Eννέα χρόνια μετά το Continuum, εκείνο το άλμπουμ-πυρηνικό αντιδραστήρα που έμοιαζε σαν να είχε ξεπηδήσει από κάποιο εργαστήριο του Tarkovsky λίγο πριν καταρρεύσει η "ζώνη" του τεχνολογικού και μεταφυσικού μυστηρίου του, ο Paul Jebanasam επιστρέφει εδώ σαν αρχιτέκτονας της techno-apocalypse, σαν κάποιος που γύρισε από μια μεγάλη έρημο με άδεια χέρια και γεμάτα μάτια.
Θυμάμαι ακόμη το Continuum να βρυχάται, να κατεβαίνει από τα ηχεία σαν χείμαρρος μαύρου φωτός, σαν ο Jebanasam να ήθελε να μετρήσει πόσο αντέχει το σώμα μας την υπερφόρτωση. Η Subtext Recordings, τότε, ήταν το μικρό ευαγγέλιο της πειραματικής ηλεκτρονικής που δεν φοβόταν να βάλει το καλώδιο στη λάθος πρίζα. Τώρα όμως; Τώρα μοιάζει σαν ο Jebanasam να έσκυψε προς τη Γη αντί να κοιτάζει τα hyperobjects της επιστήμης. Άλλαξε ο κόσμος ή άλλαξε εκείνος; Ίσως και τα δύο. Ίσως τίποτα.
Γιατί το mātr δεν είναι απλώς μια στροφή προς τα έγχορδα, το πιάνο, το ανθρώπινο άγγιγμα. Είναι ένας δίσκος που φέρεται σαν να μνημονεύει κάτι αρχαιότερο από εμάς: μια Μητέρα-Ύλη, μια προ-ανθρώπινη σιωπή, ή μια μετα-ανθρώπινη επιβίωση. Έχει τη γλυκύτητα της new age, αλλά όχι την αφέλεια. Έχει βάρος, εκείνο το υπόγειο βάρος που σου θυμίζει ότι ο δημιουργός του κάποτε έβαλε τη λέξη "συγχώνευση" στο λεξιλόγιο της electronica.
Τα κομμάτια κινούνται σαν γεωλογικές πλάκες: αργά, επιβλητικά, με μια αίσθηση ότι κάτω από την αρμονία υποβόσκει μια μνήμη καταστροφής. Και ναι, αν ήθελα να γίνω κακεντρεχής (γιατί και ποιος δεν θέλει κάποτε να γίνει με την νέα ambient;), θα έλεγα ότι η εισαγωγή εγχόρδων είναι ο πιο εύκολος τρόπος να δηλώσεις «ωρίμασα». Μόνο που εδώ δεν ακούγεται σαν επίδειξη. Ακούγεται σαν αναγκαιότητα, σαν να μην μπορεί να κλείσει αλλιώς ένα κεφάλαιο εννέα χρόνων.
Το οικολογικό υπόστρωμα του άλμπουμ δεν προσφέρεται ως ηθικολογία. Είναι περισσότερο μια μεταφυσική κόπωση, σαν τον Adorno της ύστερης περιόδου να ψιθυρίζει μέσα από ένα δάσος, δίπλα μας, που καίγεται αθόρυβα. Ο Jebanasam, άλλοτε ο συνθέτης της ασυγκράτητης επιτάχυνσης, τώρα μιλάει για το αντίθετο: επιβράδυνση, φθορά, σκόνη. Γι’ αυτό και το mātr λειτουργεί ως διάλογος με το Continuum: δύο άλμπουμ στα άκρα μιας ίδιας υπαρξιακής εξίσωσης.
Ας είμαστε, όμως, ειλικρινείς. Και άλλοι καλλιτέχνες του ίδιου πεδίου κινήθηκαν σε συγγενές τοπίο· όμως το δικό τους άνοιγμα προς το ανθρώπινο στοιχείο έμοιαζε σαν να είχε ήδη χαρτογραφήσει ένα μεγαλύτερο κομμάτι της ερήμου. Το mātr διαρκεί μόλις μισή ώρα· είναι όμορφο, στιβαρό, συγκινητικά σμιλεμένο, αλλά δύσκολα κρύβει την αμηχανία που αφήνουν εννέα χρόνια σιωπής. Δεν αποτυγχάνει. Απλώς μοιάζει να κρατάει την αναπνοή του ακόμη.
Ωστόσο, όσο κι αν θέλω να παίξω τον κυνικό, υπάρχει κάτι στο mātr που επιστρέφει ξανά και ξανά σαν κύμα: μια αίσθηση βαθιάς ταπεινότητας. Σαν ο Jebanasam να παραδέχεται ότι το μέλλον, και η ευθύνη του ανθρώπου μέσα σε αυτό, δεν λύνεται με sub-bass που ρίχνουν τοίχους, αλλά με την επίμονη, σχεδόν τρυφερή, αναμέτρηση με τη μνήμη της ύλης.
Δεν ξέρω αν είναι το άλμπουμ που περίμενε η ambient κοινότητα. Ξέρω όμως ότι είναι το άλμπουμ που μπορεί να βγάλει κάποιος που κοίταξε το χάος στα μάτια στην ηλικία των τριάντα, και τώρα στα σαράντα το κοιτάζει σαν έναν παλιό γνώριμο. Και αυτό, αν μη τι άλλο, θέλει θάρρος.









