Υπάρχουν μικρές γωνιές στην Ιταλία που δεν θυμίζουν Dolce Vita ή ηλιοβασιλέματα στο Salento. Kι εκεί ζει μια άλλη Ιταλία: η επίπεδη, ομιχλώδης, ξεραμένη από το καλοκαίρι και παγωμένη από τον χειμώνα. Η Ιταλία των επαρχιών, των μικρών πόλεων που δεν αλλάζουν ποτέ, των βιομηχανικών φαντασμάτων, των μπαρ όπου παίζουν πάντα τα ίδια τρία τραγούδια. Κι όμως, εκεί, μέσα σ’ αυτό το τίποτα που δεν το πολυδιαφημίζει κανένας, κάτι συμβαίνει.
Για έναν περίεργο λόγο, οι πιο εκρηκτικές νέες ιταλικές μπάντες έρχονται από τα περιθώρια. Από υπόγεια, γκαράζ και κρύες αποθήκες που μυρίζουν λάδι και ομίχλη. Είναι συγκροτήματα που δεν περιμένουν την έγκριση κανενός: χτίζουν τον ήχο τους όπως χτίζεις μια μυστική ταυτότητα, με εμμονή, λεπτομέρεια και μια πολύ καλή δόση τρέλας. Από τον περήφανα προβληματικό κόσμο των Discomostro μέχρι τα επαρχιακά σύμπαντα των Bee Bee Sea και τις μεταλλαγμένες, υβριδικές φιγούρες τύπου Teo Wise και το ωμό punk του Jacket Burner, αυτή η νέα γενιά γκρεμίζει τα στερεότυπα για το τι σημαίνει νέα «ιταλική μουσική». Γιατί εδώ η Ιταλία δεν θέλει να είναι μέρος του glamour, αλλά μέρος της αλήθειας. Κι αυτό την κάνει πιο συναρπαστική από ποτέ.
Jacket Burner – Eat Shit + Die (Goodbye Boozy, 2025)
Ο τύπος πίσω από το project εμφανίζεται με passamontagna (κοινώς fullface), γυμνό στέρνο και μια αλυσίδα στο χέρι (όχι συμβολικά, κυριολεκτικά) και μοιάζει σαν να θέλει να αναβιώσει τον πιο διεστραμμένο παρακλάδι του rock 'n' roll. Στα χαρτιά λέγεται V. Fiera, κάπου από το Teramo κρατάει η σκούφια του, αλλά ό,τι κι αν γράφει η ληξιαρχική πράξη γέννησής του, το μόνο που μετράει είναι πως ο ήχος του ανοίγεται προς όλες τις κατευθύνσεις: στους δρόμους, στα δωμάτια, στα ψηλά και τα χαμηλά, στα υπόγεια, αλλά περισσότερο στο ιδρωμένο πάτωμα ενός καταγώγιου που μυρίζει μπύρα και αίμα.
Δέκα κομμάτια σε δεκαπέντε λεπτά. Καθόλου χρόνος για ανάσα. Μπόλικος χρόνος για ζημιές. Το άλμπουμ ξεκινάει με το "Deadbeat Dad", μια σπρωξιά στην πλάτη που σε ρίχνει με φόρα στον τοίχο. Εκεί συναντάς την ορμή των Slaughter & The Dogs , αλλά μπλεγμένη με το rockabilly των Kennedys και το νευρικό τσίτωμα των Agent Orange. Η μουσική του Jacket Burner δεν είναι περίτεχνη, ούτε θέλει να κερδίσει πόντους με «εξυπνάδες». Είναι πρωτόγονη, άμεση, ανεβάζει παλμούς στο λεπτό και σου σκάει στο σαγόνι και τη νιώθεις μέχρι τα έντερα.
Το title track ανεβάζει τη σκληρότητα στα κόκκινα. Η φωνή του Fiera σπάει σαν σχοινί που κρατάει υπερβολικό βάρος. Στο "Rewire My Brain" ακούμε παλαμάκια από τα 50s, λες κι ένα rockabilly φάντασμα μπήκε στο mastering room και είναι έτοιμο να σε καρφώσει με κοφτερό βλέμμα Elvis. Το "Cesspool" μοιάζει με μεταλλαγμένο garage anthem: κιθάρες που λάμπουν από βρωμιά, ρυθμοί που θυμίζουν ότι το rock’n’roll κάποτε σήμαινε ιδρώτα, όχι playlists. Και όσο προχωράς, τόσο συνειδητοποιείς πως ο Jacket Burner δεν παίζει κάποιο μεταμοντέρνο παιχνίδι. Απλώς σκάβει στον πυρήνα της μουσικής που κάποτε μπορεί να αγάπησε και με βάση αυτά φτιάχνει κάτι φρέσκο και βίαιο, κάτι που μοιάζει να έχει βγει από κατακόμβη όπου το punk ακόμη ζει, καπνίζει και βγάζει τα αληθινά σωθικά του.
Το Eat Shit + Die κυκλοφορεί από την Goodbye Boozy, μια εταιρεία που ποτέ δεν παίζει safe και που εδώ βρίσκει ακόμη ένα άλμπουμ για να το πετάξει στον κόσμο σαν μολότοφ. Το LP καίγεται γρήγορα, αλλά δεν αφήνει στάχτες. Κάθε ακρόαση μοιάζει σαν να γεννιέται ξανά από τις φλόγες, ακόμη πιο άγρια, ακόμη πιο έντονη. Και κάπως έτσι, ο Jacket Burner καταφέρνει το αδύνατο: να κάνει το rock 'n' roll να ακούγεται ξανά επικίνδυνο. Να θυμίζει γιατί κάποτε το φοβόντουσαν οι γονείς, τα σχολεία, οι παπάδες και... οι χορηγοί.
Δεκαπέντε λεπτά. Δέκα τραγούδια. Μια γροθιά στο πρόσωπο. Και το μόνο που θέλεις μετά είναι άλλη μία από πάνω.
Βαθμολογία: 7
Teo Wise – Fermo O Sparo! (Turbo Discos, 2025)
O Teo Wise εμφανίζεται σαν φάντασμα από έναν άλλον κόσμο: με ρίζες ως Ιταλός καουμπόης από την Acquafredda, κατέληξε ανατολικογερμανός punk εξορκιστής, στη Λειψία, εκεί όπου το είδος έγινε θρησκεία και το DIY είναι πιο ιερό κι από εκκλησία. Το νέο του άλμπουμ, Fermo O Sparo! (Turbo Discos, Απρίλιος 2025), είναι ένα παράξενο, υπέροχο τέρας. Ένα spaghetti western egg punk παραλήρημα που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν βλέπεις ταινία ή αν κάποιος σου έσκασε έναν VHS καρουζέλ μέσα στα αυτιά. Για να είμαστε δίκαιοι, αν τον ψάξεις, ο Teo Wise πάντα έπαιζε με τις ταυτότητές του. Από το Col Cane EP του 2018, έδειχνε ότι ο εγκέφαλός του λειτουργεί στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο garage, το trash και το καρτουνίστικο punk. Αλλά εδώ… εδώ ξεφεύγει. Το Fermo O Sparo! είναι δομημένο σαν ταινία: intro που ανοίγει σαν νυχτερινό saloon, μικρά instrumental περάσματα που μοιάζουν με σκηνές ανάσας πριν την επόμενη μονομαχία, και μια αφήγηση που χτίζεται χωρίς να χρειάζεται να καταλαβαίνεις τα ιταλικά. Το vibe σε καθοδηγεί από μόνο του.
Ο ήχος; Σαν να έδεσες όποιον παλιό πάνκη βρίσκεις ζωντανό ακόμα σε μια καρότσα φορτηγού, τους πήγες στη Ρώμη, τους πότισες φθηνό amaro, και τους έβαλες να ηχογραφήσουν το soundtrack για μια ταινία που δεν θα γυριστεί ποτέ. Τα ιταλικά φωνητικά του δίνουν μια υφή σχεδόν αισθητηριακή. Ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνεις τίποτα, κομμάτια σαν τα "La Paura" και "Non Importa", μοιάζουν να συμπυκνώνουν τη λογική όλου του δίσκου: κινηματογραφικό χαβαλέ, coolness χωρίς καμία προσπάθεια, ένα σύμπαν όπου όλα είναι λίγο κωμικά, λίγο επικά, λίγο θρασύτατα.
Αν δεις τα videos του Teo Wise, η οπτική ολοκληρώνει τον ήχο: Ιταλικός ήλιος μέσα σε ανατολικογερμανικό τοπίο, κάτι μεταξύ Sergio Leone και Burger Records, μόνο που φιλτράρεται από μια psyche χρωματική παραίσθηση. Μια παράξενη ζωή, ένα παράξενο όνειρο: σαν να θέλεις να χορέψεις με cowboy hat στην ακτή της Καλαβρίας, την ώρα που από πίσω δυναμώνει η υγρασία και η πόλη μοιάζει πιο ξένη από ποτέ. Συστήνεται ανεπιφύλακτα. Βάλε το όταν έχει καλό καιρό και θα λάμψει σαν neon πάνω σε άμμο. Βάλε το όμως σε μουντά, γκρίζα απογεύματα και θα κόψει τη θολούρα σαν μαχαίρι. Είναι Δεκέμβρος κι ακόμη το έχω στο repeat. Γιατί; Κάποια πράγματα δεν χρειάζεται να τα εξηγείς. Τα ζεις.
Βαθμολογία: 7
DiscoMostro – Oh No! (Professional Punkers, 2025)
Οι DiscoMostro από το Μιλάνο λειτουργούν από το 2016 σαν ένα τέρας που έζησε τόσο καιρό στις σκιές του hardcore και όταν βγαίνει στο φως, χαμογελάει με εκείνο το στραβό, ύποπτο χαμόγελο που σε προειδοποιεί πως το παιχνίδι μόλις άρχισε.
Στο Oh No!, οι DiscoNostro κάνουν κάτι σχεδόν ασεβές: αποκτούν χειρουργική ακρίβεια. Το τέρας έχει πια ταυτότητα, ύφος, συνοχή. Ένα punk σμιλεμένο, λιτό, κρυστάλλινο, χωρίς το παλιό χάος, αλλά με κάτι πιο επικίνδυνο: αυτοκυριαρχία. Κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Το τέρας δεν είναι πια απέναντί σου πια. Είναι δίπλα σου. Και όλη η οργή του παρελθόντος παραμένει χαραγμένη στα χέρια της μπάντας, όμως στις δώδεκα συνθέσεις η ορμή πειθαρχεί, φιλτράρεται, μετατρέπεται σε ένα λυρικό ξυράφι. Στο "1996" καπνίζει σιωπηλά μαζί με κάποιον που δεν τολμά να κοιτάξει στα μάτια, όχι από ντροπή, αλλά από φόβο. Στο "Peperoni" γίνονται πιο σοφοί, παίζουν και με vocoder, για να αποκτήσει λίγη περισσότερη αυτογνωσία από όση θα ‘πρεπε να έχει ένα πλάσμα με νύχια.
Το πραγματικό manifesto του άλμπουμ, όμως, είναι η "Giada". Ένα απελπισμένο τραγούδι με κεφαλαίο Τ. Χωρίς περιστροφές, χωρίς σκόνη, χωρίς μάσκες. Εκεί η μπάντα αποκαλύπτεται σαν κάτι εύθραυστο, σχεδόν όμορφο, σχεδόν φωτεινό, και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο, σε καταπίνει. Και μετά έρχεται το "Cactus", μια ωμή επίθεση στην ιδέα της ευθύνης, της γονεϊκότητας, της ύπαρξης. Οι DiscoNostro ξέρουν να φτιάχνουν το σώμα τους. Την ιστορία μιας τρομακτικής ντίσκο μάζας που ενσαρκώνει ολόκληρη τη σχολή του ιταλικού punk-hardcore, από τις κατακόμβες των 80s μέχρι την ωριμότητα ενός συγκροτήματος που ξέρει πια τι κάνει και γιατί το κάνει.
Και για αυτό το Oh No! δεν είναι απλώς «καλό». Δεν είναι καν «κορυφαίο». Αλλά είναι ήδη κλασικό, σχεδόν από κακία.
Βαθμολογία: 6
Bee Bee Sea – Stanzini Can Be Allright (Wild Honey Records, 2025)
Το Stanzini Can Be Allright των Bee Bee Sea κουβαλάει πάνω του ολόκληρη τη μυρωδιά του τόπου που το γέννησε, την υγρασία, τη σκόνη, την πλήξη και την όποια παρηγορία της κοιλάδας του Πάδου, εκείνο το αχανές, επίπεδο τίποτα με τους χειμώνες βουτηγμένους στην ομίχλη και τα καλοκαίρια που σε ψήνουν ζωντανό. Το ιταλικό Midwest, δηλαδή. Ή τέλος πάντων μια εκδοχή του.
Η αφορμή; Ένα τραγούδι των Gizmos, το "Midwest Can Be Allright", κι ένα λογότυπο που μεταμορφώθηκε σε φόρο τιμής. Αλλά η πραγματική πυροδότηση είναι αλλού: στη συνειδητοποίηση ότι η επαρχία, η απομόνωση, το «πουθενά» μπορούν να γεννήσουν δημιουργία ακριβώς επειδή δεν σου δίνουν τίποτα έτοιμο. Αυτό έκαναν οι Gizmos από το 1976 μέχρι το 1978 στην Ιντιάνα, αυτήν τη άλλη μαύρη τρύπα του χάρτη που τους ανάγκασε να εφεύρουν κάτι δικό τους. Κάπως έτσι, κι ας μην το είπαν δυνατά, το ένιωσαν κι οι Bee Bee Sea. Κι από αυτή την ανάγκη γεννήθηκε όπως λένε το Stanzini Can Be Allright σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν. Ένα γκαράζ μεταμορφωμένο σε στούντιο-καταφύγιο, ένα σημείο στον χάρτη που αποφάσισε ότι δεν χρειάζεται να περιμένει την έγκριση από μια μητρόπολη για να γεννήσει τη δική του μυθολογία.
Το άλμπουμ έχει 12 κομμάτια σαν μικρά διηγήματα: ιστορίες ανθρώπων που ζουν εκεί, ιστορίες θέσεων που «δεν έχουν τίποτα», ιστορίες μικρών θριάμβων και βαρετών ημερών. Αν οι Gizmos πρόσφεραν το πνεύμα, το Stanzini Can Be Allright πάει πολύ πιο πέρα. Ναι, η βάση είναι garage punk, αλλά η μπάντα ανοίγει τον ήχο της σαν χαρταετό που αψηφά τη νηνεμία. Egg punk, Guided By Voices, Sweeping Promises, Cleaners From Venus, όλα περνούν μέσα από αυτό το φίλτρο της επαρχιακής εμμονής στη μελωδία. Κι εδώ έχει πολλή μελωδία. Πάρα πολλή. Riffs που κολλάνε σαν κολλητική ταινία και refrains που θυμίζουν πώς είναι η ελευθερία όταν δεν έχεις και πολλά να χάσεις.
Το Stanzini Can Be Allright είναι ένα ημερολόγιο ζωής σε έναν τόπο που δεν είναι καθόλου «special». Αλλά αν αποφασίσεις να τον αλλάξεις, αντί να περιμένεις να αλλάξει αυτός εσένα, τότε μπορεί και να «είναι allright». Κι ίσως αυτή η αφέλεια, αυτό το πείσμα, η πίστη ότι η μουσική μπορεί να χτίσει κόσμους μέσα στο τίποτα, είναι όλο το point.
Βαθμολογία: 8









