Charlotte de Witte

Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν η σύγχρονη techno έχει αρχίσει να μοιάζει με μια εικονική πόλη (σαν το Sim City ας πούμε) που μεγαλώνει πιο γρήγορα απ’ ό,τι μπορούν να αντέξουν οι ίδιοι οι κάτοικοί της. Λαμπάκια που δεν έχουν πάψει να αναβοσβήνουν, BPM που ανεβαίνουν σαν την πίεση του αίματος, και φυσικά μια αίσθηση ότι όλοι τρέχουμε προς ένα μέλλον που δεν έχουμε προλάβει να περιγράψουμε. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα στρόμπο και στις λούπες, συχνά συνειδητοποιώ ότι αυτό που ονομάζουμε «πρόοδο» είναι ένας αυτοματισμός, ένα αδιάκοπο forward χωρίς να κοιτάς αν έχει μείνει τίποτα όρθιο πίσω σου.

Η techno του σήμερα είναι πιο γρήγορη, πιο σκληρή, φαινομενικά πιο «ανθεκτική». Μα στην πραγματικότητα είναι εύθραυστη σαν τα νεύρα μας: ένα είδος μουσικής που κουβαλάει την ένταση της εποχής, την αγωνία της υπερ-σύνδεσης, την κούραση του διαρκούς performance, έστω κι αυτό σημαίνει κι άλλα κουμπάκια πίσω από decks, δίσκους, CD, mp3s. Όσο κάποιοι από τους παλιούς (και τους νέους) φαν μιλάνε για raves, όλο και περισσότερο νιώθω πως η techno δεν είναι πλέον η νύχτα, είναι το άγχος της ημέρας μεταμφιεσμένο σε ηδονή.

Κι όμως, μέσα σε αυτή την παράξενη αντίφαση, κάτι ανθίζει. Η techno –η καλή techno– εξακολουθεί να λειτουργεί σαν υπενθύμιση ότι ο ρυθμός, όταν είναι αληθινός, μπορεί να γίνει καταφύγιο. Μπορεί να γίνει τελετουργία. Μπορεί να γίνει ζωογόνος αναπνοή. Όχι επειδή λύνει κάτι ή κάποιο από τα προβλήματά μας, αλλά επειδή αφήνει το σώμα να συμμετέχει στη σκέψη. Και ίσως εκεί κρύβεται το μέλλον της: σε μουσικούς που δεν ψάχνουν απλώς να «ανεβάσουν» το πλήθος, αλλά να συλλάβουν τον παλμό μιας εποχής όπου όλα φαίνονται ρευστά, από τις ίδιες τις μπερδεμένες ταυτότητές μας μέχρι τον χρόνο που μας απομένει.

Στο τοπίο αυτό, κάθε νέο techno άλμπουμ δεν μπορώ πλέον να το αντιμετωπίζω ως μια νέα συλλογή κομματιών, αλλά ίσως ως μια απόπειρα ορισμού. Και μια διαφορετική ερώτηση από εκείνες που θέταμε στα 90s προς το μέλλον: τι σημαίνει techno σήμερα; Και κυρίως, ποιος την χρειάζεται περισσότερο; Αυτή είναι η σκηνή πάνω στην οποία μπαίνει η Charlotte de Witte με το νέο της άλμπουμ. Κι έχει πράγματα να μας πει.

Φυσικά, στο τελευταίο της άλμπουμ η Βελγίδα DJ και παραγωγός μοιάζει, αρχικά, σαν να χορεύει μόνη της με τα φαντάσματα της. Από το πρώτο "The Realm" που ανοίγει το άλμπουμ, με το μονότονο και νοσταλγικό  ΤΒ-303 να μπαινοβγαίνει κάθε τόσο πάνω από την υστερικά μονότονη μπότα, μέχρι το "No Division" που ακολουθεί, ο ρυθμός είναι σκληρός, υπόγειος, θολός με περισσότερες επαναλαμβανόμενες εκρήξεις από 303 ακολουθίες, και δεν αλλάζει μέχρι το "Vidmahe" με τα world-ethnic φωνητικά, είναι αμείλικτος, είναι σκληρός, είναι νευρικός και ψαρωτικός. Μόνο που εδώ, η Βελγίδα techno priestess κάνει κάτι σπάνιο για καλλιτέχνη που έχει ήδη κατακτήσει τα μεγάλα stages του κόσμου: αφήνει χώρο στις ρωγμές, εκεί που οι σκληροί παλμοί μπορούν να γίνουν προσωπική εξομολόγηση.

Οι μπασογραμμές της δονητικές, σαν καρδιογράφημα σε επιτάχυνση. Τα kicks της ακούγονται σαν να χτυπούν απευθείας στο στήθος. Κι όμως, κάτω απ’ όλη αυτή την ατσάλινη ενέργεια, υπάρχει μια σκιά. Είναι ένα άλμπουμ φτιαγμένο από νύχτες που δεν τελειώνουν και από σκέψεις που επιμένουν, όπως η αναπνοή ενός club γεμάτου σώματα που δεν ξέρουν πλέον αν κινούνται από ρυθμό ή από ανάγκη. 

Η de Witte εξακολουθεί να λατρεύει την ευθύτητα: industrial techno που γράφει την ιστορία της με κάθε beat, acid μοτίβα που θυμίζουν το παλιό Βερολίνο και φωνητικά samples που μοιάζουν με φαντάσματα από μια παράλληλη πραγματικότητα. Ναι, τίποτα από όλα αυτά που ακούς εδώ δεν είναι καινούργιο, όλα τα έχουμε ξανακούσει, αλλά εδώ υπάρχει και κάτι άλλο: μια σχεδόν μελαγχολική διάθεση, σαν να μας υπενθυμίζει ότι η rave κουλτούρα δεν ήταν ποτέ μόνο χαρά, αλλά πάντα ήταν και μια πράξη διαφυγής. Και αυτό το άλμπουμ είναι μια διαφυγή. Και εννοείται πώς δεν μιλάω για μια "festival-friendly" διαφυγή, αλλά για μια πιο εσωτερική, πιο ανθρώπινη, που ξεχωρίζει στην μονότονη φωνή του Comma Dee στο "The Heads That Know".

Το "Higher" αναδύεται σαν η πρώτη πραγματική ρωγμή στον απόλυτο ρυθμικό μονόλιθο του άλμπουμ. Εκεί όπου η 4/4 μπότα λειτουργεί ως αδήριτος νόμος, το κομμάτι επιλέγει να ξεγλιστρήσει από το καθεστώς της ευθείας γραμμής και να ανοίξει με breaks που μοιάζουν με αναπάντεχο τράνταγμα στο σώμα, μια μικρή εξέγερση μέσα στη σταθερότητα. Τα φωνητικά που μπαίνουν στη συνέχεια μοιάζουν με σειρήνα που εκπέμπει από τα βάθη ενός ψηφιακού χάους, σαν σήμα προειδοποίησης που σε καλεί να πλησιάσεις αντί να απομακρυνθείς. Είναι το πιο "ανθρωποκεντρικό" σημείο του άλμπουμ, αλλά παραμένει φορτισμένο με μηχανική ένταση, έτοιμο να χτυπήσει σαν single-παγίδα, πιασάρικο μεν, αλλά σχεδιασμένο να σε τυλίξει στον λαβύρινθό του.

Και μετά πάλι ζαλάδα, μπότα, μπάσο, hi-hats, acid. To "Domine" είναι ένα από εκείνα τα tracks που παίζουν εύκολα σε κάθε πίστα, όπως και τα περισσότερα αυτού του άλμπουμ. Και ακολουθεί το "After The Fall" με καλεσμένη την Lisa Gerald στα αιθέρια φωνητικά πάνω από το beat και το acid ντελίριο. Κουβαλάει εκείνη την αρχέγονη, τελετουργική σταθερότητα της σύγχρονης techno, την υπόγεια ενέργεια που ζητάει μόνο μια στιγμή αδυναμίας σου για να απλωθεί μέσα σου. Ναι, είναι track-εργαλείο, track-όπλο, track-κρυφή εφεδρεία, αυτά που βάζεις για να κρατήσεις το πάτωμα ζεστό, τις κόρες διασταλμένες (όσο μπορείς) και τα κορμιά σε μια κοινή τροχιά. 

Το “Matière Noire”, με την παρουσία της Βερολινέζας ποιήτριας και κινηματογραφίστριας Alice Evermore, είναι το μοναδικό κομμάτι του άλμπουμ χωρίς beat και ακριβώς γι’ αυτό λειτουργεί σαν κάθαρση. Μετά από ένα τόσο επίμονο, συμπαγές, μεταλλικό ταξίδι, αυτό το track ανοίγει έναν χώρο όπου ο ήχος γίνεται φως χαμηλής έντασης. Η απουσία ρυθμού αφήνει χώρο στην αφήγηση, ένας επίλογος που μοιάζει περισσότερο με την ανάσα που αφήνεις όταν το μηχανικό beat επιτέλους σβήνει. Είναι το κομμάτι που δικαιολογεί όλο τον δρόμο μέχρι εκεί και είναι εκείνη η μαύρη ύλη που συγκρατεί το άλμπουμ ενωμένο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured