Υπάρχουν δίσκοι που σε «χτυπούν» ακαριαία, σχεδόν ενστικτωδώς. Κι ύστερα υπάρχουν εκείνοι που… σέρνονται από τα έγκατα, σιγά σιγά, ώσπου σε καταλαμβάνουν ολόκληρο. Το Death Above Life των Orbit Culture ανήκει και στις δύο κατηγορίες. Μπορεί και να σε εντυπωσιάσει με την πρώτη ακρόαση, αλλά σε πείθει, σε κυριεύει, σε δένει μαζί του όπως οι παλιές κυκλοφορίες, τότε που το death metal ακόμα μύριζε… μπαρούτι!
Οι Orbit Culture έρχονται από τη Σουηδία, μια χώρα που εδώ και τρεις δεκαετίες έχει χαρίσει στο metal μερικές από τις πιο αναγνωρίσιμες μπάντες: από τους κολοσσούς Entombed μέχρι τους πρωτοποριακούς At the Gates και τους έξοχους Dismember. Από τότε που εμφανίστηκαν με το Odyssey (2013) και το Rasen (2016), έδειξαν μια σχεδόν ψυχαναγκαστική επιμονή να συνδυάσουν την ωμότητα με την ατμόσφαιρα, το groove με το χάος, το riff με την αποκαλυπτική εσωτερική ένταση. Αν οι (mainstream πλέον αφού εμφανίστηκαν μέχρι στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού) Gojira έδωσαν νέο νόημα στη… riffολογία, οι Orbit Culture φαίνεται να κουβαλούν κάποια ίχνη από το πνεύμα των Morbid Angel της εποχής Altars of Madness, αλλά φιλτραρισμένο μέσα από την παγωμένη σουηδική ψυχή και σωταρισμένο σε μπόλικο αμερικανικό μπέρμπον.
Το Death Above Life συνεχίζει ακριβώς από εκεί που σταμάτησε το Descent (2023), αλλά αυτή τη φορά, η μπάντα δεν ενδιαφέρεται να αποδείξει τίποτα. Έχουν πλήρη αυτοπεποίθηση. Ο Niklas Karlsson (φωνή, κιθάρα) είναι ένας frontman που σε στιγμές θυμίζει τον παλιό καλό David Vincent, αλλά διαθέτει και τη σύγχρονη επιθετικότητα ενός Randy Blythe των Lamb of God. Η φωνή του δεν κραυγάζει απλώς αλλά… σκάβει, βαθιά στο υποσυνείδητο του ακροατή.
Η παραγωγή, δουλεμένη από τους ίδιους, είναι σχεδόν κινηματογραφική: καθαρή, αλλά όχι αποστειρωμένη. Κάθε πλήκτρο, κάθε διακοπή, κάθε αλλαγή ρυθμού ακούγεται σαν επιλογή με σκοπό. Τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη. Από την πρώτη νότα του "Inferna" μέχρι το αποχαιρετιστήριο του συγκινητικού "The Path I Walk", οι Σουηδοί συγκροτούν ένα έργο που, όσο επιθετικά σύγχρονο κι αν είναι, στηρίζεται στα θεμέλια εκείνα που έκαναν το death metal να γίνει μύθος.
Η επίδραση των αμερικανικών metal σχημάτων είναι ξεκάθαρη. Οι Orbit Culture ποτέ δεν το έκρυψαν: μεγάλωσαν με Morbid Angel, Fear Factory, Metallica και Gojira. Αυτή η συνύπαρξη ετερόκλητων σχολών κάνει τον ήχο τους μοναδικό αν και όχι για όλα τα γούστα. Δεν είναι απλώς modern death metal. Είναι μια νέα εκδοχή του death που τιμά τους πατέρες του αλλά αρνείται να μείνει στα 90s. Αν ο Pete Sandoval ήταν ο αρχιερέας της ταχύτητας, ο Wallerstedt (ο ντράμερ) είναι ο μηχανικός της εξέλιξης. Χτίζει ρυθμούς σαν μηχανή που ανασαίνει.
Ας εξετάσουμε τώρα τα tracks, ένα προς ένα:
"Inferna", ανοίγει τον δίσκο με αρχικά βαρετό τρόπο αλλά εξελίσσεται καλύτερα. Θα μπορούσε να είναι μικρότερο. Περίεργο για επιλογή πρώτου τραγουδιού.
Στο "Bloodhound", η μπάντα δείχνει σε μεγάλη φόρμα. Η επιρροή από σταθερές αξίες του παρελθόντος Morbid Angel, Malevolent Creation, Demolition Hammer γίνεται αισθητή στην άμεση επιθετικότητα της σύνθεσης. Σ’ αυτήν προστίθενται και μοντέρνα στοιχεία: κοφτά διαλείμματα, ρυθμικές μεταπτώσεις, ηλεκτρονικές υφές.
"Inside The Waves". Έχει πιο μελωδικές γραμμές και πιο ξεκάθαρα ρεφρέν· όμως μαρτυρά επίσης την ωμότητα που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια. Εδώ βλέπεις πώς οι Orbit Culture πειραματίζονται χωρίς να προδίδουν την πυρήνα του ήχου τους. Η «παραχώρηση» αυτή στο μελωδικό στοιχείο λειτουργεί ως αντίβαρο στο χάος που περιμένει παρακάτω.
Με το "The Tales Of War" έρχεται το φοβερό μείγμα «κινηματογραφική εισαγωγή + καθαρή βαναυσότητα». Είναι κατάλληλο για single, γιατί καταφέρνει να συνδέσει το οικείο με το πρωτότυπο. Αποτελεί την γέφυρα ανάμεσα στο παλιό υλικό της μπάντας και το πιο ωμό και σκοτεινό παρόν.
"Hydra" και "Nerve" είναι δύο σταθμοί όπου οι Orbit Culture δείχνουν το εύρος τους: στο Hydra δημιουργείται μια… εμβατηριακή αίσθηση, που θυμίζει και λίγο Neue Deutsche Härte. Στο "Nerve" το πιο ενδιαφέρον σημείο είναι ο ρυθμός αλλά και τα φωνητικά, που σε σημεία (τα πιο μελωδικά) θυμίζουν κάπως Hetfield!
Το "Death Above Life", το κομμάτι που είναι ομότιτλο με το LP και εντυπωσίασε με το video clip του, το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιούνιο, πρέπει να απαγορευτεί. Είναι εθιστικό σε βαθμό κακουργήματος. Η κιθάρα σου καλλιεργεί μια εμμονή με το άσμα, και οι εμμονές είναι επικίνδυνα πράγματα. Πάντως, πρόκειται για death metal at its finest! Παίρνει 15 με άριστα το 10.
Το "The Storm" λειτουργεί ως «πάτημα» για να σπάσει η ένταση, με πιο επικά στοιχεία σχεδόν σαν «ανάσα» πριν την κορύφωση.
"Neural Collapse" είναι ο πόνος και η αποσύνθεση. Θραυσματικά riffs, industrial υφές, σχεδόν μηχανική προσέγγιση της χημείας του εγκεφάλου που καταρρέει, το τραγούδι που παρεκκλίνει προς μια πιο σύγχρονη, μεταλλική τρέλα.
Και τέλος, "The Path I Walk". Πρόκειται για μπαλάντα, όπου οι Orbit Culture εμφανίζουν κάτι εντελώς το προσωπικό. Είναι το «μετά» του θόρυβου. Είναι αφιερωμένο στον πατέρα του κιθαρίστα Richard Hansson, που αυτοκτόνησε. Το τραγούδι αφήνει τη φωνή μπροστά, και καλά κάνει, τελικά.
Εν κατακλείδι: να επενδύσετε. Αξίζει τον κόπο, τον χρόνο, το χρήμα.