Mavis Staples

86 ετών σήμερα, η Mavis Staples είναι ίσως η τελευταία εναπομείνασα μεγάλη ερμηνεύτρια του «τραγουδιού διαμαρτυρίας» (protest song). Η φωνή της σημάδεψε την εποχή των αγώνων για τα Πολιτικά Δικαιώματα των Αφροαμερικανών και το κίνημα κατά του πολέμου του Βιετνάμ της δεκαετίας του '60.  Στα νιάτα της, η φωνή της Mavis Staples σηκώθηκε πολύ ψηλά καθώς τραγουδούσε το "We Shall Overcome", το "I Shall Not Be Moved", το "Respect Yourself" και τόσα άλλα. Σήμερα, η ίδια φωνή, όπως είναι κατανοητό, στερείται της δύναμης που είχε κάποτε, ωστόσο ενυπάρχει εμπειρία, κερδισμένη σοφία και προπάντων «αισιοδοξία της βούλησης και της πράξης» σε κάθε λέξη που τραγουδάει.

Η σόλο καριέρα της Mavis Staples άργησε να ξεκινήσει: κυκλοφόρησε αρχικά δύο άλμπουμ για την Volt, ενώ το οικογενειακό συγκρότημα των Staple Singers είχε υπογράψει συμβόλαιο με την Stax. Από τα μέσα της δεκαετίας του 70 και μετά ακολουθήθηκαν μια σειρά ακανόνιστες κυκλοφορίες, υπό την επίβλεψη του Curtis Mayfield, του Jerry Wexler και του Prince. Έπρεπε να φτάσει το 2004 για να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά, με τη δική της μπάντα, στο άλμπουμ Have A Little Faith που κυκλοφόρησε από την Alligator Records, ετικέτα-εγγύηση σε ό,τι αφορά το blues του Σικάγο. Τρία χρόνια αργότερα, το άλμπουμ We'll Never Turn Back, σε παραγωγή του πολυπράγμονα Ry Cooder, στην εταιρεία ANTI-, σηματοδότησε την ολική επαναφορά της. Το κυριότερο: η επιλογή του υλικού στο προαναφερθέν άλμπουμ πέτυχε να αναδείξει εκ νέου, σε επικαιροποιημένη μορφή, αυτό που ήταν πάντα η Mavis Staples: μια μεγάλη τραγουδίστρια διαμαρτυρίας.  Ακολούθησε, σε παρόμοιο ύφος, το επίσης έξοχο You Are Not Alone του 2010 σε παραγωγή του Jeff Tweedy.

Για το τελευταίο της, δέκατο τέταρτο άλμπουμ της, ο παραγωγός Brad Cook συγκέντρωσε μια πληθώρα μουσικών για να την συνδράμουν∙ είτε βετεράνους όπως ο Buddy Guy, ο Eric Burdon, ο Derek Trucks (νεότερο μέλος των Allman Brothers) και η Bonnie Raitt είτε αστέρες της νεότερης γενιάς όπως ο MJ Lenderman, ο Justin Vernon, η Katie Crutchfield, κ.ά. Όλοι τους μοιράζονται την οξυδέρκεια να μένουν διακριτικά στο background, αφήνοντας την προσοχή στραμμένη στην Staples.

Το όραμα του παραγωγού Cook μοιάζει κάπως με το concept στο άλμπουμ των Nitty Gritty Dirt Band Will the Circle Be Unbroken του 1972, το οποίο συγκέντρωσε τότε στο στούντιο την αφρόκρεμα της country και bluegrass παράδοσης (Roy Acuff, "Mother" Maybelle Carter, Doc Watson, Earl Scruggs, Randy Scruggs, Merle Travis). Μόνο που εδώ το υλικό αντλείται από τα gospel, τη soul και την protest-folk.

Το άλμπουμ συνιστά ένα σημαντικό κάλεσμα για ενότητα, σαν να είναι όλοι συγκεντρωμένοι σε εκκλησίασμα και να περιμένουν την μεγάλη γκόσπελ πρωθιερέα να δώσει το έναυσμα για να ξεκινήσει η μουσική ιερουργία. H Mavis, ζώσα φωνή της ενσυναίσθησης, οδηγεί την σιωπηλή συγκέντρωση για προσευχή, ερμηνεύοντας συγκλονιστικά κομμάτια όπως το "We Got To Have Peace" του Curtis Mayfield.

Τα τραγούδια είναι διαφόρων συνθετών: Tom Waits/Kathleen Brennan, Leonard Cohen, Gillian Welch, Mark Linkus. Είναι τραγούδια ελπίδας και στοχασμού, αντίστασης και εξέγερσης. Υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία στο "Human Mind", γραμμένο για την Staples από τους Hozier και Allison Russell. Η Mavis τραγουδάει κάπως σκωπτικά "I find good in it sometimes" όταν απευθύνεται στην ανθρωπότητα, δίνοντας σαφή έμφαση στο "sometimes". Μια από τα πιο δυναμικές ερμηνείες της δίνεται στο "Chicago" του Tom Waits. Στοχάζεται για τη Μεγάλη Μετανάστευση προς τα βόρεια, ανατρέχοντας στην οικογενειακή της ιστορία. Ο πατέρας της, ο μεγάλος Pop Staples, ιδρυτής του σχήματος των Staple Singers, γεννήθηκε στην Πολιτεία του Μισισίπι, όμως αναγκάστηκε να μεταναστεύει στον αμερικανικό Βορρά σε αναζήτηση εργασίας. Η ίδια η Mavis Staples γεννήθηκε στο βιομηχανικό Σικάγο στις 10 Ιουλίου του 1939. Στο "Chicago", η φωνή της Mavis συνδυάζεται μαγκιόρικα με τα hook στην κιθάρα ενός μεγάλου μάστορα του ηλεκτρικού blues, του Buddy Guy. Η επιλογή του ως εναρκτήριου τραγουδιού πιθανότατα δεν είναι τυχαία, δεδομένης της τρέχουσας παρουσίας στρατευμάτων στο Σικάγο για την επιβολή του ICE.

Σε αυτό το πνεύμα, ορισμένα τραγούδια κάνουν άμεσες εκκλήσεις για ανθεκτικότητα, στο πλαίσιο των ειρηνικών διαμαρτυριών. Υποδεικνύει όμως ότι η «ειρήνη» δεν συνεπάγεται υποταγή, σε κομμάτια όπως το "Anthem" του Leonard Cohen.

Το ομώνυμο τραγούδι, που γράφτηκε από τον αδικοχαμένο Mark Linkous των Sparklehorse, είναι μια πανέμορφη μπαλάντα που μιλάει για τις μικρές καθημερινές πράξεις που αποτελούν την ανθρωπιά και μας βοηθούν να διατηρούμε έστω και την παραμικρή ελπίδα. Στο "Beautiful Strangers" του Kevin Morby, υπενθυμίζει σε όσους αντιμετωπίζουν κίνδυνο: «If you ever hear that gunshot/ You may think 'bout what you do but you don't got/ Say a prayer, think of mother/ I am a rock».

Το "Hard Times" της Gillian Welch είναι μια αυθεντική εργατική μπαλάντα της εποχής της Μεγάλης Ύφεσης που μιλάει για την διάλυση του κοινωνικού ιστού και των οικογενειακών σχέσεων και την προσπάθεια των ανθρώπων να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους∙ αυτή την ανάγκη διατήρησης της αξιοπρέπειας εκφράζει η αγέρωχη ερμηνεία της Mavis, καθώς οι «δύσκολες εποχές» έχουν επιστρέψει με μεγαλύτερη σφοδρότητα.    

Καταπληκτική και πολυφωνική η εκτέλεση στο "Everybody Needs Love" του Eddie Hinton, μουσικοσυνθέτη που έδρασε στα φημισμένα Muscle Schoal Studio της Αλαμπάμα, στα οποία αναμείχθηκαν γόνιμα στα 60ς-70’ς η country και η soul∙ οι Stones και η Aretha έχουν μεταξύ άλλων ηχογραφήσει εκεί, ενώ το εν λόγω κομμάτι έχουν διασκευάσει εξίσου όμορφα και soulful και οι Drive-By Truckers.

Στο πολυδιασκευασμένο "A Satisfied Mind", ένα στοχαστικό country/gospel κομμάτι που έγραψε ο Porter Wagoner στα 50ς, η Mavis τραγουδάει ότι είναι σίγουρη πως έχει κάνει το χρέος της: «But there's one thing for certain when it comes my time/ I'll leave this old World/  with a A Satisfied Mind». Και με το παραπάνω.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured