Το Station On The Hill των Computer δεν σου δίνει χρόνο να καθίσεις αναπαυτικά, να «πιάσεις το concept», να κάνεις scroll, να μάθεις τι γίνεται, ποιοι είναι (υπάρχουν μερικές χιλιάδες καλλιτέχνες και μπάντες με τη λέξη "computer" στο όνομά τους), να μπορέσεις, βρε παιδί μου, να βάλεις μια ταμπέλα που λέει ο λόγος. Σε αρπάζει από τα μούτρα και σε πετάει κατευθείαν μέσα στον θόρυβο. Χωρίς intro, χωρίς επεξηγήσεις, χωρίς ασφαλή απόσταση. Είναι ένας δίσκος που αρνείται πεισματικά να γίνει «περιεχόμενο» και λειτουργεί περισσότερο σαν εμπειρία: αγχωτική, ασφυκτική, ειλικρινής. Πριν προλάβεις να αποφασίσεις αν σου αρέσει, έχει ήδη κάνει αυτό που ήθελε, σε έχει βγάλει από την όποια ζώνη άνεσης κάθεσαι και σε έχει αναγκάσει να ακούσεις, και όχι απλά να καταναλώσεις.
Οι Computer (ένα noise-rock επταμελές τέρας από το Βανκούβερ) γράφουν ως επί το πλείστον για την ψηφιακή αποξένωση. Επίσης, την ενσαρκώνουν μια χαρά στον ηχητικό καμβά τους. Στο Station On The Hill η ζωή είναι ένα ενιαίο loop: δουλειά, πάρτι, social δραστηριότητες, άγχος, φιλοδοξία, διάλυση. Όλα στο ίδιο background noise. Στο "Weird New Vocation", κάπου στην μέση του άλμπουμ, ο Ben Lock περιγράφει μια «κανονική» δουλειά με κοστούμια, παπούτσια και υλικά ανταλλάγματα που υποτίθεται ότι σε φτιάχνουν. Spoiler: δεν σε φτιάχνουν. Το mantra καταρρέει από ένα «νιώθω καλύτερα» σε ένα πιο αγνό «θέλω να νιώσω καλύτερα» και τελικά σε ένα απλό, γυμνό «θέλω να νιώσω». Και μετά το κομμάτι αυτοκτονεί ηχητικά, σαν όλα τα όργανα να κατρακυλάνε από τις σκάλες. Τίμιο.
Μουσικά, το άλμπουμ είναι ένα τσιμεντένιο μπλέντερ από post-punk, hardcore, math rock, με απρόσμενα ξεσπάσματα πνευστών και μια σαφή συγγένεια με την early-era των Black Country, New Road, αλλά σε καμία περίπτωση ως αντιγραφή, μόνο δείγμα μιας κοινής νεύρωσης. Γι' αυτό δεν υπάρχει χώρος για καμιά ανάσα. Ακόμα και τα «ήσυχα» σημεία είναι βασανιστικά. Το "The Bells", ένα σύντομο interlude με παραμορφωμένη ομιλία από κάποια χαμένη κασέτα και στοιχειωμένες συγχορδίες, λειτουργεί σαν διάδρομος αναμονής πριν το μεγάλο breakdown.
Στο "I’ll Follow" οι Computer κάνουν κάτι ακόμα πιο άβολο: συγκρατούνται. Ένα μονότονο και ιδιαίτερα ξεχωριστό riff επαναλαμβάνεται εμμονικά, τα τύμπανα γίνονται όλο και πιο μεταλλικά, και η λέξη "follow" μεταλλάσσεται σε "fall low". Και αυτή είναι η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι η αυτοπειθαρχία μπορεί να είναι πιο τρομακτική από τον αγνό θόρυβο και την ωμή οργή, με το σαξόφωνο στο τέλος να σε καταπίνει – κυριλοεκτικά.
Ο Lock έχει το χάρισμα να γεννάει μεγάλες υπαρξιακές κρίσεις από μικρές φράσεις. Στο "The Picture" επαναλαμβάνει το «I’ll say to myself» σαν κάποιον που προσπαθεί να αναπνεύσει ή να σταθεί στα πόδια του στη μέση μιας κρίσης πανικού. Στο υπέροχο glitch-punk "Dissolution Use" πετάει τον τίτλο σαν filler, σαν να μιλάει ενώ έχει ήδη φύγει ή έχει "ανέβει" πνευματικά. Και κάθε φορά που νομίζεις ότι το κομμάτι θα σταθεροποιηθεί, όλα καταρρέουν ξανά κάτω από το βάρος του χτυπήματος μιας θεϊκής βαριοπούλας.
Επτά μουσικοί, καμία οικονομία: bongos που χτυπάνε κούφια, σαξόφωνα που ουρλιάζουν, κιθάρες που στάζουν λάσπη, drones που απλώνονται σαν μόνιμη ημικρανία. Το εννιάμισι λεπτών title track που κλείνει το άλμπουμ είναι ένα slow-burner ψυχολογικής φθοράς που χτίζεται, εξαφανίζεται και επιστρέφει, χωρίς κάθαρση, μόνο με μια ανάμνηση που πονάει. Γι' αυτό λέμε πώς δεν είναι ένας δίσκος για "background listening", αφού με το που τον βάζεις να παίξει σε «καταναλώνει» αμέσως.
Το Station On The Hill είναι ένα τρομακτικά δυνατό ντεμπούτο. Με το punk attitude όχι ως στιλ, αλλά ως στάση γνώριμη και σταθερή, χωρίς παρηγοριά, χωρίς λύσεις, και εννοείται χωρίς κανένα happy end. Θα έλεγα ότι είναι ένα από αυτά τα άλμπουμ που ακούγοται σαν συλλογικό αίσθημα της Gen-Z, με την έννοια πως ο κόσμος μπορεί να είναι γεμάτος πληροφορία, ήχο και κίνηση, αλλά τελικά κάπου εκεί μέσα χάνεται αργά η ιδέα μιας ήρεμης, αγαπημένης ζωής. Κι αν όλο αυτό σου φαίνεται υπερβολικό, βάλε απλώς το play. Οι Computer δεν θέλουν να τους πιστέψεις. Σου ζητάνε απλά να αντέξεις. Αυτό που ζεις κι αυτό που ακούς.









