Ο Daniel Lopatin συνεχίζει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα: να στήνει ηλεκτρονικά μνημεία πάνω στα ερείπια της μνήμης, της pop κουλτούρας και της τεχνολογικής ψευδαίσθησης, μέχρι να νιώθει ο ακροατής ότι βρίσκεται σε μια τελετή εξαγνισμού, με ιερέα έναν glitch Θεό που ψιθυρίζει μέσα από χιλιάδες layers. Το Tranquilizer μοιάζει με εκείνα τα παράξενα χάπια που διαφημίζονταν στα 80s που υποτίθεται σου εξαφανίζουν το hangover, σου επαναφέρουν την ηρεμία, αλλά στην πραγματικότητα σε πετάνε σε μια ψυχεδελική άλλη διάσταση, όπου η γλώσσα και ο ήχος λιώνουν και ξανακολλάνε σαν υγρά χρώματα πάνω σε ένα CRT monitor. Ο Lopatin εδώ κινείται πιο συνειδητά ανάμεσα σε δύο κόσμους: τον απόλυτα συνθετικό και τον σχεδόν ανθρώπινα εύθραυστο. Η μουσική του αν και φαινομενικά προσπαθεί να ηρεμήσει τον ακροατή, μάλλον προσπαθεί να τον αποδιοργανώσει με έναν απόλυτα λυτρωτικό τρόπο. Το άλμπουμ συνεχίζει τη γραμμή του Again (Warp Records, 2023) αλλά είναι πιο σκοτεινό, πιο απογυμνωμένο και ίσως, τελικά, πιο υπαρξιακό. Τα κομμάτια μοιάζουν με μικρά ψιθυριστά μανιφέστα, σαν να σου μιλάει μια οντότητα μέσα από μια διάφανη οθόνη, σε έναν κόσμο όπου τα φαντάσματα και τα data του Blade Runner έχουν πλέον μια κοινή ουσία, που την καταπίνεις σαν χάπι και την αφήνεις να δράσει στο σώμα σου. Οι μελωδίες εμφανίζονται και εξαφανίζονται σαν αναμνήσεις που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον ίδιο τους τον εαυτό. Και αυτό είναι ένα όμορφο συναίσθημα...
Στους κόκκους που τρίζουν, ακούς μια μουσική που μπορεί να μην γράφτηκε ποτέ ολοκληρωμένα, αλλά επέμενε να υπάρχει μέσα στις σκόνες του διαδικτύου (και ειδικότερα του Internet Archive). Ηχητικά αποκόμματα από sample-CDs των 90s, corporate muzak ROMplers και ξεχαρβαλωμένα presets που επιβίωσαν μέσα σε servers έτοιμους να καταρρεύσουν, όλα αυτά σαν να επέστρεψαν από κάποιον ψηφιακό Κάτω Κόσμο, με έναν μόνο σκοπό, να μας ψιθυρίσουν πως το παρελθόν δεν τελειώνει κάπου, αλλά μπορεί να αλλάζει (συχνά) συχνότητα. Ο Lopatin χρησιμοποιεί όλους αυτούς τους ήχους που (κάποτε έχασε, αλλά μετά...) ξαναβρήκε, σαν υλικά παραγωγής και τα μεταχειρίζεται σαν πνεύματα. Το Tranquilizer έχει κάτι από την αισθητική της hauntology φόρμας, όχι όμως μέσα από την νοσταλγία, αλλά μέσα από μια περίεργη τελετουργική ανασύσταση του «τι θα μπορούσε να είχε υπάρξει». Οι ήχοι δεν μοιάζουν δανεισμένοι, αλλά στοιχειωμένοι: new-age συννεφάκια που διαλύονται σε καινούργια σχήματα, ψηφιακοί άνεμοι, χορδές που σπάνε και επανασυνδέονται σαν μνήμες και δεν θυμάσαι να έζησες, παράσιτα κινητών δίπλα στο ηχείο, μόντεμ που κλαίνε, glitch ρυθμοί που ανασαίνουν μόνοι τους, και σέρνονται σαν το τέρας του Φρανκεστάιν, που δεν υπακούει πια στον δημιουργό του.
Κάθε ένα από τα 15 κομμάτια του άλμπουμ κομμάτι μοιάζει με ένα ξεχωριστό portal, σαν ένα άνοιγμα σε έναν κόσμο όπου η μουσική είναι ταυτόχρονα υγρή και αέρινη, παλιά και μελλοντική, αθώα και διεστραμμένη. Οι συνθέσεις κυλούν σαν ονειρικά ρεύματα, χωρίς πραγματική αρχή ή τέλος, σαν να βρίσκεσαι μέσα σε έναν παλιό IMAX ήχο ο οποίος παίζει κάποιες σβησμένες εκδοχές αγαπημένων σου κομματιών, που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ επίσημα. Ατελής μουσική, ambient, κομματιασμένη, μοιρασμένη ανάμεσα στα ηχοπεδία της βροχής και των διαλογιστικών gong, κάτι που όσο προχωράει (δεν έχουν καμία σημασία οι τίτλοι, αφήστε το να παίξει στο σκοτάδι σαν το αριστούργημα των Coil) καταλαβαίνεις ότι τελικά αυτό που σε στοιχειώνει περισσότερο δεν είναι οι ήχοι, αλλά η συνθήκη πίσω από αυτούς: ένα αρχείο που χάθηκε, ένα σύννεφο δεδομένων που εξαφανίστηκε, μια πιθανότητα εξαφάνισης που πέρασε ξυστά. Πόσο κοντά σου είναι όλα αυτά; Πιθανότατα, σε κάποιους από εμάς, πολύ. Γιατί το Tranquilizer μοιάζει σαν να έχει ηχογραφηθεί μέσα στην τελευταία αναπνοή ενός σκληρού δίσκου λίγο πριν καεί.
Και όμως, μέσα σε αυτή την παρακμή υπάρχει μια υπέροχη λάμψη. Μια παράξενη ομορφιά, σαν να βρήκες σε μια εγκαταλελειμμένη βιβλιοθήκη ένα βιβλίο χωρίς όνομα συγγραφέα. Το μεγάλο χάρισμα αυτού του άλμπουμ είναι ότι σε πολλές στιγμές του (όπως στο πανέμορφο και συνεχώς μεταβαλλόμενο "Rodl Glide") η μουσική χαμογελάει και είναι ανέμελη μέσα από τη φθορά της, γεννώντας κάτι συγκινητικό, αλλόκοτο και ανατριχιαστικά ανθρώπινο. Και γι' αυτό το Tranquilizer δεν είναι απλώς ο πιο "ευχάριστος" OPN δίσκος εδώ και χρόνια. Είναι μια υπενθύμιση ότι το μέλλον της μουσικής ίσως βρίσκεται θαμμένο στα απομεινάρια του παρελθόντος, και ότι τα φαντάσματα των παλιών ήχων δεν έρχονται για να μας τρομάξουν, αλλά για να μας δείξουν τον δρόμο.









