Track 01. Play. Μήπως πρόκειται για κάποιο πόνημα του Steven Wilson; Εξετάζουμε το δισκάκι. Είναι το σωστό. Το σκηνικό αλλάζει, αλλά κυρίαρχη μένει η μεγαλοπρεπής ενορχήστρωση, το reverb, το μοίρασμα ανάμεσα στην ακουστική βάση και τα συμφωνικά ιντερλούδια. Υπεύθυνος για τη μουσική και την ενορχήστρωση δεν είναι άλλος από το Νίκο Αντύπα (οι στίχοι ανήκουν στη Μυρτώ Κοντοβά και τη Λίνα Νικολακοπούλου). Γνωστός, βέβαια για τον ιδιαίτερο ήχο του που τραβάει ακόμα και τη δημοτική ρίζα για να τη μεταφυτεύσει σε δυτικοπρεπείς ενορχηστρώσεις. Η αρχή έγινε στο «Μένω εκτός» με την Ε. Αρβανιτάκη, μην ξεχνάτε όμως την εμμονή στη λεπτομέρεια όταν έκανε (με τον Γ. Σπάθα) την ενορχήστρωση του πρώτου άλμπουμ των Κατσιμιχαίων «Ζεστά Ποτά». Πλέον δεν μιλάμε για νεωτεριστική άποψη (που και τότε αναφερόταν στην ελληνική πραγματικότητα), μιλάμε για παγιωμένο ήχο, άμεσα αναγνωρίσιμο.Στο "Τρίτη χαμένη" φιγουράρει μια μπαλάντα αλά Γιάννης Κότσιρας, αλλά το "μου λείπεις όταν βλέπω τις ταινίες και δεν μου τρώει τα πατατάκια μου κανείς" θα μπορούσε και να λείπει (λέμε, εμείς). Στην "Αλάνα" φέγγει το άστρο της Λίνα Νικολακοπούλου ("Υψος, μήκος, πλάτος μου, το κρύβω εγώ το κράτος μου, πιάνει χώρο ελάχιστο, και παίρνει φως απ' τ' άχτιστο), στα "Κλείσε μου το στόμα" και "Ό,τι αρχίζει" κλείνονται αντίστοιχα ένα ζεϊμπέκικο κι ένα χασάπικο που ξεχειλώνονται. Φτάνουμε προς το τέλος. Ίσως το αδύναμο σημείο να είναι και ο στίχος. Άλλοτε σε πιάνει (χωρίς βέβαια ποτέ να κατορθώνει να σε "χτυπήσει", ακόμα κι αν προσπαθεί), άλλοτε χάνεται σε ευκολίες ("Με το πρώτο αεροπλάνο φτάνω / κατεβαίνω στο Ελ. Βενιζέλος / με το πρώτο αεροπλάνο φτάνω / κι έχω στην καρδιά μου ένα βέλος" στο τραγούδι "Το Πιτσιρίκι").Ο δίσκος αυτός δεν θα σε ταρακουνήσει. Ούτε τα καθαρκτικά φινάλε βοηθούν, ούτε και τα μεγαλομανή ρεφρέν. Έχει όμως μικρές λεπτομέρειες που θα σε τραβήξουν. Θα σου πει στον πανικό σου, "Να περνάμε καλά, με κλειστά τα κινητά, και τους φίλους μας να μην ξεχνάμε" ("το σχοινί"), θα σου ρίξει ένα τζαζ πλήκτρο εδώ, μια αλά Golden Brown ιδέα εκεί, δυο-τρια κόλπα κρουστών παραπέρα (μην ξεχνάμε και από που ξεκίνησε ο Αντύπας). Κι αν σπαταλήσεις παραπάνω χρόνο, έχει να σου πει περισσότερα σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο, αλλά μέχρι εκεί... Μην ξινίζεις. Θα τον συμπαθήσεις, θα τον συνηθίσεις και κανα δυο τραγούδια θα τα βάλεις στο repeat. Σάμπως σου συμβαίνει και συχνά; Δεν βλέπεις τί σαβούρα κυκλοφορεί πλέον από τις ελληνικές εταιρίες;Για μια στιγμή... Δεν είπαμε τίποτα για τον τραγουδιστή... Ίσως και δικαίως. Ερμηνευτής αυτού του δίσκου θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άλλος έχει μια πολύ καλή φωνή. Όλες οι δουλειές του Αντύπα, αν το καλοσκεφτείτε, απαιτούν να χρησιμοποιείται η φωνή, έντονα, να δουλεύουν οι μηχανές της στο φουλ, τουλάχιστον στην πλειοψηφία του ερμηνευτικού χρόνου. Το ίδιο γίνεται κι εδώ, μόνο που δοθείσης και της βυζαντινής και κάπως άκαμπτης φωνής του Δημήτρη Μπάση, μας δίνεται η εντύπωση ότι χάνεται η ευαισθησία. Ο Δημήτρης Μπάσης φαίνεται (χωρίς πιθανότατα να είναι και στην πραγματικότητα) αμέτοχος, σα να έρχεται τελευταίος στην όλη διαδικασία, με αποτέλεσμα και η μεταχείριση των τραγουδιών να είναι ισοπεδωτική και κάπως κρύα. Υπάρχουν στιγμές, βέβαια, που πραγματικά του πηγαίνουν, αλλά και άλλες που μοιάζει μετέωρος, κρατώντας το φυσικό, λαϊκό χρώμα του σε συνθέσεις που δεν το "θέλουν".Πάντως, η δημιουργία τραγουδιών που πραγματικά θα μείνουν είναι έτσι κι αλλιώς κάτι δύσκολο και απαιτητικό σε χημεία πολλών ανθρώπων (που πλέον συναντιούνται λιγότερο στο δημιουργικό στάδιο), γι' αυτό και δεν απαιτούμε "παπάδες" έτσι κι αλλιώς. Και, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, εδώ υπάρχουν δύο-τρία τραγούδια πραγματικά πολύ αξιόλογα και υποπτευόμαστε ότι ίσως δεν ακουστούν και καθόλου από τα ραδιόφωνα που θα παίξουν τούτο τον δίσκο. Αλλά αυτό είναι αλλουνού παπά Ευαγγέλιο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured