Λέγεται πως ο John Coltrane είπε κάποτε για τον McCoy: «O Tyner παίζει διάφορα στο πιάνο, πράγματα που δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι». Είναι χρήσιμη ρήση, κυρίως για όσους τρέφονται από τα στερεότυπα, για εκείνους που έχουν ορίσει τους ρόλους και τις αξίες, για τους μονοδιάστατους φιλισταίους. Ως εκ τούτου, είναι πολλές οι αφοριστικές φορές που θα έχετε ακούσει για τον μετα-Garland βασικό συμπαραστάτη του σαξοφωνίστα πως επρόκειτο για ένα μαθητούδι, ένα συμπλήρωμα β’ αντρικού στην υπόθεση του Trane. Ο κοντραμπασίστας Christian McBride τα ξέρει καλύτερα, για αυτό και έγραψε “He was not just John Coltrane’s pianist” με αφορμή το προ πενταετίας φευγιό του πιανίστα από τη Philadelphia, σε ηλικία 81 ετών.
Σας μιλώ για τον McCoy Tyner, αφενός λόγω ημερολογιακής συγκυρίας μιας και γεννήθηκε έναν άλλο Δεκέμβρη του 1938, αφετέρου γιατί στο Δεκέμβριο τρέχοντος, κυκλοφορεί ένας εγχώριος δίσκος με εναρκτήρια αφιέρωση σε εκείνον. Πρόκειται για το lp Woven, τρίτο στούντιο για τους Yako Trio (Λέανδρος Πασιάς στο πιάνο, Βαγγέλης Βραχνός στο κοντραμπάσο και Γιώργος Κλουντζός-Χρυσίδης στα τύμπανα) όπου αυτή τη φορά συμπράττουν με τους Χάρη Λαμπράκη στο νέι και James Wylie στο σαξόφωνο. Κουιντέτο λοιπόν και “Mr.McCoy” το πρώτο θέμα, κυκλωτικά δυναμικό, με χτίσιμο κι επιστροφή (με τα “Inception” και “Contemporary Focus” του ίδιου του Tyner να με τριβελίζουν καθώς το ακούω), όμως ας δούμε συνοπτικά δυο-τρια πράγματα για την περίπτωση των Yako Trio, κυρίως για να φανώ στη συνέχεια περισσότερο πειστικός σε αυτό που φρονώ πως αναδεικνύεται στην περίπτωση τους.
Το τρίο έχει ήδη παραδώσει μια αφιέρωση στο Γιάννη Κωνσταντινίδη (παράλληλα με την ονοματοδοσία τους), καθώς και το OdesSea στην πνευστή συμπράξη με τους James Wylie και Nicolas Masson. Επομένως το εξερευνητικό/ταυτοτικό χούι περί παράδοσης, ελληνικότητας, Βαλκανίων, και προφανώς των αφροκεντρικών εκβολών είτε προς τις ΗΠΑ είτε εντός της μαύρης ηπείρου, είναι μέλημα της παρέας, και παραμένει κι εδώ, στις modal-ίστικες και μη εκδοχές του. Το επισημαίνω και το συνδέω με τον Tyner, διότι κι εκείνος σε πολλούς και πολλά είχε ενσκήψει, προτού φτάσει στο «επείγον» της αποσύνθεσης και της ανασύνθεσης της φόρμας. Άλλο δρόμο τουλάχιστον δε βλέπω, μιας και οι παγίδες με τα παντρέματα (σαράκι αοριστολογίας για τα χ/ψ Peterson-ικά bangers της νέας σκηνής) καραδοκούν ως συμπτώματα ύφους παρά ουσίας. Όπως λέει σχηματικά κι ένας φίλος μουσικός της εγχώριας jazz πραγματικότητας: «Πρέπει να ξέρεις να φτιάχνεις κανονικό παστίτσιο, πριν αρχίσεις να το αποδομείς».
Παρεκτρέπομαι και πλατειάζω, όμως μοιάζουν συντριπτικές οι γενικόλογες ασκήσεις ύφους, εν απουσία συνθέσεων, κάτι που δε συμβαίνει στην περίπτωση του Woven, στο οποίο επανήλθα χάρη στην προακρόαση της Fair Weather Friends Records αρκετές φορές, και μάλιστα ανάμεσα στο ξεψάχνισμα των διάφορων διεθνών λιστών με τα καλύτερα jazz της χρονιάς. Στις οποίες δε φιγουράρει, διότι απλούστατα δεν έχει ακόμη θέση ως προς ώρας ακυκλοφόρητο, μα και γιατί θα «χαντακωθεί» ως είθισται να συμβαίνει με τις δεκεμβριανές κυκλοφορίες. Ειδάλλως, στα αυτιά μου ηχεί, ανάμεσα σε πολλά άλλα στη σημερινή συγκυρία, ως εκτυφλωτική εξαίρεση.
Οι συνθέσεις των Πασιά (Mr. McCoy, Klountzoa, Impromptu, Myrtilo), Βραχνού (Ghostly Wind, Sweet Lotus) και Κλουντζού (Speaking Voice), τα επτά θέματα των Yako Trio κουμπώνουν στους τρόπους των Λαμπράκη και Wylie, εμπλουτίζονται ως δομημένα τζαμαρίσματα, είναι διάλογοι χωρίς διλήμματα, μα και χωρίς δόγματα. Και το fusion κοιτούν δίχως βολικά τεχνάσματα, και πορεύονται χωρίς καμία αμηχανία απέναντι στις επικρεμάμενες spiritual ή ecm-ικές ευκολίες.
Πιστέψτε με, έχει ζουμί η δουλειά των Yako Trio. Σκεφτείτε πως, ακόμη και στο φινάλε του “Sweet Lotus”, εντός λιτής «παιδικότητας» καταπώς λένε, ντριπλάρουν εκτός της τυποποίησης ενός commercial contemporary δυναμισμού, κι επιλέγουν να κλείσουν εσωτερικά. Καθώς η ταυτότητα τους ωριμάζει, το μόνο σίγουρο είναι πως έχουν ακόμη πολλά να πουν και ακόμη περισσότερα να κατακτήσουν.









