Κάθε λίγα χρόνια η Neko Case αναδύεται στην επιφάνεια με ένα νέο άλμπουμ και υπενθυμίζει στους ακροατές ότι είναι μια από τις σπουδαιότερες εν ζωή τραγουδοποιούς. Σε όλη την εικοσιπενταετή και πλέον καριέρα της, ο άγριος country-noir-rock ήχος της γίνεται διαρκώς πιο ατρόμητη και περιπετειώδης. Η μουσική της Case απηχεί τον κόσμο - τη σκληρότητα, την επιμονή και την τρομακτική ομορφιά της ανθρώπινης φύσης.
Το ένατο άλμπουμ της, με τον τίτλο Neon Grey Midnight Green, ηχογραφήθηκε σε δική της παραγωγή και παρουσιάζει τον πιο έντονο ήχο και τα πιο προσωπικά συναισθήματα μέχρι σήμερα.
Γεννημένη στις 8 Σεπτεμβρίου 1970, στην Αλεξάνδρεια της Βιρτζίνια, η Neko Case ως παιδί μετακόμιζε συχνά, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της νεότητάς της στην Τακόμα της Ουάσινγκτον. Άφησε τους γονείς της σε ηλικία 15 ετών και τρία χρόνια αργότερα άρχισε να παίζει ντραμς για διάφορα συγκροτήματα της πανκ ροκ σκηνής της Βορειοδυτικής Αμερικής. Το 1994, μετακόμισε στο Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας για να μπει σε σχολή καλών τεχνών και ταυτόχρονα εντάχθηκε στο πανκ συγκρότημα Maow, το οποίο κυκλοφόρησε έναν δίσκο στη δισκογραφική εταιρεία Mint. Έπαιξε επίσης με τους roots rockers Weasles και τελικά σχημάτισε το δικό της γκρουπ, τους Boyfriends, το οποίο αρχικά περιλάμβανε πρώην μέλη των Softies, Zumpano και Shadowy Men on a Shadowy Planet.
Η Case κυκλοφόρησε το 1997 το ντεμπούτο της με τίτλο The Virginian, εμβαθύνοντας ολόψυχα στην παραδοσιακή country μέσα από ένα μείγμα διασκευών και πρωτότυπων κομματιών. Συνέχισε να εμφανίζεται με την Carolyn Mark στο παλιό side project, τους Corn Sisters. Παράλληλα συμμετείχε στο indie supergroup των New Pornographers, οι οποίοι εξακολουθούν να ηχογραφούν με έδρα το Βανκούβερ. Το 1998, η Case ολοκλήρωσε τις σπουδές της και, με τη λήξη της φοιτητικής της βίζας, επέστρεψε στην Ουάσινγκτον και ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στο δεύτερο σόλο άλμπουμ της. Το υπέροχο, μελαγχολικό Furnace Room Lullaby κυκλοφόρησε από την Bloodshot Records το 2000 και κέρδισε θερμούς επαίνους από τους περισσότερους κριτικούς.
Στη συνέχεια, η Case μετακόμισε στο Σικάγο, όπου άκμαζε η alt-country σκηνή, και κυκλοφόρησε το ηχογραφημένο EP Canadian Amp το 2001. Η μελαγχολική, μεταμεσονύχτια ατμόσφαιρά του μεταφέρθηκε στο Blacklisted του 2002, μια πιο σκοτεινή αλλά και πιο εκλεκτική δουλειά. Αποκόμισε στην Case τις καλύτερες κριτικές μέχρι εκείνο το σημείο, μπαίνοντας σε πολλές δημοσκοπήσεις κριτικών στο τέλος της χρονιάς, και της εξασφάλισε μια θέση στην περιοδεία ανοίγοντας τη συναυλία του Nick Cave. Το Blacklisted ηχογραφήθηκε στο Wavelab Studio στο Tuscon της Αριζόνα, όπου είχε μετακομίσει η Case το 2002.
Το 2004, η Case υπέγραψε συμβόλαιο με την Anti Records στις Ηνωμένες Πολιτείες και εκείνη τη χρονιά κυκλοφόρησε ένα ζωντανό άλμπουμ, με τίτλο The Tigers Have Spoken, το οποίο ηχογραφήθηκε με το καναδικό surf-country γκρουπ The Sadies.
Το Fox Confessor Brings the Flood (2006) χαιρετίστηκε από τους κριτικούς ως ένα άμεσο κλασικό άλμπουμ και το πιο ολοκληρωμένο έργο της Case μέχρι σήμερα, ακολούθησε το 2006. Οι Joey Burns και John Convertino των Calexico συνέβαλαν κιθάρα, τσέλο, μπάσο και ντραμς στο άλμπουμ. Στις 3 Μαρτίου 2009, η Case κυκλοφόρησε το Middle Cyclone. Ήταν το πρώτο της άλμπουμ που έφτασε στα δέκα κορυφαία άλμπουμ του Billboard.
Το Neon Grey Midnight Green είναι το πρώτο νέο άλμπουμ της Case, μετά το Hell-On του 2018, έναν εκλεκτικό δίσκο που η Guardian αποκάλεσε «έναν τέλειο βρυχηθμό γυναικείας ανυπακοής». Το άλμπουμ έρχεται στον απόηχο του οδυνηρού και καλογραμμένου βιβλίου της Case The Harder I Fight, The More I Love You: A Memoir, που απέσπασε εξαιρετικές κριτικές.
Στο μεταξύ, η Case είχε χτυπηθεί από πολλές καταιγίδες. Καθώς ηχογραφούσε το τελευταίο της άλμπουμ, το αγρόκτημά της στο Βερμόντ κάηκε και στη συνέχεια, ακριβώς τη στιγμή που ανοικοδομούσε, ξέσπασε η πανδημία. Το lockdown της έδωσε χρόνο να γράψει τα απομνημονεύματά της (ένα βιβλίο που περιγράφει τους γονείς της να την εγκαταλείπουν και τη μητέρα της να σκηνοθετεί τον θάνατό της, μεταξύ άλλων). Όμως, ακριβώς τη στιγμή που η ζωή ξαναμπήκε σε έναν ρυθμό και η Case επέστρεψε στις ηχογραφήσεις, δέχτηκε τα νέα για τους θανάτους αρκετών οικείων προσώπων, συμπεριλαμβανομένου αυτού του Dallas Good των Sadies, στενού φίλου και συνεργάτη.
Αρκετά από τα τραγούδια στο νέο άλμπουμ αναφέρονται σε αυτές τις απώλειες. Ο ίδιος ο Good τιμάται στο τελευταίο κομμάτι, ενώ ένας άλλος στενός σύντροφος, ο Dexter Romweber των Flat Duo Jets, τιμάται στο πρώτο single "Winchester Mansion of Sound", ένα τραγούδι σε μπαρόκ στιλ. Αυτό που προσθέτει στη συγκίνηση είναι η παραδοχή της Case ότι βασίστηκε στο τραγούδι στη μελωδία και την κατασκευή του "Orphan’s Lament" του σπουδαίου και παραγνωρισμένου τραγουδοποιού Robbie Basho (1940 – 1986), ένα τραγούδι που περιγραφεί ως «το πιο θλιμμένο όλων των εποχών».
Ηχογραφημένο σε ζωντανή μουσική με την 20μελή Plainsong Orchestra να συμμετέχει σε πολλά από τα τραγούδια, αυτό είναι ένα πληθωρικό άλμπουμ με ύφος που δεν φοβάται να πάρει διάφορες κατευθύνσεις. Στο εναρκτήριο "Destination" η χαρακτηριστική φωνή της Case αντηχεί πάνω σε μια ενορχήστρωση εγχόρδων και έναν δυνατό ρυθμό, ενώ το επόμενο “Tomboy Gold” ακούγεται σαν ένα jazz ποίημα. Το "Wreck" είναι ένα πιο συμβατικό country-rock κομμάτι που παρασύρεται από αναταραχές εγχόρδων. Το ομώνυμο τραγούδι είναι επικό folk-rock συνδυασμένο με spaghetti western, οι μορικονισμοί παλαντζάρουν ανάμεσα σε λυρικές και σε καθαριστικές εξάρσεις, σαν ηχοτόπια που στοιβάζουν αισθήσεις οργής. Υπάρχουν επίσης αναφορές στη μυθολογία, στη φύση και στους άγριους κατοίκους της, όπως στο "Baby I'm not A Werewolf" (με αναφορές σε μινώταυρους και λαβύρινθους) και το ενδιαφέρον σκοτεινό country-waltz του "Little Gears", στο οποίο η Case αναρωτιέται γιατί εμείς οι άνθρωποι πρέπει να νιώθουμε «τόσο πάνω από όλα» σε σύγκριση με τα συνανθρώπους μας. Τα έγχορδα της ορχήστρας κοσμούν το "Rusty Mountain", όπου η Case δηλώνει ότι «τα ερωτικά τραγούδια ακούγονται ως επί το πλείστον το ίδιο, ασκήσεις στη ματαιότητα».
Η προσθήκη της 20μελούς Plainsong Orchestra στην ενορχήστρωση του άλμπουμ γίνεται ίσως καλύτερα αντιληπτή στο τραγούδι που κλείνει το σετ, το "Match-Lit", το οποίο είναι ο φόρος τιμής στον Dallas Good. Ξεκινά με τα έγχορδα να πέφτουν σε μια άβυσσο πριν η μπάντα εισχωρήσει (με ένα μετρονομικό τικ που επιμένει σε όλο το τραγούδι). Είναι παρόμοιο (και σχεδόν ισάξιο) με τις καλύτερες από τις πιο εκλεπτυσμένες ηχογραφήσεις της Joni Mitchell
Αξίζει να εμβαθύνει κανείς ξανά και ξανά στο υλικό του Neon Grey Midnight Green για να ανασκάψει ολόκληρο τον πλούτο του.