Roger Eno – Without Wind / Without Air (Deutsche Grammophon, 2025)
Ο Roger Eno, πάντα ο πιο ήσυχος, ο πιο εσωστρεφής από τους δύο αδελφούς, επιστρέφει με το Without Wind/Without Air και μοιάζει σαν να άφησε πίσω του ό,τι ήξερε και να κράτησε μόνο τον πυρήνα: τη μελωδία και τη σιωπή. Δύο δυνάμεις που στο γενικότερο ambient πεδίο αμφισβητούν αδιάκοπα η μια την άλλη, αλλά σταθερά κοιτάζονται από απόσταση αναπνοής.
Εδώ, δεν μιλάμε, βέβαια, για ambient. Τουλάχιστον όχι με τη σημασία που δίνουμε όταν μιλάμε για τον Brian. Ο Roger γράφει σαν κάποιος που έχει ζήσει όλη του τη ζωή με έναν πιανίστικο ψίθυρο στο μυαλό του: μουσική που όχι μόνο επιπλέει στο χώρο, αλλά φτιάχνει και τον δικό της χώρο. Που βρίσκει το κέντρο της όχι μόνο στην επανάληψη, αλλά στην παύση. Και αυτό το άλμπουμ, όσο ποικιλόμορφο κι αν είναι (πιάνο, ορχήστρα, φωνές, ψήγματα από ambient υγρασία) μοιάζει απολύτως συνεκτικό.
Στο "Forgiveness", μαζί με τον Christian Badzura, η φωνή γίνεται όργανο και η ορχήστρα ένα είδος συναισθηματικού καταρράκτη. Ατμοσφαιρικό, σχεδόν χορωδιακό, ισορροπεί ανάμεσα σε αυτό που θα ονόμαζες ambient και σε κάτι πολύ πιο γήινο, πιο σωματικό. Μια εισαγωγή που δεν σου ανοίγει απλώς την πόρτα του δίσκου, αλλά σου τραβά το χέρι να μπεις.
Και ύστερα έρχεται το "There Was a Ship" όπου η Cecily Eno, κόρη του Roger, τραγουδά σαν μια φωνή που προϋπήρχε πριν καν υπάρξει. Είναι από τις στιγμές που δεν χρειάζεται να ξέρεις τίποτα για τον καλλιτέχνη∙ αρκεί να αφήσεις την ενορχήστρωση να σου επιτρέψει να νιώσεις. Κι εδώ ο Eno μοιάζει να συνομιλεί με έναν άλλο άνθρωπο που τον ξέρει από μέσα. Γι’ αυτό και είναι αφοπλιστικό.
Το πιο παράξενο όμως, και ίσως το πιο δυνατό, βρίσκεται στα κομμάτια όπου δεν συμβαίνει σχεδόν τίποτα. Το "Saudade" είναι ένα μνημείο σιωπής: ο Eno αφήνει τις νότες να πέφτουν σαν πέτρες σε πηγάδι και περιμένει να ακούσει τον απόηχο. Είναι απίστευτο πόση ένταση μπορεί να κουβαλάει η παύση όταν την τοποθετείς σωστά. Το "Alembic Distillation" κινείται σε καθαρά κλασικό πεδίο, σαν να προσφέρει ένα νέο μικρό κεφάλαιο στη σύγχρονη λόγια μουσική, χωρίς φανφάρες ή προσπάθεια εντυπωσιασμού.
Αλλά η πιο μεγαλειώδης στιγμή βρίσκεται στο ομώνυμο κομμάτι. Εδώ η σιωπή γίνεται υλικό. Κάτι ανάμεσα σε ήχο και αέρα, σαν να ακούς το δωμάτιο να αναπνέει. Είναι η στιγμή που καταλαβαίνεις πως ο Roger Eno δεν ενδιαφέρεται για ταμπέλες. Γράφει μουσική που θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν οξυγόνο, αν το οξυγόνο ήταν συναίσθημα.
Και κάπως έτσι, το Without Wind/Without Air αποδεικνύεται από τα πιο ώριμα και διορατικά έργα του. Σαν να μετακινεί τα όρια της μουσικής λίγο πιο πέρα, όχι με φασαρία αλλά με μια απίστευτη σιγουριά. Είναι ένας δίσκος που δεν ταξινομείται εύκολα, απλώς βιώνεται. Ένα έργο που κάνει αυτό που λίγα άλμπουμ μπορούν: να σε αφήνει για λίγο χωρίς ανάσα, σαν να σου υπενθυμίζει ότι ο αέρας υπάρχει μόνο επειδή κάτι προηγουμένως σιώπησε.
Βαθμολογία: 8
Kelly Moran – Don't Trust Mirrors (Warp, 2025)
Κάθε φορά που η Kelly Moran κυκλοφορεί νέο άλμπουμ, έχεις την αίσθηση πως κάποιος ανοίγει έναν κρυφό μηχανισμό μέσα στο ίδιο το πιάνο. Όχι για να παράξει ήχο, αλλά για να αποκαλύψει τον τρόπο που ο ήχος σκέφτεται. Το Don’t Trust Mirrors ξεκινά με ένα sequence - ρήγμα. Σαν ένα ανεπαίσθητο χάραγμα στο γυαλί όπου ο ήχος διαφεύγει και ξαναγυρίζει μεταμορφωμένος, μεταλλικός, αιθέριος, σταθερά ακριβής, σαν να ξεπηδά από το υπόγειο της μνήμης ή ακόμα και από ένα μέλλον που δεν έχει υπάρξει ακόμη. Στο νέο της και τρίτο άλμπουμ για την Warp συνεχίζει αυτό το μυστήριο, αυτό το αδιόρατο παιχνίδι με τον χώρο, τον χρόνο, και την ταυτότητα του ήχου. Πρόκειται για ένα δίσκο που σε αγκαλιάζει και σε αποπροσανατολίζει την ίδια στιγμή: νιώθεις να χάνεσαι, και σε αυτό το χάσιμο να βρίσκεις έναν νέο εαυτό, σαν να ακούς τη μοντέρνα μουσική να κοιτάζει τον εαυτό της σε καθρέφτη και να μην αναγνωρίζει το είδωλό της.
Για να είμαι ειλικρινής, το άλμπουμ ξεκινά με μια «παγίδα». Το "Echo in the Field" μοιάζει για λίγες στιγμές έτοιμο να γείρει προς μια σχεδόν pop αισθητική, με την αρμονία να απλοποιείται και να γυαλίζεται, ακόμα και κάτω από το εισαγωγικό sequence. Κι εκεί που νομίζεις πως η Moran αποφάσισε (επιτέλους; παραδόξως;) να γράψει κάτι πιο «εύκολο», σκάει το prepared piano, αυτός ο μεταλλικός, χτυπητός ψίθυρος που ακούγεται σαν μπαρόκ κλειδοκύμβαλο βιδωμένο πάνω σε μηχανική καρδιά. Ξαφνικά ξεδιπλώνεται μπροστά σου μια υφή που θυμίζει Massive Attack στην πιο μυστικιστική εκδοχή τους: ένας θόρυβος-ομίχλη που σε τραβά προς τα μέσα. Εκεί αρχίζει το πραγματικό ταξίδι.
Η Moran πάντα έπαιζε στο όριο ανάμεσα στο υλικό και το άυλο. Εδώ όμως το πάει ένα βήμα παραπέρα: γίνεται σχεδόν φιλοσοφική, σαν να απαντάει σιωπηλά στο παλιό ερώτημα «τι έχει μεγαλύτερη αξία: η λεπτομέρεια ή το όλον;». Το άλμπουμ λειτουργεί σαν ζωντανό παράδειγμα ότι αυτά τα δύο όχι απλώς συνυπάρχουν, αλλά δεν μπορούν να υπάρξουν χωριστά. Το prepared piano, με τις μεταλλικές κουκίδες του, τα ηχοχρώματα που θυμίζουν ταυτόχρονα Bach και ένα χαλασμένο μουσικό κουτί, συμπλέκεται με την καθαρότητα του concert piano, το πιο υπέροχο όργανο του 19ου αιώνα. Και όλο αυτό, αντί να σε μπερδέψει, σε καθησυχάζει. Σου λέει: αυτό είναι ένα σύμπαν, όχι ένα σύνολο κομματιών.
Στα "Sans Sodalis" και "Lunar Waves", το arpeggiated prepared piano παίζει σαν μικροσκοπικό γρανάζι μέσα σε έναν μεγαλύτερο, αόρατο μηχανισμό από αρμονίες που θα μπορούσαν να ανήκουν στον Edge ή στον Robert Fripp... Μόνο που ο ήχος της κιθάρας δεν έρχεται ποτέ. Η Moran αφήνει την υπόσχεση μετέωρη, σαν ανάσα πριν το ξέσπασμα. Η μεγαλύτερη ένταση εδώ είναι η καθυστέρηση, η αναβολή. Η μουσική κρατά από το χέρι κάτι που δεν συμβαίνει ποτέ. Και αυτό σε κάνει να ακούς ακόμα πιο βαθιά.
Στην υπέροχη ομώνυμη συνεργασία με τον Bibio, το παιχνίδι αλλάζει. Το αποτέλεσμα είναι ένα κομμάτι που ζεσταίνεται αργά, σαν ακτίνα ήλιου που βρίσκει θέση σε παγωμένο τζάμι. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε wind-chime λεπτομέρειες και πιο εξωγήινα layers, αγγίζει μια λεπτή, Aphex Twin-ική ισορροπία: πολυπλοκότητα χωρίς ψυχρότητα, ambient θερμό χωρίς να χάνει την αφαιρετικότητά του. Ένα μικρό θαύμα.
Και μετά είναι η άλλη πλευρά της Moran: η μουσικός που έχει περάσει από avant-garde metal, από avant-garde metal, από Colin J. Marston και Voice Coils, από Liturgy και Oneohtrix Point Never. Όχι γιατί εδώ ακούγεται "metal", αλλά γιατί κουβαλά εκείνη τη νοοτροπία της ακραίας, ριζικής σκέψης. Το άλμπουμ έχει κάτι από την παλιά ρομαντική ιδέα ότι η μουσική πρέπει να μεταμορφώνει, και όχι να αναπαριστά. Να γίνεται ποτάμι, θύελλα, άβυσσος, έκσταση, ένα φως που πέφτει σε χορτάρι. Η Moran παίρνει κάτι βαθιά διανοητικό και το κάνει σπαρακτικά όμορφο, χωρίς να κλείνει την πόρτα σε κανέναν ακροατή.
Βαθμολογία: 7
Malibu – Vanities (Year001, 2025)
Αυτό το άλμπουμ είναι σαν να κοιτάς έναν πίνακα vanitas που αντί για νεκρή φύση σου επιστρέφει την ίδια σου τη φθαρτότητα, τυλιγμένη σε σύννεφο από synths, ψίθυρους και ηχητικές μικρές προσευχές.
Η Malibu (Barbara Braccini) έχει αποδείξει πως έχει την ικανότητα να φτιάχνει μουσική που μοιάζει με φωτογραφία, που μπορεί να μην τραβήχτηκε ποτέ, αλλά παραμένει μια ανάμνηση χωρίς παρελθόν. Στο Vanities όμως η ματιά της γίνεται πιο κοφτερή, σχεδόν ακινητοποιημένη, σαν να παρατηρείς λουλούδια που μαραίνονται σε αργή κίνηση. Και, τότε, η ομορφιά είναι στο βλέμμα, όχι στη διήγηση. Βέβαια, αν οι προηγούμενες δουλειές της (όπως το εξαιρετικό Essential Mixtape που είχε γράψει μαζί με την Merely) παρέπεμπαν σε αρτ-χάουζ καρέ (τοπία που χάνονται πίσω από την ομίχλη, ηλιοβασιλέματα βουτηγμένα σε reverb) εδώ επιχειρεί κάτι πιο γυμνό. Απομακρύνει τα pitch-shifted χορωδιακά σύννεφα που την καθιέρωσαν και στέκεται μπροστά στο μικρόφωνο χωρίς προστατευτικό δίχτυ: πιάνο, τσέλο, φωνή. Και μια σιωπή που κάνει τα υπόλοιπα να στέκουν πιο ψηλά.
Το "Nu" ανοίγει το άλμπουμ σαν ηχητικός καπνός, μια μυστική είσοδος σε κάτι που δεν ξέρεις ακόμη αν είναι μνήμη ή προαίσθημα. Το "L’Empire du Vide" κάνει ένα μικρό λάθος, βυθίζεται λίγο υπερβολικά στο flautando του φλάουτου, αλλά η Malibu ποτέ δεν αφήνει τη στασιμότητα να πλατειάσει. Σαν να φοβάται κι η ίδια μην πιαστεί στο ίδιο της το τέχνασμα, φέρνει κίνηση εκεί που όλα μοιάζουν έτοιμα να στεγνώσουν. Το "What It Breaks" αρχίζει σαν να σε κρατάει σε αναμονή: ένα μπάσο που μυρίζει καταχνιά, μια φωνή που λυγίζει σαν γυαλί. Αλλά μετά από λίγα λεπτά ανοίγει διάπλατα προς το "Spicy City", το καλύτερο κομμάτι του δίσκου. Ένα σημείο όπου το όραμά της ευθυγραμμίζεται ολοκληρωτικά με τη διάθεση: σαν να έσπασε επιτέλους ο καθρέφτης και να απελευθερώθηκε ό,τι κρατούσε μέσα του.
Στο Vanities υπάρχουν ίχνη επιρροής: το ευαίσθητο layering της Julianna Barwick, η καταχνιά του Burial, η new-age υγρασία που θυμίζει παλιές σχολές ambient πριν γίνουν playlists για διαλογισμό. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν ορίζει το άλμπουμ. Η Malibu χρησιμοποιεί τους ήχους όπως οι ολλανδοί ζωγράφοι τις νεκρές φύσεις, όχι για να σου δείξει τα στημένα αντικείμενα, αλλά το χρόνο που τους απομένει. Στις καλύτερες στιγμές του, το Vanities μοιάζει με κάποιον ονειρικό ύμνο, με φωνές που αιωρούνται στα όρια της πολυφωνίας, ένα πιάνο που παίζει σαν κάποιος να αγγίζει τα πλήκτρα με το βάρος της ανάμνησης παρά της δύναμης. Μουσική για εκείνες τις ώρες όπου η καρδιά δουλεύει πιο αργά από τον νου και ο νους πιο αργά από τη νύχτα.
Βαθμολογία: 7
Emily A. Sprague – Cloud Time (RVNG Intl., 2025)
Η Emily A. Sprague ξέρει να πιάνει τον ήχο από τον λαιμό και να του αφαιρεί κάθε βάρος. Στην μπάντα της, τους Florist αυτό μεταφράζεται σε εύθραυστη folk, αλλά στο Cloud Time η φωνή της γίνεται άυλο υλικό, εξαφανίζεται μέσα σε οκτώ ώρες αυτοσχεδιασμών που αποστάζονται σε ένα άλμπουμ-ταξιδιωτικό ημερολόγιο, φτιαγμένο από Eurorack ψιθύρους, ηλεκτρικές καμπύλες και την παράξενη ηρεμία της ιαπωνικής περιπλάνησης. Είναι ambient που δεν επιδιώκει να «παρηγορήσει», αλλά να αιωρείται.
Ο κίνδυνος, βέβαια, με τέτοιου τύπου δίσκους είναι γνωστός: η φολκλορική εκδοχή της γιαπωνέζικης αισθητικής, ένα σωρό από εύκολες αναφορές σε κήπους Ζεν και φλάουτα που στοιχειώνουν spa και yoga studios παγκοσμίως. Όμως η Sprague ξέρει πού πατάει. Η σχέση της με το ιαπωνικό environmental music είναι ένας όμορφος διάλογος. Κουβαλάει χρόνια ακροάσεων, όχι απλή φετιχοποίηση κιτς γιαπωνέζικης «ηρεμίας». Εξάλλου, η RVNG Intl. έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην αναβίωση αυτού του είδους και η Sprague τοποθετείται ακριβώς στο σημείο που η αμερικανική ατμοσφαιρικότητα αγγίζει την ιαπωνική λεπτότητα.
Το Cloud Time είναι καταγραφή στιγμών. Κομμάτια ηχογραφημένα ζωντανά στην Ιαπωνία, αυτοσχεδιαστικά. Άλλοτε μια μελωδία ηλεκτρικού πιάνου διαπερνά τον αέρα, άλλοτε μια χοάνη από granular υφή θυμίζει τις ψηφιακές βροχές του Fennesz ή την αχνή, σχεδόν φαντασματική ηρεμία του Sakamoto στο Cendre. Η μουσική διαστέλλεται. Απομακρύνεται και επιστρέφει σαν φως που αλλάζει κατεύθυνση πάνω στην άσφαλτο.
Αρχικά μοιάζει σαν ένα θολό σώμα χωρίς χαρακτηριστικά. Μα στη δεύτερη ακρόαση οι λεπτομέρειες αρχίζουν να ξεχωρίζουν: μοτίβα που αναδύονται από την ομίχλη, μικρά σημεία σύγκλισης που λειτουργούν σαν ακμές μνήμης. Κι ας μην έχει καμία συμβατική δομή, το άλμπουμ λειτουργεί όπως μια μέρα με ομίχλη: δεν έχει αρχή, δεν έχει τέλος, αλλά η τελετουργία της είναι από μόνη της γεγονός.
Το αποτέλεσμα είναι μια μουσική που σε τυλίγει. Δεν τη θυμάσαι ως τραγούδια, αλλά ως κατάσταση. Είναι όμορφη; Ναι, αλλά με τον τρόπο που είναι όμορφος ένας υγρός πρωινός αέρας: δεν μπορείς να περιμένεις να αλλάξει κάτι, απλώς τον αφήνεις να υπάρχει. Γι' αυτό κανονικά άλμπουμ σαν το Cloud Time δεν θα έπρεπε να βαθμολογούνται. Πώς να βαθμολογήσεις την ομίχλη; Είναι ένας δίσκος που απαιτεί ευθυγράμμιση διάθεσης, αλλά όταν την πετύχεις, ανοίγει μπροστά σου ένας κόσμος όπου ο χρόνος διαλύεται σε μικρά, σχεδόν ανεπαίσθητα θαύματα.
Βαθμολογία: 8









