές του ακραίου και μη φάσματος. Μετά από ένα καθαρό ιντερλούδιο με γλυκούς κιθαριστικούς ρυθμούς και synths, σειρά έχει το "Moondance". Το πρώτο μέρος της τριλογίας "The Dreaming Prince in Ecstasy". Και εδώ είναι που βλέπουμε για πρώτη φορά αυτήν την ολική μεταμόρφωση. Δεν είναι πλέον καθαρό black metal. Είναι παράλληλα heavy, είναι epic, είναι post-punk και gothic και ό,τι άλλο μπορεί να δημιουργήσει ένας σκοτεινός νους. Τα καθαρά φωνητικά και η καταπληκτική αλληλουχία από leads που τα ακολουθεί είναι άλλη μια ευχάριστη νότα φωτός μέσα στον ζόφο και ένα κλείσιμο βγαλμένο από το φάντασμα της όπερας. Οι Lamp of Murmuur δημιουργούν εδώ ένα ονειρικό ηχοτοπίο που δεν μοιάζει με κανέναν. Είναι Lamp of Murmuur. Το "Twilling Orgasm", το δεύτερο μέρος της τριλογίας αλλάζει ξανά ύφος, με πιο νοσταλγικές και μελωδικές γραμμές, καθαρά φωνητικά σε όλη τη διάρκεια και μια παντελώς post-punk αισθητική. Είναι σα να ξεγλιστράς μέσα σε ένα όνειρο για 6 λεπτά, πριν γίνει η επόμενη στροφή. Το τρίτο μέρος, με τίτλο "The Fall" είναι και αυτό που με μπέρδεψε περισσότερο. Αν μπορούσα να το βάλω σε καλούπια, θα έλεγα πως είναι "Blind Guardian turned Immortal". Έχει μια επική και φαντασιακή αίσθηση, layered καθαρά φωνητικά πίσω από το ενοχλητικά catchy refrain, και μια θεατρικότητα που δεν είχαμε ξαναδεί στις προηγούμενες δουλειές τους. Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα η πρόθεση πως τα πλήκτρα και η ατμόσφαιρα έρχονται να λειτουργήσουν σε πλήρη εναρμόνιση με τις κιθάρες. Το "A Brute Angel's Sorrow", το κλείσιμο του άλμπουμ είναι ίσως το πιο τολμηρό δείγμα της νέας τους ταυτότητας. Είναι αποκλειστικά ακουστικό gothic-rock με eerie μελωδικά φωνητικά και μια αίσθηση τελικής κάθαρσης μέσα από μελαγχολία και θλίψη. Αναμφίβολα ένα τραγούδι που δεν θα μπορούσα να φανταστώ στην πρώτη περίοδο των Lamp of Murmuur.
Αυτό που γίνεται με το The Dreaming Prince in Ecstasy είναι σχεδόν μοναδικό. Κάθε τραγούδι και μια καινούργια ταυτότητα. κάθε κομμάτι είναι ένα νέο πείραμα. Δεν μιλάμε πλέον απλά για ηχητική ποικιλομορφία μεταξύ των δίσκων, αλλά και μεταξύ όλων των κομματιών του ίδιου του δίσκου όπου κάθε ένα είναι ευκαιρία να επαναπροσδιοριστεί η ταυτότητα τους. Από το ambient / horror εισαγωγικό “Fires of Seduction”, μέχρι το gothic-post-punk “A Brute Angel’s Sorrow”, δεν υπάρχει στιγμή που να θυμίζει με βεβαιότητα κάτι από το παρελθόν τους και αυτό είναι το πιο συναρπαστικό. Ίσως ο καλύτερος δίσκος τους ως τώρα. Αν κάποιος αναρωτιέται τι σημαίνει «μεταμόρφωση» στο black metal, στείλτε του το The Dreaming Prince in Ecstasy.
Kostnatění - Přílišnost (Excess)
Ο Dillon Lyons είναι ένας καλλιτέχνης ο οποίος με έχει απασχολήσει αρκετά στο παρελθόν, και περιμένω καρτερικά τις κυκλοφορίες τους. Μέσω του project Glass Shrine μου έχει χαρίσει έναν από τους αγαπημένους μου δίσκους των 2010s, το Lapidary, παίζοντας ένα πανέμορφο και φωτεινό avant garde black metal. Όμως το 2025 έρχεται με έναν νέο contender για τη θέση του καλύτερού του δίσκου. Το Přílišnost (Excess) των Kostnatění είναι ο ορισμός του black metal που όχι απλώς αρνείται να μείνει σε καλούπια, αλλά αντιμετωπίζει τα ίδια τα καλούπια σαν πηλό που λιώνει πάνω σε ένα πάρα πολύ καυτό πλατό. Σαν μια συνεχής κατάσταση υπερδιέγερσης, σαν μια διαδοχή από παραισθησιακά ξεσπάσματα όπου κάθε κομμάτι ανασύρει κάτι απρόσμενο, κάτι ξένο, κάτι σχεδόν ακατάλληλο και το στριμώχνει βίαια μέσα στο black metal μέχρι να γίνει ένα με αυτό. Eίναι ίσως η πιο τολμηρή και αποδιοργανωτικά συναρπαστική δουλειά του project και του ίδιου του Dillon μέχρι σήμερα. Το Excess του τίτλου είναι τόσο συνθετικό, όσο αισθητικό και νοηματικό. Ένας τίτλος που ταιριάζει γάντι στο σύνολο και στην υπερβολή που υπάρχει σε όλο το μήκος και πλάτος. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, ο δίσκος κάνει αισθητό το ύφος του... ή μάλλον καλύτερα την έλλειψη αυτού. Το "Dokonalé křišťálové město (Perfect Crystal City)" μοιάζει με μια διαστρεβλωμένη, διεστραμμένη εκδοχή των Prodigy. Είναι η τέλεια προετοιμασία για όσα θα ακολουθήσουν. Δεύτερο κομμάτι το "Křehký bůh (Fragile God)" με μια σχετικά καθαρή death metal αισθητική (grind στο κλείσιμο) με στροφή προς το dissonant και τις μελωδικές γραμμές. Περιέχει ένα από τα εκπληκτικότερα riffs για το 2025, κάτι ανάμεσα σε Ulcerate και Dead Congregation που δεν έχω σταματήσει να σκέφτομαι από όταν το πρωτοάκουσα. To "Kostely byly mrakodrapy (Churches Were the Skyscrapers)" που ακολουθεί, ανοίγει με οριεντάλ μοτίβα και φωνητικά, σχεδόν τελετουργικά, πριν ορμήσει μπροστά σε έναν στροβιλισμό ρυθμών που μοιάζουν με τσιγγάνικο γλέντι που κρύβει όμως ένα plot twist ανθρωποθυσίας. Είναι σαν να σε παίρνει από το χέρι μια λαϊκή, πανηγυρική μελωδία και, λίγο πριν αρχίσεις να χορεύεις στους ρυθμούς, σε σπρώχνει στο κέντρο ενός μακάβριου χορού. Το "Zpět ke kmenům (Back to the Tribes)" μεταφέρει το βάρος αλλού. Στην τέλεια ισορροπία ανάμεσα στη μελωδικότητα και την ολική καταστροφή. Το ξεκίνημά του, με τις αιθέριες, σχεδόν uplifting κιθαριστικές γραμμές που ακόμα έχουν κάποια υπολείμματα από την οριεντάλ προσέγγιση του προηγούμενου, μοιάζει να προετοιμάζει για κάτι λαμπερό. Όμως, στο δεύτερο μισό τα πάντα συνθλίβονται από μια σειρά καταστροφικών breakdowns. Στο "Mrtvola Jupitera (Corpse of Jupiter)" ο δίσκος αλλάζει ξανά δέρμα. Τιμώντας πλήρως τον τίτλο γυρνάει το ύφος σε ένα κοσμικό, ατμοσφαιρικό black metal, σαν να σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό για μια αστρική παρένθεση. Στο "Čelist utlačovatele k obrubníku (Jaw of the Oppressor to the Curb)" εγκαταλείπει κάθε λεπτότητα. Ένας ακόμα death metal οδοστρωτήρας, χωρίς αναστολές, χωρίς μεταφορές. Ωμό, δυναμικό, χοντρό σαν ατσάλι. Το ακροβατικό ύφος του δίσκου παίρνει εδώ μια βαθιά, γήινη ανάσα. Πως άλλωστε θα μπορούσες να πατήσεις το σαγόνι του καταπιεστή χωρίς βία; Δεν έχουν θέση οι ίσες αποστάσεις εδώ. Το "Znal jsem tě (I Knew You")" είναι ένα ακόμη highlight. Ανοίγει μια πόρτα ξανά σε κάτι εντελώς διαφορετικό, και δίνει μια post-punk αισθητική, σχεδόν χορευτική μέσα στο σκοτάδι της. Νιώθω κάπως σαν να περπατάω σε έναν στενό διάδρομο γεμάτο νεον φώτα ενώ κάτι απειλητικό με παρακολουθεί. Από την άλλη το "Dále zvenčí (Further from Outside)" σε σημεία ακούγεται σαν Slipknot αν τρίπαραν σε ecstasy και το κλείσιμο έρχεται με ένα κομμάτι σχεδόν hardcore. Το Přílišnost (Excess) είναι πιθανότατα ο πιο παράξενος black metal δίσκος της χρονιάς και αυτό είναι κομπλιμέντο. Θρασύς, δημιουργικός, πυρετικός, γεμάτος ρίσκο. Ακριβώς αυτό θέλουμε. Πάντα τέτοια.
Qrixkuor - The Womb of the World
Μιλώντας για υπερβατικό έδωσα στον εαυτό μου μια τέλεια πάσα για να μιλήσω για μια από τις πιο υπερβολικές και over the top μπάντες στον κόσμο. 4 κομμάτια σε 50 λεπτά είναι μια αρκετά καλή ένδειξη πως οι Qrixkuor χαρακτηρίζονται από μια συνθετική υπερβολή. Βέβαια αν σκεφτεί κανείς πως το Poison Palinopsia στην ίδια διάρκεια είχε μόνο δύο... μάλλον συγκρατημένους θα τους χαρακτήριζα στο 2025. Μην πω πουλημένους στην TikTok κουλτούρα του χαμηλού attention span. Προφανώς το dissonant black και death metal βρίσκονται σε ένα περίεργο σημείο το 2025. Οι κυκλοφορίες είναι αμέτρητες (σε αυτό το άρθρο ήδη αναφέρομαι σε 3) και είναι δύσκολο να βρεις μπάντες που προχωρούν πραγματικά μπροστά το ιδίωμα. Τι κάνει λοιπόν το The Womb of the World να ξεχωρίζει στην τρέχουσα, κορεσμένη σκηνή; Η απάντηση είναι Π Α Ρ Α Π Ο Λ Λ Α. Πρώτον, η τολμηρή συνθετική του προσέγγιση. Στον πυρήνα του δίσκου βρίσκονται δύο σταθερές. O S (κιθάρα, μπάσο, φωνητικά) και ο D (τύμπανα) που όμως γύρω τους περιστρέφεται η επονομαζόμενη The Orchestra of the Silent Stars που αναλαμβάνει όλες τις συμφωνικές και επιπλέον ενορχηστρώσεις. Η συνεργασία αυτή είναι ίσως η καλύτερη εκδοχή συμφωνικού death metal που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στην αγορά. Αυτός ο συνδυασμός προσθέτει μια ηχητική ταυτότητα που ισορροπεί ανάμεσα σε blackened death και σε μια κινηματογραφική απεικόνιση του τρόμου. Αυτό που σκεφτόμουν συνεχώς ακούγοντας αυτόν το δίσκο ήταν το πόσο ταιριαστός θα ήταν ως OST για το Nosferatu του Murnau. Η ένωση συμφωνικών στοιχείων με την βαρβαρότητα του extreme metal χωρίς να μοιάζει gimmick. Το αμιγώς συμφωνικό death metal είναι ένα από τα πιο στείρα είδη αυτή τη στιγμή δυστυχώς, με ελάχιστες μπάντες να καινοτομούν πραγματικά είτε γιατί δεν καταφέρνουν να κάνουν τα επιπλέον όργανα να μοιάζουν πραγματικό μέρος των συνθέσεων, είτε γιατί τα αφήνουν να πρωταγωνιστούν τόσο πολύ που θάβουν τις κιθάρες και μοιάζουν afterthought. Οι Qrixkuor λοιπόν εδώ τα χρησιμοποιούν σε απόλυτη αρμονία με τον όγκο και την καταστροφικότητα των βασικών οργάνων. Δένουν τέλεια με το βάθος των δυσαρμονιών, και σε αυτό βοηθάνε και οι μεγάλες διάρκειες και οι εκτενείς συνθέσεις που επιτρέπουν να ξεδυπλωθεί ορθά η αφηγηματική καμπύλη. Το opener "So Spoke the Silent Stars" ξεκινά με αργές, απλωμένες μελωδίες οι οποίες σταδιακά μετατρέπονται σε δριμύ, μητροπολιτικό σφυροκόπημα. Το μπάσο έχει έναν ρόλο σχεδόν αηδιαστικά υλικό, πιέζει, σαν παχύρρευστη μάζα λάσπης που ανοίγει δρόμο μέσα από την υπόλοιπη σύνθεση ενώ τα τύμπανα κυμαίνονται από τελετουργικά χτυπήματα μιας νοσηρής καρδιάς σε καταστροφικά blasts. Τα riffs μπορεί να μην κυριαρχούν όπως στον προκάτοχό του, γιατί είπαμε πως εδώ μοιάζονται ισόποσα το spotlight με τις συμφωνικές και dissonant εκρήξεις, όμως υπάρχουν αρκετές κορυφώσεις και σε αυτόν τον τομέα. Ειδικά όσα μου φέρνουν στο μυαλό τη death metal σκηνή της Στοκχόλμης. Στο "Slithering Serendipity" Η ατμόσφαιρα είναι ακόμα πιο ασφυκτική, ειδικά όταν αφήνεται σε μια κοσμογονική βιαιοπραγία. Σίγουρα το αγαπημένο μου κομμάτι στην ως τώρα σύντομη δισκογραφία τους. ο S. συνεχίζει να παραδίδει ένα από τα πιο inhuman vocal performances στο σύγχρονο extreme metal. Δεν ακούγεται σαν growl, περισσότερο σαν κάποιο αρχέγονο πλάσμα που βρυχάται σε κενό διάστημα και ακούμε την ηχώ του. To "And You Shall Know Perdition as Your Shrine" είναι άλλο ένα masterclass ατμοσφαιρικού και συμφωνικού death metal, με πραγματικά μεγαλειώδεις συνθέσεις και τα γυναικεία ουρλιαχτά της Jared από Adorior να δένουν άψογα σε αυτό το ηχητικό τερατουργημα. Ο δίσκος κλέινει με το ομότιτλο κομμάτι το οποίο δεν κάνει εκπτώσεις πουθενά. Μέσα σε 17 περίπου λεπτά ξετυλίγει τόσο την ατμοσφαιρική όσο και την οργανική μεγαλοπρέπει των Qrixkuor. Περνάει από όλα τα φάσματα και όλες τις ταχύτητες παραδίδωντας ένα μεγαλειώδες κλείσιμο που αρμόζει σε έναν εξίσου μεγαλειώδη δίσκο. Δεν μου αρέσει να το λέω, γιατί πολλές φορές το θεωρώ παπάτζα, αλλά πιστεύω πως το Womb of the World είναι ένας δίσκος που αναδυκνείεται σε κάθε επόμενη ακρόαση. Προσωπικά κάθε φορά ανακαλύπτω στρώματα που δεν είχα προσέξει και εκτιμώ βαθύτερα τον όγκο και την ατμόσφαιρα που χτίζει. Η δομή του είναι κυκλική και οι μελωδίες εμφανίζονται και εξαφανίζονται σαν φώτα μέσα στο βυθό. Ένας πραγματικά εκπληκτικός δίσκος που όσο τον ακούω τόσο περισσότερο μου αρέσει.









