Headquake – The Weight of Forever

Μετά από δέκα χρόνια σιωπής, οι Headquake επιστρέφουν με μια δήλωση βάρους, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το "The Weight of Forever" μπορεί αρχικά (ή φαινομενικά) να φαίνεται σαν άλμπουμ comeback, αλλά ουσιαστικά είναι σαν να άνοιξε μια παλιά ρωγμή στο έδαφος της Αθήνας και να ξαναβγήκε στην επιφάνεια μια μπάντα που δεν είχε τελειώσει ποτέ πραγματικά αυτό που ξεκίνησε. Από την πρώτη κιόλας ακρόαση, γίνεται ξεκάθαρο ότι δεν μιλάμε για μια νοσταλγική επανάληψη του Into the Spiral (2014), ενός δίσκου που είχε σφραγίσει τη θέση τους στο ελληνικό heavy underground, γιατί αυτός εδώ μοιάζει να ζητά κάτι πιο απαιτητικό: να σταθεί απέναντι στο χρόνο, βασικά χωρίς να φοβηθεί την ηλικία του ή την εποχή που επέστρεψε.

Οι κιθάρες είναι συνθλιπτικές, αλλά όχι θορυβώδεις για χάρη του θεάματος. Είναι βαριές με τρόπο υπαρξιακό, μετρημένο και πολύ καλοδουμένο, σαν riffs που γράφτηκαν πάνω στη σπονδυλική (rhythm section) στήλη της μπάντας. Τα grooves του Μπάμπη Δαλίδη έχουν εκείνη την παλιά δυναμική, μια σχεδόν grunge υφή, όμως η παραγωγή τα θολώνει και τα αφήνει λίγο πίσω, τους αφαιρεί μια καθαρότητα που αν την είχαν θα ξεχώριζε το γενικό σύνολο (και όχι μόνο σε local επίπεδο), γιατί κάπου εκεί, ανάμεσα στο stoner και στο doom, υπάρχει μια ρυθμική ανάσα που θυμίζει ένα punk θράσος: κάποιες μικρές εκρήξεις που σπάνε τη μονολιθικότητα και δίνουν στον δίσκο μια απροσδόκητη ορμή. Και αυτή δυστυχώς, εκεί που χρειάζεται να πατήσει γκάζι, είναι σαν να κρατιέται από το χειρόφρενο την τελευταία στιγμή. Για παράδειγμα, εκεί που το "World as a Whole" είναι έτοιμο να απογειωθεί, η μίξη το μαζεύει πίσω, σαν κάποιος να φοβάται μήπως ξεχειλώσει το φορτίο. Kαι για να εξηγηθούμε, όταν μιλάμε για την παραγωγή, δεν μιλάμε για λάθος, μιλάμε για μια πιθανή χαμένη ευκαιρία. Γιατί όταν ο Δαλίδης αφήνεται πλήρως στο forward momentum του (κάτω από το ψυχεδελικό κιθαριστικό σόλο στο έκτο λεπτό του track), το αποτέλεσμα δείχνει τι θα μπορούσε να είναι ο δίσκος σε όλο του το εύρος: όχι απλώς στιβαρός, αλλά ανελέητα επιθετικός και ταξιδιάρικος, με εκείνο το αρπακτικό ένστικτο που κάνει έναν heavy-rock ήχο να μην ακούγεται "καλός", αλλά αναγκαίος.

Κι έτσι, υπάρχει μια παράξενη αντίθεση: η μπάντα έχει ωριμάσει, τα riffs έχουν βάρος, η πρόθεση είναι ξεκάθαρη, αλλά η παραγωγή λειτουργεί σαν λεπτό πέπλο, σαν ένα φίλτρο που αντί να προστατεύσει, εξευγενίζει κάτι που δεν χρειάζεται εξευγενισμό. Και το φίλτρο αυτό, δυστυχώς, έχει πέσει πάνω και στη φωνή του Κώστα Ντάλλα, γιατί όταν ακούς το "Release Me" είναι σαν να βλέπεις μια γροθιά πίσω από τζάμι της τηλεόρασης: ναι, νιώθεις τη δύναμη, αλλά δεν τη δέχεσαι ποτέ ολόκληρη. Κι αυτό είναι κρίμα, γιατί ο Ντάλλας περισσότερο σκίζεται, χώνει, επιτίθεται, παρά τραγουδάει. Η φωνή του έχει εκείνη τη σπασμένη, ανθρώπινη υφή που δεν χρειάζεται καμία γυαλάδα για να σταθεί. Όταν την πιέζεις προς τα πίσω στη μίξη, της αφαιρείς το βασικό της όπλο: την άμεση επαφή. Στο "Release Me" ειδικά, νιώθεις πως το κομμάτι ζητάει να σε γραπώσει από τον γιακά, αλλά η παραγωγή το κρατάει σε απόσταση ασφαλείας, σαν να υπάρχει ένας αόρατος κανόνας που λέει «ας μην το πατήσουμε μέχρι το τέλος». Κι αυτό δημιουργεί μια παράδοξη συνθήκη: η μπάντα είναι πιο έτοιμη από ποτέ να δαγκώσει, αλλά ο ήχος της μοιάζει σαν να φοβάται μην σπάσουν τα δόντια της.

Πέρα από τα τεχνικές (και ξαναλέω καθαρά υποκειμενικές παρατηρήσεις), όμως, το "The Weight of Forever" κουβαλάει κάτι παράξενο σαν οντότητα: μια τραχύτητα, που ξεχωρίζει – ειδικά και πιο φανερά στο χορδικό έργο των Θανάση Μπανάσιου (κιθάρες) και Γαβριήλ Ρεμούνδου (μπάσο) – όχι λόγω της έντασης, αλλά εξαιτίας της βαρύτητας, με μια φωνή ραγισμένη που κουβαλάει μια χωρίς θεατρινισμούς απελπισία, η οποία δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει, αλλά να παραμείνει όρθια, και αυτό το κάνει πιο αληθινό από οποιοδήποτε growl ή distortion θα μπορούσε να προστεθεί. Είναι δίσκος ανθρώπων που ωρίμασαν χωρίς να μαλακώσουν και το βάρος του rock 'n' roll εδώ δεν είναι πόζα, αλλά εμπειρία, κάτι που ακούγεται σε κάθε break, σε κάθε riff που δεν ψάχνει κορύφωση αλλά επιμονή. Και εκεί ίσως το ρυθμικό μοτίβο να λειτουργεί καλύτερα σαν παλμός αντοχής: σε παρασύρει σε εκείνη την παράξενη, υπόγεια κατάσταση όπου η μουσική δεν σε ανεβάζει μόνο, αλλά σε κρατάει κιόλας.

Και δεν είναι όλα «σκοτάδι» και «βάρος». Υπάρχουν στιγμές, όπως το καταιγιστικό και εξαιρετικό τελευταίο κομμάτι "Lives Collide" όπου η μπάντα αφήνει χώρο, σαν να παραδέχεται ότι η δύναμη δεν βρίσκεται μόνο στο σφίξιμο, αλλά και στο άφημα. Αυτές οι αναπνοές και τα σπασίματα, κάνουν το σύνολο να χτυπά πιο βαθιά και πιο κάτω από τα αυτιά, στο στήθος. Έτσι, για μια σκηνή που συχνά εγκλωβίζεται σε ανακυκλώσεις, οι Headquake επιστρέφουν με κάτι σπάνιο: ειλικρίνεια χωρίς άγχος εντυπωσιασμού. Δεν κυνηγούν να αποδείξουν ότι «είναι ακόμη εδώ», απλώς μοιάζουν να λένε πως ήταν πάντα.

Και αν αυτός είναι ο ήχος της επιστροφής τους, τότε το πιο ενδιαφέρον δεν είναι τι κουβαλούν από τις παλιές μέρες, αλλά τι ετοιμάζονται να αφήσουν πίσω τους. Και το "βάρος του για πάντα" ακούγεται σαν μια υπόσχεση που δεν έχει ειπωθεί ακόμη μέχρι το τέλος...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured