Steve Cropper

Ο Steve Cropper έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών. Η αιτία θανάτου δεν έγινε άμεσα γνωστή. Ο μακροχρόνιος συνεργάτης του, Eddie Gore, δήλωσε ότι o Cropper νοσηλευόταν από την Τρίτη σε κέντρο αποκατάστασης στο Νάσβιλ.

Memphis soul

Ο Steve Cropper ήταν πάνω απ’ όλα παίκτης ομάδας. Ένας κιθαρίστας πρόθυμος να ενσωματώσει το απίστευτο ταλέντο του στη συλλογικότητα και να μικρύνει το ΕΓΩ του προκειμένου να επιτύχει το ζητούμενο: να παίξει την καλύτερη μουσική που θα μπορούσε. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τα άλλα τρία μέλη των Booker T & the MG’SBooker T. Jones (πλήκτρα), Donald Duck Dunn (μπάσο), Al Jackson (τύμπανα). Ήταν όλοι τους καταπληκτικοί μουσικοί, παιχταράδες, όμως ήταν όλοι εξίσου πρόθυμοι να θυσιάσουν την ατομική προβολή για το κοινό καλό. Ένας προς ένας, οι μουσικοί των Booker T & the MG’S ήταν ο καθένας τους εξαιρετικός στο όργανό του. Μαζί όμως ήταν ασυναγώνιστοι. Στην ιστορία της soul, ευρύτερα στην ιστορία της ποπ μουσικής, ίσως δεν έχουν υπάρξει άλλοι τέσσερις μουσικοί με τόσο σπάνια και καλοσχηματισμένη χημεία μεταξύ τους.   

Ως κιθαρίστας, ο Cropper δεν ήταν γνωστός για το φανταχτερό του παίξιμο, αλλά τα λιτά, πιασάρικα του riff και το στιβαρό ρυθμικό του υπόβαθρο (backbeat), που στάθηκε καθοριστικό για τη soul μουσική του Μέμφις. Σε μια εποχή που ήταν σύνηθες για τους λευκούς μουσικούς να οικειοποιούνται το έργο των μαύρων καλλιτεχνών και να βγάζουν περισσότερα χρήματα από τα τραγούδια τους, ο Cropper ήταν αυτός ο σπάνιος λευκός καλλιτέχνης που ήταν πρόθυμος να κρατήσει χαμηλό προφίλ και να συνεργαστεί.

«Ακούω τους άλλους μουσικούς και τον τραγουδιστή», είπε ο Cropper. «Δεν ακούω μόνο τον εαυτό μου. Βεβαιώνομαι ότι ακούγομαι καλά πριν ξεκινήσουμε την ηχογράφηση. Μόλις παρουσιάσουμε το τραγούδι, ακούω το τραγούδι και τον τρόπο που το ερμηνεύουν. Και παίζω με όλα αυτά. Αυτό κάνω. Αυτό είναι το στυλ μου».

Η Stax Records είναι το σπίτι που έχτισαν οι Booker T & the MG’S. Αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του ισχυρού συνδυασμού υπήρξε ο εξαιρετικός ρυθμικός κιθαρίστας των MG’s, o Steve Cropper. Ως κιθαρίστας, μουσικός A & R, ηχολήπτης, παραγωγός, συνεργάτης στη σύνθεση τραγουδιών του Otis Redding, του Eddie Floyd και πολλών άλλων και ιδρυτικό μέλος τόσο των Booker T & the MG’S και των Mar-Keys, ο Cropper συμμετείχε κυριολεκτικά σε σχεδόν κάθε δίσκο που κυκλοφόρησε η Stax από το φθινόπωρο του 1961 έως τα τέλη του 1970. Τέτοιες διακρίσεις εξασφαλίζουν στον Cropper μια τιμητική θέση στο hall of fame της soul μουσικής. Ως συν-συνθέτης των “(Sittin' On) The Dock Of The Bay”, “Knock On Wood” και “In The Midnight Hour”, ο Cropper έχει εξασφαλισμένη μια θέση στο πλειάδες.

Green Onions

Γεννημένος στις 21 Οκτωβρίου 194,1 σε ένα αγρόκτημα κοντά στην Ντόρα του Μιζούρι, ο Cropper μετακόμισε με την οικογένειά του στο Μέμφις σε ηλικία εννέα ετών. Στο Μιζούρι είχε μυηθεί στους ήχους της country μουσικής. Στο υιοθετημένο πια σπίτι του στο Μέμφις, τα διψασμένα αυτιά του έπιναν άφθονα από την πηγή των gospel, της r & b και του νεοσύστατου rock ‘n’n roll που βροντούσε στα ραδιοφωνικά κύματα του ασπρόμαυρου ραδιοφώνου του Μέμφις. Λόγω του εθισμού του στη μουσική, ο Cropper απέκτησε την πρώτη του κιθάρα μέσω ταχυδρομείου σε ηλικία 14 ετών. Κιθαρίστες προσωπικοί ήρωες της νιότης του ήταν οι Tal Farlow, Chuck Berry, Jimmy Reed, Chet Atkins, ο Lowman Pauling των Five Royales και ο Billy Butler της μπάντας του οργανίστα Bill Doggett.

Ο επίδοξος μουσικός γρήγορα έγινε φίλος με έναν άλλο έφηβο κιθαρίστα, τον Charlie Freeman, και μαζί οι δύο συμμαθητές σχημάτισαν το συγκρότημα των Royal Spades. Μια υβριδική εκδοχή των Spades, που μετονομάστηκαν σε The Mar-Keys, έγραψε και ηχογράφησε ένα pop ορχηστρικό κομμάτι με τίτλο “Last Night” στις αρχές του καλοκαιριού του 1961. Κυκλοφόρησε από την Satellite Records και εκτοξεύτηκε στο Top 5 τόσο στα ποπ όσο και στα R&B charts. Όταν μια εταιρεία της Καλιφόρνια, που επίσης ονομαζόταν Satellite, απείλησε να μηνύσει για τη χρήση του τίτλου, η Satellite του Μέμφις μετονομάστηκε σε Stax Records (τη δισκογραφική εταιρεία είχαν ιδρύσει το 1957 οι Jim Stewart και Estelle Axton).  

Την εποχή του δίσκου των Mar-Keys, ο Cropper ήταν κάτι σαν βετεράνος στο στούντιο, έχοντας ήδη παίξει ηχογραφήσεις για τις ετικέτες της Sun, της Duke-Peacock και της Hi Records. Ήταν φυσικό, λοιπόν, λίγο μετά την αποχώρησή του από τους Mar-Keys κατά τη διάρκεια της πρώτης τους περιοδείας, να δοθούν στον Cropper τα κλειδιά του στούντιο Stax και να γίνει, μαζί με τον συνιδιοκτήτη της εταιρείας Jim Stewart, ο de facto υπεύθυνος A&R και μηχανικός ήχου της δισκογραφικής εταιρείας.

Για την επόμενη δεκαετία, η καριέρα του Cropper ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την Stax. Οι Booker T. & οι MG's γεννήθηκαν όταν ο Cropper, ο κιμπορντίστας Booker T. Jones, ο ντράμερ Al Jackson και ο μπασίστας Lewie Steinberg προσλήφθηκαν για μια ηχογράφηση στα τέλη του καλοκαιριού του 1962 στην τότε νεοσύστατη Stax. Το κουαρτέτο τυπικά προσλήφθηκε για να συνοδεύσει την ηχογράφηση του rockabilly τραγουδιστή Charlie Feathers, όμως το εν λόγω session ολοκληρώθηκε νωρίς. Οι τέσσερις μουσικοί συνέχισαν να παίζουν, τζαμάροντας ένα blues. Χωρίς να το γνωρίζει κανείς τους, ο συνιδιοκτήτης της Stax και πρώην ηχολήπτης Jim Stewart έβαλε σε λειτουργία ένα κασετόφωνο. Ικανοποιημένοι με τα αποτελέσματα, τα τέσσερα μέλη του νεοσύστατου συγκροτήματος ηχογράφησαν μια δεύτερη σύνθεση: ένα οργανικό r & b κομμάτι με στακάτο ρυθμό, που έγινε γνωστή ως “Green Onions”. Είχαν μόλις εγκαινιάσει ένα ολόκληρο νέο στυλ στην ποπ μουσική. Το 1964, ο Steinberg έφυγε από το συγκρότημα και αντικαταστάθηκε από τον φίλο του Cropper από το λύκειο, Donald "Duck" Dunn.

Melting Pot

Το “Green Onions” έγινε ένας ορχηστρικός ύμνος τόσο για τη μαύρη όσο και για τη λευκή Αμερική, φτάνοντας στο νούμερο ένα στα Rhythm and Blues charts του Billboard και στο νούμερο τρία στα ποπ charts. Σύντομα ακολούθησαν τα “Mo' Onions”, “Soul Dressing”, “Boot-leg”, “My Sweet Potato”, “Hip Hug-Her”, “Groovin'”, “Soul Limbo”, “Hang 'Em High”, “Time Is Tight”, “Mrs. Robinson”, και “Melting Pot”.

Η διαφυλετική σύνθεση του συγκροτήματος, κάτι σπάνιο για την εποχή του, ήταν τόσο αξιοθαύμαστο και έχαιρε τέτοιας εκτίμησης, που ακόμη και καλλιτέχνες που δεν ανήκαν στην Stax επιζητούσαν να ηχογραφήσουν μαζί τους (π.χ. ο Wilson Pickett).

«Όταν έμπαινες από την πόρτα τής Stax, δεν υπήρχε απολύτως κανένα χρώμα», έχει πει ο Cropper σε μια συνέντευξή του. «Ήμασταν όλοι εκεί για τον ίδιο λόγο - για να κάνουμε ένα επιτυχημένο δίσκο».

Ο Cropper ήταν ιδιαίτερα δεμένος με τον αδικοχαμένο Otis Redding. Σε μια συνέντευξη στην ιστοσελίδα του, ο Cropper αναφέρεται αναλυτικά στην ηχογράφηση του περίφημου “(Sitting on) The Dock of the Bey”, το οποίο ολοκληρώθηκε λίγο πριν από τον θάνατο του μεγάλου ερμηνευτή σε αεροπορικό δυστύχημα τον Δεκέμβριο του 1967. Η μελαγχολική soul-folk μπαλάντα ήταν μια γλυκόπικρη αντανάκλαση της θριαμβευτικής εμφάνισής του λίγους μήνες νωρίτερα στο Φεστιβάλ Ποπ Μουσικής του Monterey. Ο Cropper αναφέρει ότι προσέθεσε τις τελευταίες πινελιές στην ηχογράφηση ενώ εξακολουθούσε να θρηνεί για τον φίλο του.

Cropper & Fiends

Το πρώτο του σόλο άλμπουμ του Cropper με τίτλο With a Little Help From My Friends κυκλοφόρησε από την Stax το 1969. Ωστόσο, ο Booker T. Jones σταδιακά αποχώρησε από την εταιρεία στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Όταν οι Cropper, Dunn και Jackson δεν ακολούθησαν το παράδειγμά του, οι MG's έπαψαν να αποτελούν ενεργό συγκρότημα. Ο ίδιος ο Cropper έφυγε από την εταιρεία το φθινόπωρο του 1970 για να ξεκινήσει, με τον Jerry Williams και τον πρώην Mar-Key Ronnie Stoots, το στούντιο ηχογράφησης και δισκογραφική εταιρεία Trans-Maximus (TMI). Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970, ο Cropper έκανε την παραγωγή και έπαιξε σε ηχογραφήσεις στην TMI ή την Ardent από καλλιτέχνες όπως οι Poco, Jeff Beck, Jose Feliciano, Yvonne Elliman, John Prine, Dreams και Tower Of Power. Οι μεταγενέστερες επιτυχίες στην παραγωγή περιλάμβαναν το LP We Came To Play των Tower of Power (1978) και το Nothing Matters And What If It Did του John Cougar (1980).

Το 1977, με τον Willie Hall να αντικαθιστά τον αείμνηστο Al Jackson (που  έφυγε από τη ζωή το 1975), οι MG’S επανενώθηκαν για λίγο για να ηχογραφήσουν το άλμπουμ Universal Language για την ετικέτα της Asylum. Λίγο αργότερα, ο Cropper και ο Dunn εντάχθηκαν στο RCO All-Stars του Levon Helm των Band.

Blues Brothers

Στη συνέχεια δέχτηκαν ένα τηλεφώνημα από τον John Belushi και τον Dan Ackroyd, το οποίο οδήγησε στο σχηματισμό της Blues Brothers Band. Η αρχική ενσάρκωση των Blues Brothers ηχογράφησε τρία άλμπουμ, συμπεριλαμβανομένου του νούμερο ένα Briefcase Full of Blues, συν την ξεκαρδιστική ομώνυμη ταινία μεγάλου μήκους.

Οι Blues Brothers έπαψαν να είναι ενεργοί μετά τον θάνατο του Belushi την άνοιξη του 1982  Ο Cropper συνέχισε να έχει συνεχή ζήτηση τόσο ως παραγωγός όσο και ως κιθαρίστας. Βρήκε επίσης χρόνο να συνεχίσει την σόλο καριέρα του, ηχογραφώντας δύο άλμπουμ για την MCA, τα “Playin' My Thang” (1989) και “Night After Night”(1982).

Ο Cropper συνέχισε να είναι ένας περιζήτητος μουσικός και παραγωγός ως το τέλος της ζωής του. Το ταλέντο του στο έγχορδο παίξιμο έχει αναδειχθεί πιο πρόσφατα σε άλμπουμ των Paul Simon, Ringo Starr, Buddy Guy, κ.ά. Ως παραγωγός, έχει συμβάλλει σε άλμπουμ νεότερων μουσικών του blues όπως ο Joe Louis Walker. Από τη δουλειά του στον κινηματογράφο, αξίζει να μνημονευθει το soundtrack της ταινίας Vampires του John Carpenter (1998).

Εκτός από τις δεσμεύσεις του στους MG's και τους Blues Brothers, ο Steve Cropper ξεκίνησε τη δική του δισκογραφική εταιρεία, την Play It, Steve! Records. Έστησε επίσης το υπερσύγχρονο στούντιο ηχογράφησης Insomnia στο Νάσβιλ, όπου συνέχισε να ηχογραφεί ακατάπαυστα ως το τέλος. Το άλμπουμ “Friendlytown” του Cropper ήταν υποψήφιο για βραβείο Grammy το 2024. Την ίδια χρονιά ο ίδιος έλαβε το Βραβείο Τεχνών του Κυβερνήτη του Τενεσί, την ύψιστη τιμητική διάκριση της πολιτείας στις τέχνες.

Ο Cropper εισήχθη στο Rock and Roll Hall of Fame το 1992 ως μέλος των Booker T & the MG’S. Εκείνη τη χρονιά, οι Cropper, Dunn και Jones έπαιξαν σε μια βραδιά αφιερωμένη στον Bob Dylan στο Madison Square Garden.

Ίσως η απόλυτη απόδειξη της τεράστιας συμβολής του Steve Cropper στην ποπ μουσική τις έξι δεκαετίες ήταν η κατάταξή του από το αγγλικό περιοδικό Mojo το 1996 ως ο δεύτερος κιθαρίστας όλων των εποχών (ο Jimi Hendrix ήταν ο πρώτος). Και το 2003, οι αναγνώστες του περιοδικού Rolling Stone τον ψήφισαν ανάμεσα στους 100 κορυφαίους κιθαρίστες όλων των εποχών.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured