Ο Lemmy Kilmister (Ian Fraser Kilmister) γεννήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου του 1945 στο στο Μπάρσλεμ του Στάφορντσαϊρ της Αγγλίας. Ποτέ δεν υπήρξε απλώς μια εμβληματική φιγούρα της σκληρής κιθαριστικής μουσικής, αλλά ένα τεράστιο σημείο σύγκλισης. Ένας άνθρωπος που, χωρίς να το επιδιώξει θεωρητικά ή ιδεολογικά, επαναχάραξε τον χάρτη του rock 'n' roll. Οι Motörhead δεν ήταν ποτέ «heavy metal» με την αυστηρή έννοια και ο Lemmy το ξεκαθάριζε μέχρι τέλους: «We are Motörhead. And we play rock ’n’ roll». Κι όμως, από αυτό το rock 'n' roll γεννήθηκαν το thrash, το speed, το hardcore punk, η ακραία κιθαριστική ένταση όπως τη γνωρίζουμε.
Και δεν το λέμε μόνο εμείς μόνο. Ο Barney Greenway των Napalm Death το έχει διατυπώσει ξεκάθαρα «οι Motörhead ήταν η πρώτη πραγματικά ακραία μπάντα. Χωρίς αυτούς, δεν θα υπήρχε ούτε thrash, ούτε η τρίτη γενιά του punk. Ο ήχος του μπάσου, αυτός η "μπετονιέρα" που σημάδεψε Crass, Discharge, GBH, δεν ήρθε από κάποιο εγχειρίδιο, ήρθε από τον Lemmy». Ανάλογες μαρτυρίες υπάρχουν από εκατοντάδες συγκροτήματα που καλύπτουν όλο το φάσμα, από τους Sepultura μέχρι τους Testament.
Στη δεκαετία του ’80, όταν punks και metalheads κοιτάζονταν με καχυποψία (και συχνά με γροθιές) οι Motörhead έκαναν κάτι απλό και ριζοσπαστικό: τους ένωσαν. Στις συναυλίες τους δεν υπήρχαν στρατόπεδα. Υπήρχε ταχύτητα, ένταση, ιδρώτας και ένα κοινό έδαφος όπου όλα χωρούσαν. Δεν έλυσαν θεωρητικά τις διαφορές, αλλά, πρακτικά, τις εξαφάνισαν.
Ο Lemmy μισούσε τις ταμπέλες, αλλά λάτρευε την αλήθεια. Δεν τον ενδιέφερε να ορίσει είδη, μόνο να παίζει τίμια και δυνατά. Γι’ αυτό και, ακόμα κι αν – όπως έγραψε ο Νίτσε – «ο Θεός πέθανε», το γνωστό σύνθημα “Lemmy is God” δεν μιλά για θεοποίηση, αλλά για επιρροή. Ογδόντα χρόνια από τη γέννησή του, η κληρονομιά του παραμένει ζωντανή, ηχηρή και αδιαπραγμάτευτη.
Με αυτό το αφιέρωμα, το Avopolis τιμά όχι απλώς μια ιστορική μορφή, αλλά έναν άνθρωπο που απέδειξε ότι το rock 'n' roll δεν είναι είδος. Είναι στάση ζωής.

Άννα Γεωργάτου (Συντάκτρια του Avopolis)
Ο Lemmy και οι γυναίκες του
To αγόρι που για να εκδικηθεί τους band mates του όταν απολύθηκε από τους Hawkwind το 1975 αποπλάνησε το κορίτσι και τη σύζυγο του καθενός από αυτούς, δεν μπορεί παρά να έχει μια θυελλώδη ερωτική ζωή και περισσότερες από 1000 συντρόφους (ο ίδιος υποστηρίζει ότι δήλωσε κάποτε σε μια συνέντευξη “περισσότερες από 1.000” κι εκείνοι το έκαναν 2.000).
Γνωστός για την τεράστια αγάπη του για το σεξ, την μουσική και το speed δεν δίστασε αθυρόστομα να εξομολογηθεί στον Mick Wall: “I got my revenge,” (“Lemmy: The Definitive Biography”, Mick Wall).“I came home and f−−−ed all their old ladies. I made sure of [bandmates] Simon King and Alan Powell’s first. Alan Powell has still never forgiven me. And I hope he never will, cos there was a lot of malice involved, and I really meant every f−−−ing minute of it”.
O Lemmy Kilmister στην ερωτική του ζωή ήταν ξεκάθαρα ένα άτακτο παιδί. Ανέφερε συχνά ότι δεν παντρεύεται και δεν νοικοκυρεύεται, ενώ δεν δίσταζε να επιδίδεται και σε παράλληλες ερωτικές σχέσεις, καθώς η μονογαμία δεν ήταν ποτέ “στο τραπέζι”. Λάτρης των ανοικτών, μη συμβατικών σχέσεων δεν σύναψε ποτέ κανένα σύμφωνο συμβίωσης, απέκτησε ωστόσο δύο παιδιά, τον Sean και τον Paul Inder.

Το ντοκιμαντέρ για τη ζωή του και οι μαρτυρίες των συντρόφων του μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι χιλιάδες γυναίκες πέρασαν από την αγκαλιά του, αλλά θα σταθούμε στις πιο αντιπροσωπευτικές από άποψη διάρκειας και συναισθηματικής έντασης για τον Lemmy.
“O Lemmy δεν την πάτησε ποτέ, παρά μόνο με τη Susan Bennett, το κορίτσι του στα 60s, που πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης. Δεν την ξέχασε ποτέ, δεν την ξεπέρασε ποτέ, το “White Line Fever” είναι αφιερωμένο σε αυτή, κι αν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο, το σίγουρο είναι πως το πρώτο πράγμα που έκανε ο Lemmy, όταν έφυγε από τούτο τον μάταιο κόσμο, είναι να την αναζητήσει, αναφέρει χαρακτηριστικά η δημοσιογράφος Janiss Garz.
Η Cheryl Keuleman, η τελευταία του σχέση και μία από τις σημαντικότερες της ζωής του (1996-2015), Cathy το νεαρό κορίτσι που στα τέλη του 1960 τον έκανε πατέρα στο Stockport, όπου την ακολούθησε, όταν εκείνος ήταν 17 χρόνων -ο μικρός Sean δόθηκε τότε για υιοθεσία. Το 2010 στο νοκιμαντέρ “Lemmy” ο ίδιος ανέφερε ότι η μητέρα του παιδιού του ήρθε σε επαφή ξανά μαζί του πρόσφατα και δεν είχε το θάρρος να πει στο παιδί του ποιος ήταν ο πατέρας του.
Η Debbie Linden, ίσως η πιο φωτογενής σχέση του Lemmy με το λαμπερό μοντέλο και ηθοποιό από τη Σκωτία στα μέσα των 80s, Wendy O. Williams σύντροφος του Lemmy, η θρυλική τραγουδίστρια των Plasmatics. Για στενή συνεργασία και αμοιβαία έλξη μιλούσε πάντα ο Lemmy, ποτέ δεν επιβεβαίωσε σχέση, δήλωνε ωστόσο διαρκώς ότι την αγαπούσε και την θαύμαζε. Tracey θυελλώδης σχέση στο Manchester την περίοδο των Rockin’ Vickers, ίσως την θυμάστε καλύτερα ως Patricia Inder (πρώην σχέση του John Lennon). Καρπός των ερωτικών συνευρέσεων τους ο Paul Inder, τον οποίο ο Lemmy γνώρισε έξι χρόνια μετά, όταν τυχαία συναντήθηκαν ξανά στο διαμέρισμα του ίδιου dealer για να αγοράσουν κόκα. Ο Inder έγινε κιθαρίστας και βρέθηκε αρκετές φορές στη σκηνή με τον πατέρα του.
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο Lemmy Kilmister δεν ήταν ο τύπος ανθρώπου που θα μπορούσε να αλλάζει πάνες. Ο ίδιος είχε αναφέρει κάποτε ότι του φαινόταν αδιανόητο να βλέπει καθημερινά για το υπόλοιπο της ζωής του το ίδιο πρόσωπο μπροστά από ένα μπολ με cornflakes.“ As a lifestyle, it sucks. I could never imagine looking at the same face over the cornflakes for the rest of my life. I don’t know how people do it.”
Ανάμεσα στις φημολογούμενες σχέσεις του η Tania η οποία ενέπνευσε το “Love Me Forever”, η κιθαρίστρια Kelly Johnson (1980-1981), η Patricia Inder (1967), η Shelly Lyons, η Gaye Black, γνωστή ως Gaye Advert, μπασίστρια των “The Adverts”, η Purple Passion (γνωστή αμερικάνα πορνοστάρ από τη Βαλτιμόρη), η Jasmin St. Claire, η Alycen Rowse.
Κι αν όλα αυτά σας φαίνονται ακραία ενδιαφέροντα μια σύντομη αναζήτηση στο google θα σας οδηγήσει σε blogs με ονόματα "My life with Lemmy", "Lemmy and me", "Remembering my time with Lemmy" όπου μπορείτε να βρείτε λεπτομερείς, πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των ιστοριών εκατοντάδων κοριτσιών που διατείνονται ότι πέρασαν από την αγκαλιά του.
Ανδρέας Λάγιος (Μπασίστας των Nightstalker)
Όταν η μουσική σταμάτησε να είναι παιχνίδι και έγινε στάση ζωής
Όταν άκουσα Motörhead για πρώτη φορά, ενώ είχα ήδη rock και metal ακούσματα, ένιωσα μέσα μου ότι εδώ τα πράγματα είναι πιο «σοβαρά».
Έβλεπα επίσης τους μεγαλύτερους να φοράνε μπλουζάκια Motörhead και ξεχώριζαν από εμάς τους εφήβους που φορούσαμε μπλουζάκια Maiden και Metallica. Η δεκαετία των 80’ς είχε πολύ χουλιγκανισμό και «αλητεία» στην metal σκηνή και οι Motörhead δεν ήταν για «παιδάκια». Το ένιωσα στο πετσί μου όταν τους είδα συναυλία το ’87, αν θυμάμαι καλά. Για μένα έχει χαραχτεί βαθιά στο μυαλό μου καθώς ήταν το πρώτο live της ζωής μου και γιατί επίσης για να περάσεις στο χώρο της συναυλίας έπρεπε να παίξεις κυνηγητό με ματατζήδες που κυνηγούσαν αναίτια και ανελέητα να δείρουν τον κόσμο επειδή είχαν μακριά μαλλιά. Και όταν μπήκα στο χώρο, μόλις είχαν ξεκινήσει και έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός, χαρακτηριστικό της εποχής, ο Lemmy μου φαινόταν τεράστιος, τα φώτα…
Προσωπικότητα που αποκλείεται να περάσει απαρατήρητη, χαρακτηριστικό λίγων ανθρώπων. Σαν μπασίστας, παρόλο που δεν είχα επιρροές στο δικό μου παίξιμο, ήταν μοναδικός. Με το κιθαριστικό του παίξιμο, με πένα και ακόρντα και πολύ ωραίος ρυθμικά, από την εποχή των Hawkwind άλλωστε. Με καμάρι τον συνάντησα μετά από χρόνια στο Los Angeles να πίνει το ποτό του και να παίζει ηλεκτρονικά φρουτάκια και δεν αρνήθηκε να βγούμε μια φωτογραφία μαζί, ευγενικός και αγέρωχος, όπως θα τον θυμάμαι πάντα.

Παναγιώτης Λουκάς (Συντάκτης του Αvopolis)
Όταν ο Lemmy πληρώθηκε περισσότερο γράφοντας για τον Ozzy παρά με τους Motörhead
Από την ίδρυση τους το 1975 μέχρι και τον θάνατο του Lemmy το 2015 οι Motörhead ήταν συνεχώς σε περιοδείες. Κατά μέσο όρο έδιναν πάνω από 70 συναυλίες τον χρόνο και οι συναυλίες τους ήταν πάντα στα επίπεδα του sold out στα μέρη που εμφανίζονταν, ενώ και στα μεγάλα festival ήταν πάντα σε υψηλές θέσεις. Από οικονομικής πλευράς οι Motörhead είχαν τα πάνω τους και τα κάτω τους, και σίγουρα δεν θα τους έλεγες πλούσιους, αλλά τα έσοδα που έβγαζαν από το συγκρότημα ήταν ικανά για ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Πότε ήταν όμως η περίοδος που ο Lemmy Kilmister έβγαλε τα περισσότερα χρήματα του;
Βρισκόμαστε στις αρχές του 1990 όταν ο παλιόφιλος του Lemmy, ο Ozzy Osbourne ήταν σε διαδικασία για την ηχογράφηση του νέου του άλμπουμ. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά και όπως λέει ο ίδιος ο Lemmy στην αυτοβιογραφία του, μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο του και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η Sharon λέγοντας του απλά «θα σε πληρώσω Χ χρήματα εάν γράψεις μερικά τραγούδια για τον Ozzy». Η απάντηση του Lemmy ήταν τόσο απλή, όπως ταιριάζει στην προσωπικότητα του : «Οκ, θα το κάνω, έχεις ένα στυλό;».
Πρέπει να έγραψε 6-7 τραγούδια για το άλμπουμ του Ozzy, και ανάμεσα σε αυτά ήταν τα "Desire", "I Don’t Want To Change The World", "Hellraiser" και "Mama, I’m Coming Home", τα οποία κυκλοφόρησαν στο No More Tears (1991) το οποίο έχει πουλήσει πάνω από 5.000.000 αντίτυπα, με τον μεν "I Don’t Want To Change The World" να κερδίζει Grammy, το δε "Mama, I’m Coming Home" να είναι μέσα στα καλύτερα τραγούδια που έχει κυκλοφορήσει ο Ozzy, και να είναι από τα τελευταία τραγούδια που παίχτηκαν στην τελευταία εμφάνιση του Ozzy λίγο πριν τον θάνατο του το 2025.
To αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ο Lemmy, να λέει και πάλι στην αυτοβιογραφία του, ότι έβγαλε από τα 4 τραγούδια περισσότερα χρήματα από όσα είχε βγάλει στην καριέρα του μέχρι το 1991. Θα το έκανε και δωρεάν; Πιστεύω πως είναι πιθανόν, καθώς ο Lemmy πάντα ήταν δίπλα στους φίλους του.
Και όπως μας δήλωσε ο κιθαρίστας Ron “Bumblefoot” Thal (solo artist, ex Guns N’ Roses, ex Sons Of Apollo) στην ερώτηση μας εάν έχει κάτι να θυμηθεί από τον Lemmy, η απάντηση του ήταν «Met him backstage at a show in NJ, Lemmy was just cool as fuck. A down-to-Earth dude, no pretentious bullshit, a role model for how to not have that pompous rockstar attitude, and just be one of all of us that's into music... that always showed in his songs, his voice, everything, raw and real. He was the real deal».

Γιάννης Παπαϊωάννου (Αρχισυντάκτης του Avopolis)
Έζησε μια ζωή στα άκρα, με το γκάζι στο τέρμα, και έφυγε όρθιος
Ο Lemmy ήταν μια σπάνια κατηγορία ανθρώπου από μόνος του, που δεν χρειάστηκε ποτέ να πείσει κανέναν για το ποιος είναι. Ήταν απλώς εκεί. Σταθερός, αδιαπραγμάτευτος, με μια μοναδική αλήθεια που δεν χωρούσε κανένα φίλτρο, καμία αντίρρηση. Ό,τι κι αν άκουγες, όσο διαφορετικές κι αν ήταν οι φυλές της «σκληρής» κιθαριστικής μουσικής, υπήρχε ένα κοινό σημείο αναφοράς: οι Motörhead και ο Lemmy. Σχεδόν καθολικά αποδεκτός. Κι όχι, βέβαια, επειδή ήταν εύκολος, αλλά επειδή ήταν αληθινός.
Δεν έγραψε ποτέ κανένα βιβλίο «επιβίωσης», δεν εξομολογήθηκε μεταμέλειες, δεν έκανε κύκλους αυτοβελτίωσης. Έζησε με το γκάζι στο τέρμα, από τότε που ήταν «λάθος άνθρωπος με τα λάθος ναρκωτικά» στους Hawkwind, μέχρι την τελευταία του ανάσα. Τέσσερις μέρες μετά τα 70ά του γενέθλια έφυγε, έχοντας παίξει το τελευταίο live του λίγες εβδομάδες πριν. Μέχρι τέλους και χωρίς εκπτώσεις.
Πίσω από τον μύθο υπήρχε ένας άνθρωπος με χιούμορ κοφτερό σαν λεπίδα, με αγάπη για την ιστορία, με επίγνωση του εαυτού του. Δεν έγινε ποτέ καρικατούρα του εαυτού του, και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερό του επίτευγμα. Για σαράντα χρόνια κράτησε την αξιοπρέπειά του άθικτη. Δεν τον ενδιέφερε να σου πει πώς να ζήσεις, αν όμως τον πρόσεχες, μάθαινες. Από το πώς στεκόταν, από το πώς μιλούσε, από το πώς δεν κορόιδευε ποτέ το κοινό του.
Ο Lemmy πίστευε. Στο rock 'n' roll ως στάση ζωής, όχι ως πόζα. Στο ότι το show πρέπει να γίνεται. Στο ότι δεν έχεις δικαίωμα να κατέβεις από τη σκηνή μισός. Και γι’ αυτό, ακόμα και σήμερα, δεν τον θυμόμαστε απλώς με νοσταλγία. Τον κουβαλάμε σαν μέτρο σύγκρισης. Για το τι σημαίνει να ζεις, να παίζεις και να φεύγεις όρθιος.

Χάκος Περβανίδης (Αρχισυντάκτης του Metal Hammer)
Όταν ο Lemmy έπαιξε κόντρα στο χάος: Το Athens Open Air του 2004 και το show που «έπρεπε» να γίνει
Δευτέρα 5 Ιουλίου 2004. Μία μέρα πριν έχουμε σηκώσει την κούπα στο Euro, περιμένουμε την έναρξη της Ολυμπιάδας και στην παραλία του Αλίμου διοργανώνεται το πιο αποτυχημένο metal festival στην ιστορία της χώρας.
Το Athens Open Air, όπως ήταν το όνομά του, παρουσιάστηκε φιλόδοξα αλλά βούλιαξε μέσα στην ανικανότητα των διοργανωτών. Η δεύτερη μέρα ακυρώθηκε, ενώ κατά τη διάρκεια της πρώτης όσοι ήμασταν εκεί βιώσαμε τραγελαφικές αλλά και επικίνδυνες καταστάσεις, με τους λουόμενους να συγχρωτίζονται με τους metalheads, με σύννεφα άμμου να καλύπτουν τα πάντα, με ήχο που ο αέρας τον πηγαινοέφερνε δεξιά και αριστερά και μία σκηνή που το ένα μέρος της βρεχόταν οριακά από το κύμα, χωρίς backstage και με καλώδια δίπλα στο νερό. Την ημέρα αυτή, οι Motörhead θα ήταν οι headliners ενός billing που, ανάμεσα σε άλλους, περιείχε τους Dimmu Borgir (δεν έπαιξαν ποτέ), τους Sentenced, τους The Haunted και άλλους.
Το μεσημέρι βρίσκομαι στο ξενοδοχείο των συγκροτημάτων, όπου περιμένω τον Lemmy για μία τηλεοπτική συνέντευξη που έχουμε κανονίσει. Το ραντεβού είναι στις 3, αλλά όλοι ξέρουν ότι ο Lemmy πάντα αργεί σε αυτές τις περιπτώσεις. Ώρα αργότερα εμφανίζεται φρέσκος και ορεξάτος, μαυροντυμένος με γυαλισμένες μπότες και το γνωστό πηλήκιο. Μετά τις χαιρετούρες με ρωτάει: «Αυτοί οι Πορτογάλοι που παίζατε χθες, δεν έχουν έναν παίκτη που τον λένε Deco;». «Ναι», του απαντώ, και μονολογεί γελώντας κάτω από το μουστάκι του: «Πάλι καλά που δεν τον λένε Arturo, γιατί θα τον φώναζαν Art Deco...».
Η συνέντευξη κυλάει ομαλά και εκεί που είμαστε έτοιμοι να τον χαιρετήσουμε, μας λέει: «Δεν έρχεστε επάνω, στο δωμάτιό μου, να πιούμε κάνα ποτό και να ακούσουμε το προσωπικό μου άλμπουμ;». Πώς να αρνηθείς μία τέτοια πρόταση. Μπαίνουμε στο ασανσέρ, κρατώ στα χέρια μου ένα τεύχος του Metal Hammer με τους Slipknot στο εξώφυλλο. «Fuckin’ Slipknot», λέει ο αρχηγός, «δεν μου αρέσουν καθόλου». «Γιατί;», τον ρωτάω. «Πού το ξέρεις πως αυτοί πίσω από τις μάσκες είναι οι Slipknot και όχι οι roadies τους; Όποιος θέλει κρύβεται πίσω από μία μάσκα, αυτό δεν είναι rock 'n' roll, είναι παραμύθι. Το rock 'n' roll είναι αληθινό και αυτοί σου λένε ψέματα», έρχεται η πληρωμένη απάντηση.
Η σουίτα του Lemmy είναι όπως ακριβώς τη φαντάζεστε. 7-8 μπουκάλια Jack βρίσκονται ολούθε, κούτες από κόκκινα Marlboro, 3 ζευγάρια λευκές μπότες και η ζώνη με τις σφαίρες επάνω στο κρεβάτι. Βάζει τον πρώτο γύρο Jack-Cola, κερνά τσιγάρο και πατάει το play. Είναι ο προσωπικός του δίσκος, που δεν κυκλοφόρησε ποτέ, με συμμετοχές από τον Dave Grohl και μέλη των Stray Cats.
Μετά από κάνα 40λεπτο εμφανίζεται ο μάνατζέρ του. «Πάμε να φύγουμε», του λέει. «Δεν θα παίξουμε σήμερα. Δεν μας έχουν πληρώσει, η σκηνή είναι μέσα στη θάλασσα και δεν έχει backstage, δεν γίνεται να παίξουμε, μάζεψέ τα, πετάμε το βράδυ».
«Μισό λεπτό», απαντά ο Lemmy. «Έχει κόσμο; Έχει παιδιά που πλήρωσαν εισιτήριο για να μας δουν;». «Ναι», λέει ο μάνατζερ. «Εμείς θα παίξουμε ό,τι και να γίνει», απαντάει. «Τίποτα δεν πρέπει να εμποδίσει το show. Το show πάντα πρέπει να γίνεται», μας λέει καθώς αποχωρούμε για να τον αφήσουμε να ετοιμαστεί...

Δημήτρης Τσούπρος (Συντάκτης του Avopolis)
10 κομμάτια που ο Lemmy έκανε δικά του.
Υπάρχει μια παράξενη, σχεδόν μυθική ισορροπία ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον της heavy metal και rock μουσικής, και ο Lemmy Kilmister ήταν ένας από τους ελάχιστους που μπορούσαν να σταθούν και στις δύο πλευρές με την ίδια φυσικότητα. Όσο κι αν οι Motörhead θεωρούνται σημείο-μηδέν για ολόκληρη τη metal κουλτούρα, ο Lemmy δεν συμπεριφέρθηκε ποτέ σαν «πατριάρχης» που απαιτούσε σεβασμό. Αντίθετα, έδειχνε διαρκώς μια σχεδόν παιδική χαρά κάθε φορά που μπορούσε να τιμήσει τους ήρωές του, αλλά και να σταθεί δίπλα στις νεότερες μπάντες που τον κουβαλούσαν ως δικό τους ήρωα. Παρακάτω επιλέγω τις 10 διασκευές (από τις περισσότερες από 20 που έχει κάνει) που ξεχωρίζω.
Η σχέση του με τους Metallica είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αμφίδρομης διαδρομής. Οι Metallica προφανώς και δεν θα ήταν οι... Metallica χωρίς τους Motörhead και τον Lemmy, και όμως, εκείνος δεν δίστασε να τους τιμήσει και μάλιστα δύο φορές.
Αρχικά με το “Enter Sandman” το 1998 και έπειτα με το "Whiplash", σε μια εξίσου άγρια και αθυρόστομη εκδοχή όπου το χαρακτηριστικό του μπάσο δίνει μια πολύ ταιριαστή υφή σε έναν ύμνο του πρώιμου thrash. Ίσως η πιο "πετυχημένη" διασκευή του Lemmy, καθώς του χάρισε και ένα Grammy το 2005. Ο Lemmy απέδειξε πως έβλεπε τους Metallica όχι μόνο ως συνεχιστές, αλλά ως συνοδοιπόρους. Έτσι δούλευε πάντα, δεν υπήρχε εγωισμός, μόνο αγάπη για την σκηνή.
Παράλληλα, ο Lemmy δεν ξέχασε ποτέ τα θεμέλια της δικής του μουσικής διαδρομής. Το “Louie Louie” των Kingsmen, ένα από τα μεγαλύτερα garage rock κομμάτια όλων των εποχών, παίρνει στα χέρια του την πιο βρώμικη, πιο αυθεντική εκδοχή του.
Ακόμη και όταν καταπιανόταν με κλασσικά rock κομμάτια, ο Lemmy δεν το έκανε από νοσταλγία. Στο “Tie Your Mother Down” των Queen, η προσέγγισή του είναι τόσο ευθεία και χωρίς ίχνος θεατρικότητας φέρνοντάς το στην πρωτόγονη του μορφή. Αντί να μιμηθεί τον Brian May, ο Lemmy κάνει το κομμάτι κατά κάποιο τρόπο δικά του. Έτσι όμως τιμάει πραγματικά τους συναδέλφους του. Τους δείχνει πως τον ενέπνευσαν να χρησιμοποιήσει την πρώτη ύλη τους για να δημιουργήσει κάτι νέο.
Το ίδιο συμβαίνει και στους θρύλους του rock, Rolling Stones, με την εκρηκτική εκτέλεση στο “Jumpin’ Jack Flash” και με την απειλητική ανάγνωση του στο “Sympathy for the Devil”.
Και όμως, ο Lemmy δεν έβλεπε ποτέ τον εαυτό του ως gatekeeper της ιστορίας του rock’n’roll. Αντιθέτως, είχε την απλότητα να τιμά punk συγκροτήματα με τον ίδιο ενθουσιασμό. Η διασκευή του στο “Thirsty and Miserable” των Black Flag είναι μια τίμια, ωμή και παντελώς ανεπεξέργαστη υπόκλιση στο αμερικανικό hardcore, και ίσως η αγαπημένη του γράφτοντος.
Ομοίως, με το “God Save the Queen” των Sex Pistols τιμάει την Βρετανική punk σκηνή. Μια σκηνή που στη δεκαετία του ’70 και του ’80 αντιμετώπιζε συχνά τους Motörhead σαν… παράνομους συγγενείς, γιατί βρήκε στο πρόσωπό του έναν πραγματικό σύμμαχο.
Ένα από τα ωραιότερα παραδείγματα της διάθεσής του να μοιράζεται τη σκηνή είναι η συμμετοχή του στο “Ballroom Blitz” των Sweet μαζί με τους Damned. Μπορεί να μην χαρίζει την χαρακτηριστική του φωνή, όμως ο ήχος των μπασογραμμών του είναι εξίσου iconic.
Και φυσικά, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το “Breaking the Law”. Είναι ένα κομμάτι που συνόψιζε την ίδια τη φιλοσοφία του Lemmy. Ωμότητα, ταχύτητα και πλήρης περιφρόνηση για το καθωσπρέπει. Ο Lemmy ήταν ένας άνθρωπος που δεν αναγνώριζε τοίχους, ταμπέλες ή μουσικά σύνορα. Αν κάτι είχε τσαμπουκά και φλόγα, το έκανε δικό του.
Γιώργος Φλωράκης (Ραδιοφωνικός παραγωγός, Τρίτο Πρόγραμμα, Kosmos)
Ace Of Spades: Ο Lemmy και η στιγμή που κατέρρευσαν τα στρατόπεδα της μουσικής
Το μεγάλο σοκ ήταν το Ace Of Spades. Είσαι 16 χρονών, το πανκ έχει σκάσει τόσο γερά που ο κουρνιαχτός του έχει φτάσει ως την Ελλάδα και παλεύεις να δημιουργήσεις προσωπική ταυτότητα με βάση τη μουσική που ακούς. Από τη μια πλευρά είναι το ροκ, όλη αυτή φάση που περιλαμβάνει Pink Floyd, Led Zeppelin, Deep Purple, Rory Gallagher κι από την άλλη οι Sex Pistols, οι Clash, οι Buzzcocks και μόλις στην αρχή τους -πάνω που πας να τους πάρεις μυρωδιά- οι Joy Division. Από τους δύο αυτούς ξεχωριστούς και ασύμβατους κόσμους, πρέπει υποχρεωτικά να διαλέξεις τον έναν, πρέπει να διαλέξεις στρατόπεδο, να αποκτήσεις ταυτότητα. Και σκάει το Ace Of Spades! Και κάνει στ’ αυτιά σου ταυτόχρονα και ροκ -χάρντ, μάλιστα- και πανκ. Τα όρια θολώνουν, τα χρώματα λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο. Αναπολείς τις παλιές καλές εποχές, που είχες διαλέξει χωρίς δυσκολία: Από τους ροκάδες και τους καρεκλάδες, επέλεξες χωρίς περιττές αναρωτήσεις, τους ροκάδες. Τώρα όμως;
Ο Lemmy ήταν πάντα η φιγούρα στο όριο. Στο όριο του πανκ με το χαρντ ροκ και το μέταλ, στο όριο -τελικά- της ζωής με τον θάνατο λόγω των συνεχών περιοδειών και ηχογραφήσεων σε συνδυασμό με τις καταχρήσεις, τις οποίες δεν σταμάτησε ακόμα και όταν οι γιατροί τον προειδοποίησαν ότι ο οργανισμός του κατέρρεε.
Αν και δεν ακολούθησα τον Lemmy στις ακραίες του προτιμήσεις για το σπιντ και το αλκοόλ, τον ακολούθησα, παίρνοντας ανάποδα την πορεία του προς τα πίσω: στις διαστημικές χαρντ ροκ περιπέτειες των Hawkwind αλλά και στις ψυχεδελικές αναζητήσεις του/των Sam Gopal. Εξαιτίας του mister Kilmister έμαθα πολύ νωρίς ότι η μουσική δεν χωρίζεται μόνο οριζόντια -σε είδη- αλλά και κάθετα, με βάση τις ποιότητες των ακροαμάτων και -κυρίως- διαγώνια, με βάση την υποκειμενικότητα κάποιου ακροατή που μπορεί να απολαμβάνει με την ίδια ένταση τους Hawkwind, τους Motörhead, τους Pistols, τους Cure, ακόμη και τους Chic, τον Coltrane, τον Ραχμάνινοφ, τους Maiden ή τους Cocteau Twins.

CITY KIDS (Συγκρότημα)
Όταν το rock ’n’ roll περνάει από γενιά σε γενιά: Μαθήματα Motörhead από τη σκηνή
Πάντοτε ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις μας από τις εμφανίσεις μας έχουν, όταν μας προσεγγίζουν άνθρωποι και μας λένε "ξέρετε, έχω έρθει με το παιδί μου εδώ και σήμερα άκουσε για πρώτη του φορά Motörhead από εσάς". Κάθε τέτοια περίπτωση είναι πάντοτε, κάτι που μας τιμά απίστευτα και μας υπενθυμίζει να συνεχίζουμε να είμαστε σοβαροί και πάνω απ' όλα ειλικρινείς σε αυτό που κάνουμε.
Ζωντανά τον είδαμε επί σκηνής 4 φορές και θα αναφερθώ στην τελευταία τους εμφάνιση στην Ελλάδα το 2007 στο Λυκαβηττό. Θυμάμαι την ώρα που προσφώνησαν ότι το επόμενο κομμάτι θα ήταν το "Whorehouse Blues", για όσους δεν το γνωρίζουν είναι ένα ακουστικό δωδεκάμετρο που είχαν κυκλοφορήσει λίγα χρόνια πριν. Ένα κομμάτι που φαινομενικά δεν ταίριαζε με τον υπόλοιπο κατάλογό τους αλλά οι περισσότεροι μάλλον συμφωνούσαμε ότι έλειπε από το ρεπερτόριό τους. Η εικόνα, λοιπόν, με τον Lemmy να στέκεται μπροστά στη σκηνή, χωρίς μπάσο, και να συνοδεύει με τη φυσαρμόνικά του αυτό το τραγούδι, εν μέσω μάλιστα ενός αρκετά επιθετικού setlist εκείνη τη βραδιά κι ενώ όλο το θέατρο έδινε ευλαβικά το ρυθμό με τα χέρια, ήταν σχεδόν θρησκευτική εμπειρία.
Για εμάς, το να συνεχίζουμε να παίζουμε τη μουσική των Motörhead σήμερα δεν είναι απλώς μια αναφορά ή ένας φόρος τιμής· είναι κάτι βαθιά προσωπικό. Ο στόχος μας παραμένει ο ίδιος από την πρώτη μέρα: να είμαστε η μπάντα που κάποιος θα ανυπομονεί να δει ζωντανά ένα Σάββατο βράδυ, όταν θα θελήσει να βγει έξω, να ξεφύγει για δυο–τρεις ώρες από τα προβλήματά του, να πιει τα ποτά του, να τραγουδήσει μαζί μας και να επιστρέψει σπίτι του γεμάτος ενέργεια και attitude — με εκείνο το «δε μασάω πουθενά».
Αυτή είναι, άλλωστε, η πεμπτουσία του rock 'n' roll και των Motörhead. Από εκεί το μάθαμε. Κι αυτό είναι και το δικό μας μικρό μυστικό: κάτι που μας κρατά νέους, εχέφρονες και ακέραιους ως ανθρώπους. Για την ώρα, τουλάχιστον, πιστεύουμε πως είμαστε καλοί μαθητές — και το λέμε με ένα χαμόγελο.










