Μετά από ένα πολύ γεμάτο 2025 για τον Boldy James, κατά το οποίο κυκλοφόρησε συνολικά 11 projects (9 LPs και 2 EPs), μάλλον κάποιος του ψιθύρισε στο αυτί το απίστευτα γραφικό «ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει» και έτσι αποφάσισε να συνεργαστεί για τέταρτη φορά (και δεύτερη στη σειρά) με τον Nicholas Craven, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα που, αν και προβλέψιμο, δεν παύει για ακόμη μια φορά να είναι ευχάριστο.
Από το 2022 όπου και πρώτο-συνεργάστηκαν στο Fair Exchange, No Robbery είχα ξεχωρίσει τον Nicholas στην τεράστια λίστα παραγωγών με τους οποίους έχει συνεργαστεί ο Boldy ανά τα χρόνια. Ιδιαίτερα φέτος, που γέμισε την χρονιά του με collab projects με άλλους παραγωγούς που ένιωσα πως δεν υπήρχε η ίδια αβίαστη χημεία (Murder During Drug Traffic με τον Rich Gains, Hommage με τον Antt Beatz, Alphabet Highway με τον V Don), η ανάγκη για επιστροφή σε μια δοκιμασμένη, αλλά απόλυτα επιτυχημένη συνταγή, φαινόταν επιτακτική. Έτσι, ενώ η ανάγκη επιβεβαιώθηκε αρχικά με το «επαναπάντρεμα» του με τον Real Bad Man στο Conversational Pieces τον Μάιο, σφραγίστηκε για τα καλά με το Criminally Attached στον απόηχο του φθινοπώρου.
Η ηχητική παλέτα που δημιουργείται από την χημεία τους αποτυπώνεται από το πρώτο κιόλας κομμάτι, "Walnut Grove", όπου μια λούπα, με βάση ένα vocal sample και διακριτικά drums, εναρμονίζονται με την ιδιαίτερη χροιά του Boldy, εξιστορώντας ιστορίες από τον δρόμο, με τον δικό του τρόπο. Γενικότερα η γοητεία της μουσικής του 43χρόνου rapper από το Detroit, έγκειται σε μεγάλο βαθμό στην αντίθεση που προκαλείται από το laid-back instrumental και το delivery του, σε συνδυασμό με στην εξιστόρηση τρομακτικά ωμών και βίαιων σκηνικών. Η αντίθεση αυτή κορυφώνεται στο "Fully Smack", όπου με το που ακούς τα πρώτα horns και strings από το sample ο Boldy μπαίνει στο κομμάτι με το line «Say he got ten bodies, so if I kill him, that mean eleven souls mine», και αυτό είναι μια μικρή μόνο γεύση από το στιχουργικό του περιεχόμενο.
Παρόμοιο μοτίβο παρατηρείται και στο "Thumb of Craven", όπου ένα νοσταλγικό sample μιας high pitched φωνής, συνοδεύουν τον στίχο-έμπνευση του τίτλου του κομματιού «Quick to push that button on you, something like the thumb of Craven», όπου επιβεβαιώνεται για ακόμη μια φορά το φανερά βελτιωμένο και εμπλουτισμένο wordplay του Boldy τα τελευταία χρόνια, γύρω από τους φόνους, τα ναρκωτικά, τα χρήματα και γενικότερα τον τρόπο ζωής που βιώνει στα στενά του Detroit. Ένα ευχάριστα διαφορετικό highlight ακόμα, ήταν το "Trifecta", όπου ο Nicholas διάλεξε το πιο εύθυμο beat του και το πιο ιδιαίτερο drum break του, να δαμάζεται από την γρήγορη εναλλαγή των Boldy, 50 Gwuap Taj και Dave Hill, η οποία, λόγω και στην διαφορά των χροιών, δίνει μια ιδιαίτερη πινελιά στον δίσκο, η οποία σπάει την, κατά στιγμές, μονοτονία της φωνής του Boldy James.
Η ίδια βίαιη θεματική σε συνδυασμό με την ήπια μουσική νότα στο background σε οδηγεί μέχρι τέλους με τα "2 Left Feet" και "1st Time Around". Το πρώτο έχει ίσως το αγαπημένο μου instrumental και hook του δίσκου, όπου ο Boldy επαναλαμβάνει την φράση του sample που τον συνοδεύει "Revenge Is Sweet", μαντέψτε σε τι μπορεί να αναφέρεται, ενώ το δεύτερο, αν και δεν χαλάει σε καμία περίπτωση το ύφος του δίσκου, δίνει ένα finale, αρκετά χαμηλότερο των περιστάσεων σε σύγκριση με τα υπόλοιπα highlights, μιας και ίσως θα προτιμούσα μια πιο έντονη «γροθιά στο στομάχι», σαν απόηχο του δίσκου και όχι μια απλή συνέχεια σε ύφος και ένταση.
Καταληκτικά, ο Boldy σε αυτό το άλμπουμ, στην πραγματικότητα, κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα τόσα χρόνια, να δαμάζει low bpm παραγωγές, αφηγούμενος ιστορίες και βιώματα από τον επικίνδυνο τρόπο ζωής που διάλεξε, δημιουργώντας έναν «villain», ο οποίος δεν δείχνει καμία μετάνοια και κανένα δισταγμό, εκφράζοντας παράλληλα τα ακριβά του γούστα για γρήγορα αμάξια και πολύτιμα διαμάντια και χρυσάφι στους καρπούς του. Αυτό που ξεχωρίζει το Criminally Attached από τις υπόλοιπες κυκλοφορίες του το 2025, είναι το έτερον ήμισυ του δίσκου, ο οποίος δείχνει να κατανοεί καλύτερα απ’ τον καθένα τα ηχητικά χρώματα τα οποία ταιριάζουν στον Boldy. Οι επιλογές 70s και 80s samples, γεμάτα κυρίως high pitched φωνές, πιάνα, πνευστά και strings, δημιουργούν μια αντικρουόμενη εμπειρία για τον ακροατή, η οποία αν και κατά τμήματα μονότονη, δεν σταματάει να σε τραβάει με εναλλασσόμενα «χαστούκια» νοσταλγικών ήχων και ωμών στίχων.









