Τριάντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το Slaughter of the Soul των At the Gates δεν είναι μονάχα ένας δίσκος-σταθμός μιας από τις καλύτερες και μεγαλύτερες μπάντες της Σουηδίας. Είναι ένα μνημείο πάνω στα ερείπια μιας ολόκληρης εποχής του metal. Κυκλοφόρησε στις 14 Νοεμβρίου του 1995, μέσα σε μια περίοδο κρίσης για το death metal, και κατάφερε να αλλάξει οριστικά τη μορφή του είδους. Να το στρέψει προς τη μελωδία, χωρίς να του στερήσει ούτε ίχνος οργής. Στο 2025, όμως, το όνομά του φωτίζεται και από μια πιο σκοτεινή συγκυρία. Ο Tomas “Tompa” Lindberg, η φωνή, η ψυχή και ο ποιητικός νους πίσω από τους At The Gates, έφυγε από τη ζωή λίγους μήνες πριν. Είναι λοιπόν η επέτειος των 30 χρόνων του Slaughter of the Soul μια καλή ευκαιρία να τιμήσουμε τον Tompa, μιλώντας για το αποκορύφωμα της καλλιτεχνικής του κληρονομιάς.

Οι At the Gates το 1994 κυκλοφορούν το τρίτο τους άλμπουμ, με τίτλο Terminal Spirit Disease, και μαζί του βλέπουν μια μικρή, αλλά αισθητή άνοδο στην δημοτικότητά τους. 

Το τουρ του 1994 ήταν το σημείο καμπής. Με ελάχιστα χρήματα, χαμηλές προσδοκίες και κακή οργάνωση, οι At the Gates μπήκαν σ’ ένα ευρωπαϊκό και βρετανικό πρόγραμμα συναυλιών που τους εξάντλησε σωματικά και ψυχολογικά. Τα venues ήταν συχνά μισοάδεια, τα λεφτά ανύπαρκτα, και η συνύπαρξη στο βαν ή στο tour bus εξελίχθηκε σε ένα μικρό εφιάλτη. Από το πρώτο κιόλας show στο Manchester που τους βρήκε παρατημένους high and dry σε μια ξένη χώρα με την δισκογραφική να μην αναλαμβάνει να τους καλύψει τα επιπλέον έξοδα, μέχρι τις δυσκολίες στην αργάνωση και την δυσπιστία προς το management crew. Η οργή από εκείνη την περιοδεία, η κούραση, η αίσθηση προδοσίας και αδιεξόδου, όλα διοχετεύθηκαν στους στίχους και στη μουσική του επόμενου δίσκου.

Ο Tomas Lindberg έχει αναφέρει σε συνεντεύξεις ότι εκείνη την περίοδο «όλοι ένιωθαν παγιδευμένοι». Το συγκρότημα δεν μπορούσε να υποστηρίξει οικονομικά τις περιοδείες του, δεν είχε ξεκάθαρη κατεύθυνση, και η πίεση από την Peaceville για πιο «προσβάσιμο» ήχο άρχιζε να βαραίνει. Παράλληλα, τα αδέλφια Björler (Anders και Jonas) είχαν αρχίσει να απομακρύνονται και να υπάρχουν εντάσεις. Εκείνο το τουρ, ιδίως τα τελευταία του σκέλη, ήταν καταστροφικό. Οι σχέσεις διαλύθηκαν, οι κουβέντες για διάλυση άρχισαν να φουντώνουν, και η απογοήτευση έπνιξε οποιαδήποτε αίσθηση συντροφικότητας. Αλλά μέσα σ’ αυτό το χάος γεννήθηκε κάτι άλλο: η απόφαση να φτιάξουν έναν τελευταίο δίσκο που θα τα έλεγε όλα. Να αφήσουν πίσω τους ένα άλμπουμ που θα λειτουργούσε σαν εκτόνωση, σαν κάθαρση, σαν εξόδιος ύμνος. Ήταν λοιπόν κατά κάποιο τρόπο ένας make or break δίσκος για τους At the Gates, και η τραγική ειρωνεία είναι πως κατέληξε να γίνει και τα δύο.  Ευτυχώς η Earache Records πίστεψε στους At The Gates και σε όσα είχαν να προσφέρουν. Έκανε το βήμα και πήρε το "ρίσκο" να τους καλύψει τα απαραίτητα έξοδα για να κυκλοφορήσουν αυτό που έμελε να γίνει το magnum opus τους.

Ο Tomas Lindberg δεν έγραφε πια για θρησκευτικά ή φαντασιακά θέματα, όπως στα πρώτα άλμπουμ. Έγραφε για τον εαυτό του, για το πώς είναι να διαλύεσαι εκ των έσω. Οι στίχοι του Slaughter είναι προσωπικοί, σχεδόν ψυχαναλυτικοί. Μιλούν για απώλεια ταυτότητας, υπαρξιακή κενότητα, αποξένωση, την αναζήτηση νοήματος μέσα στην ερήμωση. Αν το With Fear I Kiss the Burning Darkness είχε έναν ποιητικό, μεταφυσικό τόνο, εδώ όλα είναι απτά, ανθρώπινα, σχεδόν μοντέρνα. Ο Lindberg φιλτράρει τον θυμό του μέσα από μια φιλοσοφική απαισιοδοξία. Το ίδιο το συγκρότημα λειτουργούσε σχεδόν σαν να ήξερε ότι αυτό θα ήταν το τέλος. Οι Björler και ο drummer Adrian Erlandsson μπήκαν στο Studio Fredman αποφασισμένοι να παίξουν όσο πιο σφιχτά, όσο πιο αποστασιοποιημένα μπορούσαν. Ο Fredrik Nordström, που παρήγαγε τον δίσκο, θυμάται ότι η ατμόσφαιρα στις ηχογραφήσεις ήταν “παγωμένη αλλά επαγγελματική”. Δεν υπήρχε καμία ευφορία, μόνο η ανάγκη να βγει το αποτέλεσμα σωστά. Όμως μέσα σε αυτήν την πειθαρχία, κάτι έβραζε. Ο Erlandsson εφηύρε μια νέα τεχνική για να μπορεί να χτυπάει το snare όσο γρήγορα όσο ήθελε χωρίς να τραυματίζει το ένα χέρι χτυπώντας το με το άλλο. Κάθε riff του Anders Björler κουβαλάει ένα συγκρατημένο θυμό, κάθε κραυγή του Lindberg είναι μια πράξη αυτοτιμωρίας. Εδώ όμως τον ακούμε σε μια αρκετά διαφορετική προσέγγιση από ότι στους προηγούμενους δίσκους. Ο Lindberg ήταν αρκετά "notorious" για τον ακαταλαβίστικο τρόπο που επιτηδευμένα πρόφερε τους στίχους του. Έβλεπε τα φωνητικά του περισσότερο σαν όργανο και μέσο μετάδοσης συναισθημάτων, παρά σαν αφηγηματικό μέσο. Εδώ παρά το πάθος, την οργή και τον αναβρασμό με τον οποίο "φτύνει" κάθε λέξη, οι στίχοι είναι πλήρως κατανοητοί. Και αυτό ήταν 100% στοχευμένο, όπως και όλα άλλωστε. 

Το εξώφυλλο έγινε από έναν φίλο και παλιό bandmate του Tompa από τους Grotesque. Το όνομά του είναι Kristian Wåhlin, αλλά όλος ο κόσμος του ακραίου ήχου τον γνωρίζει ως Necrolord, για τα μνημειώδη εξώφυλλα που έχει δημιουργήσει σε μπάντες όπως οι Bathory, οι Dissection, φυσικά το In The Nightside Eclipse των Emperor και μερικές... εκατοντάδες ακόμα. H μορφή του Χριστού στο κέντρο μοιάζεινα είναι το ίδιο το υποκείμενο των στίχων του Lindberg. Ένας άνθρωπος που προσπαθεί να κρατήσει κάποιο νόημα μέσα στον κόσμο του κυνισμού και της αυτοκαταστροφής. Σαν έναν πίνακα του Hieronymus Bosch σε minimal μορφή. Η εξάντληση του πνεύματος μπροστά στην παρακμή της βίαιης ανθρώπινής του φύσης.

Το Industrial intro στο "Blinded By Fear" ξεκινά τον δίσκο με έναν εντελώς απροσδιόριστο και σχεδόν σχιζοφρενικό ήχο. Η μπάντα ήθελε να βάλει samples από ταινίες, κυρίως horror, όμως μπήκε φρένο από την δισκογραφική γιατί θα χρειαζόταν να πληρώσουν επιπλέον για τα δικαιώματα. Είπαμε... η Earache πίστεψε στους At The Gates, αλλά όχι αρκετά ώστε να τους δώσει full creative control. Τι κάνεις λοιπόν σε τέτοιες περιπτώσεις; Improvise, adapt, overcome. Ο Nordstrom δανείστηκε απο την... γιαγιά του, no joke, ένα παλιό μικρόφωνο το οποίο παρήγαγε εναν άθλιο ηχο που δεν έμοιαζε καν με την φωνη αυτού που μιλούσε. Σε αυτο το μικρόφωνο λοιπόν ο Tomas έγραψε το intro

«We are blind, to the worlds within us, waiting to be born».

Τα υπόλοιπα ειναι πλεον στην ιστορία.

Ο δίσκος ανοίγει με ένα από τα πιο εμβληματικά riff της δεκαετίας του ’90. Το καταιγιστικό tremolo-picking σε συνδυασμό με το σφιχτό drumming χτυπάει κατευθείαν στο νευρικό σύστημα. Bjorler και Larsson μαζί με τον Nordstrom κατάφεραν να παράξουν έναν μοναδικό τόνο στην κιθάρα. Οι τριπλέτες τους, ακούγονται σαν να έχουν ρυθμό μέσα στον ρυθμό. Μοιάζει με Slayer, μοιάζει και με τον ήχο της Στοκχόλμης, είναι punchy, είναι καθαρός και παράλληλα ωμός και γήινος. Ένας αδιανόητα χαρακτηριστικός ήχος που έγινε το blueprint της σωστής παραγωγής σε ολόκληρο το thrash, melodeath και metalcore της επόμενης εποχής. Είναι σαν να έβαλαν όλη την ένταση και τη δυσλειτουργία του τουρ εκεί μέσα, μεθοδικά, σαν να λένε: “Αν πρόκειται να διαλυθούμε, ας αφήσουμε πίσω μας κάτι που θα μείνει.” Και έμεινε.

Το ομώνυμο κομμάτι είναι ακόμη πιο “άμεσο”, πιο ανθεμικό και ακόμα πιο catchy. Όπως ανέφερα και πριν, ήταν ο πρώτος δίσκος των At the Gates που γράφτηκε με έναν επιπλέον σκοπό. Τον σκοπό του να μείνει στην ιστορία και να γίνει όσο πιο "κλασσικός" γίνεται. Όχι από την άποψη της εμπορικότητας όμως. Δεν ξεκίνησαν μια μέρα του 1995 να πουν πως «τώρα θα γίνουμε διάσημοι και θα βγάλουμε λεφτά». Το όραμα ήταν να γραφτεί κάτι λιγότερο αυθόρμητο, και περισσότερο... τέλειο. Τέλειο τεχνικά, τέλειο ηχητικά, τέλειο αρμονικά. Να μην υπάρχει κανένα άβολο κενό, κανένα λάθος ή άστοχο χτύπημα στα τύμπανα, καμία φωνητική αστοχία, κανένα riff που δεν πατάει τέλεα στον ρυθμό και κανένα κοκοράκι στα leads. Αυτή η ψυχωτική προσέγγιση έκανε το recording process αρκετά μίζερο σύμφωνα με τους ίδιους, όμως διάολε απέδωσε τόσο... τέλεια. Όσες φορές και αν χρησιμοποιήσω αυτήν την λέξη σε αυτό το αφιέρωμα νομίζω πως δεν μπορεί να αποδώσει αρκετά το μέγεθος του αδιανόητου και λεπτομερέστατου μεγαλείου που παραδόθηκε το 1995. Ακούγοντας τους και διαβάζοντας τους σε συνεντεύξεις να μιλάνε για αυτήν την διαδικασία, δεν μπορώ παρά να φέρω σε παραλληλισμό με τις γνωστές ιστορίες τρόμου από γυρίσματα ταινιών με παλαβούς σκηνοθέτες που "βασανίζουν" τους ηθοποιούς τους ξανά και ξανά μέχρι να πάρουν το σωστό take. Κάτι τέτοιο έκαναν και ο Nordstrom με τον Bjorler στον Adrian Erlandsson μέχρι να πάρουν τα σωστά χτυπήματα και έκανε το στούντιο να μυρίζει «σαν αποδητήρια ομάδας hokey» αλλά και στον Tompa όπου ούρλιαξε περίπου 50 φορές μονάχα για την λέξη «Go» στο ομότιτλο κομμάτι και φυσικά στους ίδιους τους τους εαυτούς. Εδώ τα riffs και οι ρυθμοί δεν υπάρχουν μόνο για να συνθλίψουν, για να είναι όσο πιο βαριά γίνεται χωρίς σκοπό αλλά για να επιβιώσουν μέσα στη μνήμη και να χαραχθούν στο μυαλό. Μια τέλεια αναλογία βίαιου, μελωδικού και catchy. Δεν φτιάχτηκε για να γίνει εμπορικό, έγινε εμπορικός ήχος άθελά του επειδή όλα τα επιμέρους στοιχεία του έδωσαν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν η εποχή... χωρίς να το γνωρίζει ακόμα. Το αποτέλεσμα είναι ένα άλμπουμ που επαναπροσδιόρισε το τι σημαίνει “μελωδία” μέσα στην ακραία μουσική. Όχι ως αντίδοτο, αλλά ως όπλο. Ένα όπλο σαν όλα εκείνα που κοσμούν το εξώφυλλο του δίσκου. Είναι το σημείο όπου η ωμή οργή συναντά την εκφραστική καθαρότητα. Και οι At The Gates έκρυβαν πολλή οργή μέσα τους εκείνη την εποχή. Είναι ο δίσκος που άλλαξε ολόκληρο το συνθετικό concept και την φιλοσοφία του είδους από το 1995 και έπειτα. Πέρασε από την ωμή βία και τον μαξιμαλισμό σε σύντομα, punchy και catchy κομμάτια, γεμάτα hooks και μελωδίες που περισσότερο θύμιζαν NWOBHM παρά death metal.

Μια αναπάντεχη γνωριμία του θρυλικού Andy LaRoque (King Diamond, Death) με τον Nordström, καθώς εργάζονταν στο ίδιο κατάστημα μουσικών οργάνων ήταν η αφορμή να του ζητήσουν να παίξει ως guest ένα solo μιας και όλοι στην μπάντα ήταν μεγάλοι φανς. Άκουσε το υλικό, του άρεσε πολύ, και αποφάσισε να παίξει στο "Cold" , το solo που έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών. Ένα solo που αγκαλιάζει άψογα το πιο συναισθηματικά φορτισμένο και καθαρτικό κομμάτι στον δίσκο, με αποκορύφωμα την απέλπιδα κραυγή του Tompa στο τέλος με τους στίχους:

«22 years of pain, and I can feel this closing in. The will to rise above, tearing my insides out.»

Και εδώ είναι που μου χτυπάει η συνειδητοποίηση. Ο Tompa είναι μόλις 22 χρονών. Ο Anders, o Jonas και ο Martin ακόμα μικρότεροι, και ο Adrian γύρω στα 25. Ένα τσούρμο μετέφηβων που κατάφεραν να αγγίξουν το ηχητικό μεγαλείο.

Το "Under the Serpent Sun" είναι ίσως το καλύτερο κομμάτι στο δίσκο. Δυσκολεύομαι πλέον να διαλέξω αγαπημένο, αλλά είναι σίγουρα αυτό που θεωρούσα για πάρα πολλά χρόνια. Ξεκινάει με ένα τρομερό και σκαλωτικό βασικό riff, όλα τα hooks με κρατούν δέσμιο για κάθε επόμενο verse μέχρι το ανθεμικό ρεφρέν και την απότομη αλλαγή time signature στην γέφυρα.
«Stricken numb by fear I fall» και η πλήρης διάλυση των πάντων σε ένα καταστροφικό για το σβέρκο breakdown
με το γνωστό chug στην κιθάρα.

Συνεχίζουμε με το μοναδικό καθαρά instrumental του δίσκου. Το "Into the Dead Sky" είναι μια ακουστική ατμοσφαιρική ανάπαυλα, με καθαρές κιθάρες που πλέκουν μια μελαγχολική μελωδία. Tα λιγοστά ντραμς ηχογραφήθηκαν εδώ μαζί με το εφέ και δεν υπάρχουν σε κανένα master file επειδή ο Adrian έπρεπε να λείπει μετά το πέρας των αρχικών ηχογραφήσεων για να παρευρεθεί στην νέα του dayjob. Για αυτό και ο ήχος εδώ είναι αρκετά διαφορετικός, όχι και πολύ οργανικός όμως εντείνει το αίσθημα της αποκαλυπτικής ατμόσφαιρας και δουλεύει άψογα.

Μετά το τέλος του πρώτου διαλείμματος το χέρι ξανά στην σκανδάλη. Το intro του "Suicide Nation" δεν είναι απλά ο ήχος ενός όπλου να οπλίζει. Αν έχετε δει πρόσφατα το Reservoir Dogs, την υπέρμετρα κουλ και αειθαλή neo-noir ταινία του Quentin Tarantino, ίσως η σκηνή που ο Mr. Pink οπλίζει το πιστόλι του στην τουαλέτα της αποθήκης σας θυμίσει κάτι ανεπαίσθητα. Αυτό ακριβώς ένιωσα όταν είδα για πρώτη φορά την ταινία, έχοντας ήδη κάνει Ευαγγέλιο τον δίσκο των At the Gates. Αμέσως στο κεφάλι μου έπαιξε το κοφτό riff και η κραυγή του Lindberg, και ευτυχώς το internet ήρθε να με επιβεβαιώσει. Once you hear it, you can never unhear it. Το "Suicide Nation" είναι ίσως το πιο ωμό, επιθετικό αλλά παράλληλα ανθεμικό κομμάτι στο δίσκο. Το δεύτερο βασικό riff, λίγο πριν το solo μοιάζει με καλπάζοντα άλογα που σπέρνουν τον όλεθρο, και το lead στο κλείσιμο με τον LIndberg να ουρλιάζει «Control» έρχονται να κλειδώσουν άλλο ένα αψεγάδιαστο τραγούδι.

Στο "World of Lies" η γκρούβα είναι το name of the game. Είναι το πιο thrashy κομμάτι στον δίσκο. Είναι straightforward, punchy και κάνει άψογα την δουλεία του. Ειδικά με την επιστροφή του βασικού riff στο δεύτερο μισό, η αποκόλληση αυχένα μοιάζει μονόδρομος. Πολλές φορές νιώθω πως η λέξη "banger" έχει βγει για να χαρακτηρίσει τα κομμάτια του Slaughter of the Soul. Προκαλώ να έρθει κάποιος ιστορικός προς διάψευση.

Το "Unto Others" είναι ένα από τα πιο σκοτεινά τραγούδια του δίσκου. Η ατμόσφαιρα εδώ θυμίζει τις πιο... ας πούμε blackened στιγμές των πρώτων δίσκων τους, αλλά με την ώριμη γραφή του 1995. Είναι ίσως το μοναδικό κομμάτι που θα μπορούσα να φανταστώ στο Terminal Spirit Disease.

Από την άλλη το "Nausea" είναι το ακριβώς αντίθετο της παλιάς προσέγγισης. Εδώ η προσέγγιση είναι less is more και έχουμε το πιο hardcore/punk oriented κομμάτι στο δίσκο. Είναι γνωστό πως τα ακούσματα του Tompa ήταν κυρίως προς εκείνη την κατεύθυνση, πράγμα που φάνηκε και με τις επόμενες δουλείες του. Deathgrind με τους Lock-Up, crust με τους Skitsystem και τους Disfear και ένα κράμα hardcore με τους The Great Deceiver.

Το "Need" αποτελεί την τελευταία έκρηξη του βασικού ήχου του άλμπουμ. Thrashy, high-tempo και επιθετικό death metal με τα riffs σαν βασικό πυλώνα και τις νευρωνικές κραυγές του Tompa να μην αφήνουν χώρο για ανάσα. Φυσικά πάντα με το χαρακτηριστικό μελωδικό edge, το οποίο αφήνεται σε ένα ατμοσφαιρικό φινάλε που δίνει αρμονικά την θέση του στο πραγματικό outro του δίσκου.

Το "The Flames of the End" είχε αρχικά γραφτεί για μια indie horror B-movie του Anders που δεν κυκλοφόρησε ποτέ, με τίτλο Day of Blood. Είναι ένα συγκλονιστικό φινάλε και σπάνιο για δίσκο τόσο “ευθύ” να τελειώνει με τέτοιο έπος. Μαζί το συνοδεύουν με ένα ποίημα του Lindberg, το οποίο μπορεί να αναγνωστεί παράλληλα με την ακρόαση.

«Humanity - the living end, a walking disease.
Beyond good and evil, the flesh that never rest.
The flames of the end inside us rest...»

Παρά την σχετική επιτυχία του δίσκου, και τις προτάσεις για άλλον έναν κύκλο περιοδειών που θα διαρκούσε περίπου 6 ακόμα μήνες, οι At the Gates είχαν φτάσει σε ένα δημιουργικό και ψυχολογικό όριο. Οι περιοδείες ήταν εξαντλητικές, οι προσωπικές σχέσεις τεταμένες, και οι αδελφοί Björler είχαν αρχίσει να αισθάνονται πως το συγκρότημα είχε φτάσει εκεί που μπορούσε. Και ας μην γελιόμαστε, δεν μπορούσε να τους συντηρήσει ακόμα οικονομικά. Μπορεί να βίωσαν μια έκρηξη στην δημοτικότητά τους συγκριτικά με πριν, όμως ακόμα ήταν περιορισμένη στους κύκλους του underground. Και έτσι το 1996 ανακοινώθηκε το τέλος της μπάντας.

Ενώ η μπάντα ήταν ανενεργή, το Slaughter of the Soul απέκτησε δική του ζωή. Σίγουρα σε αυτό μεγάλο ρόλο έπαιξε η άνοδος του Gothenburg sound, μέσω μπαντών όπως οι Dark Tranquility και οι In Flames, οι οποίοι κυκλοφόρησαν τις μεγάλες τους επιτυχίες μερικά χρόνια αργότερα και έδωσαν νέο φως στο είδος. Μέσα στα τέλη των ’90s και τα πρώτα χρόνια των 2000s, ο θρύλος των At The Gates και ειδικότερα το κύκνειο άσμα τους, μέσω αναφορών και από στόμα σε στόμα απέκτησε cult status στους κύκλους των μεταλλάδων. Από το 1995 και μετά, ο ήχος του Slaughter of the Soul έγινε το πρότυπο για κάθε συγκρότημα που ήθελε να συνδυάσει τεχνική, μελωδία και επιθετικότητα με καθαρή δομή. Τα διπλά riffs των Björler, το κιθαριστικό layering και η ρυθμική οικονομία έγιναν η “νέα γλώσσα” που έμαθαν να μιλούν δεκάδες μπάντες και εκτός Σουηδίας, ειδικότερα στην Αμερική και την Αυστραλία.

Είναι ο δίσκος που μετά το 1995 έκανε πιθανότατα τον Fredrik Nordstrom να χρειαστεί να κάνει φραγή στον αριθμό του για να ξεφύγει από τα πλήθη φραντζοφόρων που τον κυνηγούσαν για να τους χαρίσει αυτόν τον μοναδικό ήχο.

Στην Αμερική, οι Shadows Fall και οι Darkest Hour ήταν οι πρώτοι που πήραν απευθείας το blueprint χωρίς φιλτράρισμα. Ο ήχος των δίσκων τους (Of One Blood, Undoing Ruin) είναι ουσιαστικά At the Gates με hardcore φωνητικά και breakdowns.

Οι Killswitch Engage με το Alive or Just Breathing το πήγαν ένα βήμα παραπέρα. Πήραν το μελωδικό lead riffing και το πάντρεψαν με καθαρά φωνητικά και το πλέον γνωστό μοντέρνο αμερικανιζέ groove. Αντίστοιχα, οι Trivium με το Ascendancy το έκαναν mainstream metal. Οι μελωδίες και τα riffs των At the Gates, παιγμένες σαν Iron Maiden, με παραγωγή επιπέδου MTV. Κάπως έτσι γεννήθηκε το mainstream metalcore που γεμίζει γήπεδα σήμερα.

Από εκεί... ντόμινο. Οι As I Lay Dying με το Shadows Are Security ουσιαστικά αναπαράγουν τη δομή του Slaughter: σύντομα, puntchy τραγούδια, με κιθάρες που εναλλάσσονται μεταξύ μελωδίας και κοφτών Slaughterιζέ riffs. Οι Heaven Shall Burn από τη Γερμανία πήραν το ίδιο DNA, κράτησα και πολλαπλασίασαν την κοινωνικοπολιτική συνείδηση και έδωσε ένα πιο βαρύ hardcore υπόβαθρο.

Αντίστοιχα, οι Bleeding Through, οι Dead to Fall και οι I Killed the Prom Queen (κυρίως στο Music for the Recently Deceased) το ανέμειξαν με breakdowns και κράτησαν την μελωδία. Ειδικά στο "Words Ignored" των Dead to Fall, την πρώτη φορά που το άκουσα νόμιζα πως ξεκινάει το "Cold".

Ακόμα και οι πρώτες deathcore μπάντες χρωστάνε πολλά στους At the Gates. Οι Arkangel που θεωρούνται για πολύ κόσμο οι μπαμπάδες του είδους έχουν πολλά κοινά στην riffολογική τους προσέγγιση.

Οι All Shall Perish και οι Carnifex μετέφεραν το ίδιο riffing στον deathcore ήχο, με το tremolo picking και τα δίκανα του Slaughter συνυπάρχουν με breakdowns και πιο χαμηλά guttural φωνητικά. Ακόμα κι αν το ύφος έγινε πολύ πιο "βαρύ" (ή τουλάχιστον πιο βαριά κουρδισμένο), η γραμμική, καθαρή riffολογία παραμένει σουηδική κατά βάση. Και για τους λάτρεις του γρήγορου φαγητού, το Count Your Blessings των BMTH, όταν θυμάται να riffάρει είναι γεμάτο με Slaughter-worship.

Στο underground, μπάντες όπως οι End This Day, οι Light This City κράτησαν πιο πιστά την «καλλιτεχνική» διάσταση και ακούμε καθαρά τα διδάγματα του Slaughter όπως και εκατοντάδες άλλες μικρές μπάντες που βγαίνουν και θα συνεχίσουν να βγαίνουν και να κυνηγούν αυτόν τον ήχο.

Tέλος όμως, αυτοί που το έκαναν καλύτερα διαχρονικά δεν είναι άλλοι από τους The Black Dahlia Murder. Είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό “modern death metal” παιδί των At the Gates. Από τον πρώτο κιόλας δίσκο, τότε που ο Trevor έκανε ακόμα και το ίδιο στυλ screaming με τον Tomas πριν το γυρίσει στα χαρακτηριστικά high pitched του, στο Unhallowed μέχρι το Nocturnal και το Verminous, κάθε riff είναι μια παραλλαγή πάνω στην σχολή που έχτισε άθελά του το Slaughter of the Soul. Tα ίδια modes, οι ίδιες αρμονίες, απλώς παιγμένες με αμερικανική ταχύτητα και θεματολογία πιο κοντά στο horror.

Δεν είναι δυστυχώς το μόνο πράγμα που συνδέει τις δύο αυτές μπάντες. Όπως ήρθε ο τραγικός θάνατος του Tompa φέτος, έτσι πριν από 3 περίπου χρόνια τα νέα του θανάτου του Trevor Strnad ήρθαν και μας βύθισαν σε θλίψη. Ένα διαμάντι για το underground, τόσο σε επίπεδο μουσικού, όσο και επικοινωνιολόγου, μιας και μέσω αυτού και της πλατφόρμας του αναδείχθηκαν πολλές μικρές μπάντες (κυρίως death metal).

Μπορούμε να πούμε ότι το Slaughter of the Soul είναι το “σημείο μηδέν” απ’ όπου ξεπήδησε ολόκληρη αυτή η γενιά. Αυτή η τεράστια άνοδος στην δημοτικότητα αλλά και στην σημασία του Slaughter of the Soul ήταν που έφερε τα πάνω κάτω και στις ζωές των ίδιων των At the Gates. Η επιστροφή τους το 2007 ήταν κάτι που, για χρόνια, φάνταζε αδιανόητο. Μετά τη διάλυσή τους το 1996, τα μέλη είχαν σκορπιστεί σε άλλα σχήματα. Οι αδελφοί Björler και ο Adrian Erlandsson στους The Haunted, ο Tomas Lindberg στους Disfear, Lock Up, Skitsystem, The Great Deceiver και πολλά ακόμα projects. Το όνομα At the Gates έμοιαζε με μύθο μιας άλλης εποχής, κάτι που είχε ειπωθεί και τελειώσει. Όμως καθώς τα 2000s προχωρούσαν, η φήμη του διογκωνόταν. Όσο οι νέες γενιές μπαντών τους αποκαλούσαν προφήτες, κάθε συνέντευξη, κάθε φεστιβάλ, κάθε φόρουμ ζητούσε το ίδιο πράγμα: Reunion.

Το 2007, οι φήμες έγιναν πραγματικότητα. Οι At the Gates ανακοίνωσαν μια περιορισμένη περιοδεία χωρίς καμία υπόσχεση για νέο υλικό. Μονάχα τον εορτασμό της κληρονομιάς τους. Αυτό που βίωσαν όμως ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Ορδές ανθρώπων συνωστίζονταν για να τους δουν πλέον ως headliners σε μεγάλα shows και μεγάλα φεστιβάλ. Οχι ως απλό supporting act με potential. Από εκεί που δεν μπορούσες να καταλάβεις τους στίχους του Tompa λόγω της φωνητικής του τεχνικής, τώρα δεν μπορούσες να τους ακούσεις πάνω από τις φωνές των χιλιάδων φανατικών στα shows.

H υπέρμετρη αγάπη του κόσμου ήταν αυτή που οδήγησε αυτήν απλή "αναβίωση" να γίνει κανονικό reunion με την μπάντα να συνεχίζει να κατακτά νέα milestones.  Funny enough, το Slaughter of the Soul ήταν ο πρώτος δίσκος ακραίας μέταλ μπάντας που προτάθηκε στα Σουηδικά Grammy το 1996, χωρίς όμως να κερδίσει. Ένα όμορφο full circle moment είναι πως κέρδισαν το αντίστοιχο βραβείο μετέπειτα για το At War With Reality. To τέλος των At the Gates ήρθε δυστυχώς φέτος, μάζι με το τραγικό τέλος του Tompa από την επάρατη νόσο.

Τριάντα χρόνια μετά, το Slaughter of the Soul δεν έχει γεράσει ούτε στιγμή. Είναι ένας δίσκος που, κατά την προσωπική μου άποψη, έχει όση σημασία όσο και οι πιο κλασικοί δίσκοι όλων των εποχών. Δεν το λέω ελαφρά τη καρδία. Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band, At Folsom Prison, Animals, The Number of the Beast, Painkiller, το Reign in Blood, το Master of Puppets, ο καθένας μπορεί να αναφέρει αρκετούς. Και ανάμεσά τους... το Slaughter of the Soul. Ένας από τους σημαντικότερους δίσκους όλων των εποχών. Ο ήχος του παραμένει κοφτερός, η οργή του αμετάφραστη, η θεματολογία του επίκαιρη όμως η ακρόαση του τώρα είναι διαφορετική από ότι ήταν το 1995. Για δύο λόγους. Ο πρώτος γιατί πλέον δεν ακούμε απλά έναν από τους καλύτερους δίσκους που έχουν γραφτεί ποτέ. Ακούμε το soundtrack της γέννησης του ήχου του Gothenburg και του μοντέρνου μέταλ που ακολούθησε. Και τέλος γιατί ο Tomas Lindberg τραγουδώντας αυτά τα λόγια ήταν εκείνος που τα πίστευε, που τα έζησε, που τους έδωσε σάρκα και οστά. Η απώλειά του αφήνει πίσω ένα κενό που κανείς δεν μπορεί να γεμίσει, αλλά και μια παρακαταθήκη που δεν θα σβήσει ποτέ. Αντίο Tompa! Το φως σου θα μείνει για πάντα αναμμένο... under a serpent sun.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured