Danny Brown – Stardust

Αυτό εδώ είναι ένα άλμπουμ που γεννά περισσότερες απορίες απ’ όσες μπορεί να λύσει. Ας ξεκινήσουμε από την απέραντη λίστα συμμετοχών η οποία μοιάζει σαν να πρότεινε κάποιος ένα casting, χωρίς να ξέρει (ή μπορεί και να ξέχασε, ο άνθρωπος) τι μουσική έκανε κάποτε ο Brown, ή μπορεί και να είναι κάποιος άλλος που προσπαθεί απεγνωσμένα να μας πείσει ότι ο δημιουργός του XXX (Fool's Gold Records, 2011) έχει πλέον μετακομίσει οριστικά στη γειτονιά της hyperpop. Από τη femtantyl μέχρι τους Frost Children, το άλμπουμ δείχνει μια διάθεση να ανοίξει πόρτες σε νέους κόσμους, αλλά συχνά το κάνει με περισσότερο θόρυβο παρά ουσία.

Από την άλλη, μπορεί κάποιος να πει (και πολύ σωστά να παρατηρήσει) πως ο Brown δεν ήταν ποτέ καλλιτέχνης που έμενε ακίνητος. Η υπερκινητική φωνή του, η οποία κάποτε ήταν ποτισμένη με παράνοια και αυτοκαταστροφή, εδώ προσγειώνεται (ή, έστω, προσπαθεί να προσγειωθεί) σε πιο καθαρά, νηφάλια μονοπάτια. Είναι το πρώτο του άλμπουμ πλήρως νηφάλιος, όπως έχει πει, και αυτή η συνθήκη φέρνει μια περίεργη ένταση: λιγότερη λάσπη, λιγότερη καταβύθιση, αλλά και μια αίσθηση ότι το χάος που τον χαρακτήριζε παλιότερα έχει αντικατασταθεί με μια πιο ήπια, σχεδόν… ασφαλή εκδοχή του ίδιου.

Η hyperpop εξερεύνηση που ξεκίνησε στα livestream πάρτι της πανδημίας (με Dorian Electra, underscores, digicore ονόματα που τον υιοθέτησαν ως παράδοξο θείο) αποτυπώνεται εδώ περισσότερο σαν σύμπτωμα παρά σαν ξεκάθαρη κατεύθυνση. Το "Stardust" είναι φουσκωμένο, παιχνιδιάρικο, υπερβολικό. Και σε στιγμές το πετυχαίνει. Σε άλλες, μοιάζει σαν να παρασύρεται από την ίδια την ταχύτητα του κόσμου που θέλει να μιμηθεί. Το "1999" σκάει σαν glitch στη ροή: ένα τρελαμένο 8bit punk του μέλλοντος, σαν να πήρε φωτιά κάποιο Game Boy και να αποφάσισε να γράψει μανιφέστο για τη χαμένη μας νεότητα. Κάπως έτσι και το "Flowers" είναι το hyper-rave ενός μέλλοντος που μας το μοστράρανε με neon χαμόγελα, με tech-ουτοπικές αφίσες και corporate οράματα για "αιώνια πρόοδο". Μόνο που το μέλλον εκείνο δεν πάτησε ποτέ το πόδι του εδώ. Κι ούτε θα το κάνει. Το "Flowers" χορεύει μέσα σε αυτή τη διάψευση: σαν να συντονίζεται με μια πόλη που καίει ταυτόχρονα τα καλώδια και τα όνειρά της. Τα beats του σκάνε σαν διαφημιστικά ολογράμματα που τρεμοπαίζουν πριν εξαφανιστούν, κι εμείς, κάπου ανάμεσα στα strobes, θυμόμαστε ότι κάποτε μάς υποσχέθηκαν έναν κόσμο πιο φωτεινό, αλλά τελικά μας έμειναν μόνο τα απόνερα του edm και μια γλυκόπικρη ευφορία που κρατάει όσο ένα glitch.

Αλλά ας μην είμαστε και τόσο απαιτητικοί από έναν "ναρκομανή αλκοολικό" που κάποτε έχασε τον έλεγχο... Έτσι τον παρουσίαζαν, έτσι τον κατανάλωσαν, σαν freak show σε αργή κίνηση. Τώρα όμως; Τώρα είναι καθαρός, ανάρρωσε και αναγεννήθηλε, με εκείνο το άγριο βλέμμα που έχει δει τον πάτο, τον έχει χαϊδέψει κι έχει ανέβει ξανά στην επιφάνεια. Αγκαλιάζει απροκάλυπτα την ευδαιμονία, την αθωότητα της δημιουργίας, το πόσο βαθιά μπορεί η μουσική να ξαναχτίσει μια ταυτότητα από τα συντρίμμια. Και, φυσικά, ακολουθεί η κλασική ιστορία: η αιώνια υποτίμηση του χιπ-χοπ, κι εκείνο το βλέμμα που ψάχνει να βρει "σοβαρότητα" μόνο όταν ο ράπερ υποφέρει. Όμως αυτό εδώ το άλμπουμ είναι ατόφιο ραπ, καθαρό, γεμάτο προσωπικότητα, απλώς πασπαλισμένο με μια δόση μαγικής σκόνης από κάποιο sample pack που βρήκε στο σωστό folder την κατάλληλη στιγμή. Τόσο απλό, τόσο τίμιο, τόσο ανοικονόμητα ανθρώπινο.

Κι όσο κι αν το Stardust θέλεο να παριστάνει το concept album (με την Angel Prost των Frost Children να ψιθυρίζει ποιήματα εδώ κι εκεί και τον Brown να υποδύεται έναν τύπο που μοιάζει με τον ίδιο αλλά πιο διαλυμένο) η αλήθεια είναι ότι λειτουργεί καλύτερα σαν choose-your-own-rave με υφές, λάμψεις και ψηφιακά ραγίσματα που σε τραβάνε όπου θέλουν. Στο "Baby", ας πούμε, βρίσκει την πιο ισορροπημένη στιγμή του: αρκετά πιασάρικο για να σου κολλήσει, αρκετά στραβό για να σε κάνει να αναρωτιέσαι αν έπρεπε να το χορέψεις ή να το κάνεις skip. Μόνο που τελικά εύχεσαι οι bubblegum-bass στιγμές ανάμεσα στις στροφές να μην μπαίνουν σε τάξη, να μην κολλάνε στο beat, να παραμένουν σαν ροζ μάζα που δεν λέει να στερεώσει. Και η τρέλα φουντώνει στο "Whatever the Case", που ακούγεται σαν ο Holly να ξήλωσε ένα "goofy talk" από το TikTok (η πηγή των πιο  weird samples του 2025) και να το ξαναέδεσε για κάποιο φευγάτο minigame που δεν κατάφερε να δει ποτέ την μέρα της κυκλοφορίας. Εκεί ο Brown κάνει το κλασικό του ζιγκ-ζαγκ, αυτό το pogo flow που λειτουργεί μόνο σε ηχό-εργαστήρια όπου οι τοίχοι στάζουν αδρεναλίνη και καμένες πλακέτες.

Δεν είναι ραπ + hyperpop. Είναι ένα πράγμα στραβό, λυγισμένο, σχεδόν χαλασμένο από αυτά που κάθε λογικός άνθρωπος θα φοβόταν να ραπάρει από πάνω. Ο Brown όμως; Ε, ο Brown δεν υπήρξε ποτέ λογικός άνθρωπος. Και κάπως έτσι, το Stardust κάνει τον γύρο και κλείνει τον κύκλο του μονομιάς: ένα άλμπουμ που τρεκλίζει, λάμπει, κολλάει, σπάει, αλλά δεν ζητάει ποτέ συγγνώμη.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured