Dreamline

Οι Dreamline είναι ένα από εκείνα τα λίγα (μετρημένα στα δάχτυλα) ελληνικά σχήματα που ζουν και εργάζονται στην κοσμάρα τους... Και ευτυχώς. Σε έναν κόσμο όπου όλοι τρέχουν να προσκολληθούν σε κάποιον αλγόριθμο, να κερδίσουν ένα playlist placement, ένα thumbnail attention span τριών δευτερολέπτων, αυτοί επιμένουν να ανασαίνουν στον δικό τους ρυθμό. Η μουσική τους δεν «υπάρχει» στα streaming πεδία. Δεν έχει digital footprint, ούτε μετριέται σε στατιστικά, skip rates, skip counts και άλλου είδους νευρωτικούς δείκτες επιβίωσης. Είναι χαραγμένη σε βινύλιο απλώς ως ένας τρόπος να υπενθυμίσουν ότι η ζωντανή τέχνη δεν χρειάζεται να ζητιανεύει παρουσία. Πρέπει να τη βρεις, και να την πλησιάσεις. Να της δώσεις χρόνο. Να τη βάλεις να παίξει.

Το Evening Storms είναι το τέταρτο άλμπουμ των Dreamline, μετά τα Here And Gone (2015), Black Tigers (2016) και Warning (2017) μέσω του δικού τους label, Gripen. Βέβαια, οι ημερομηνίες δεν έχουν καμία σημασία αφού το ξεκινημά τους δεν μοιάζει καθόλου με χρονολογία σε ημερολόγιο, αλλά με μια σκηνή που θολώνει από καπνό και απογευματικό ήλιο. Κάπου στον Μάρτιο του 2013, ο Γιώργος Κουλούρης και ο Φοίβος Περγιαλιώτης, δύο φαντάσματα που περπάτησαν στο σκοτάδι των South of No North, κουβαλώντας ακόμα πάνω τους τη σκόνη εκείνων των υπογείων, συναντούν ξανά τον Κωνσταντίνο Κούζα. Τότε όλοι τους δούλευαν κάτω από το όνομα Παρασάγγας, ένα όνομα που έμοιαζε με απόσταση ή με μια συνεχή κίνηση προς κάπου αλλού, αλλά πάντα στον δικό τους κόσμο. Και ύστερα, σαν να ανοίγει ξαφνικά μια πόρτα σε δωμάτιο με χαμηλό φως, μπαίνει ο Θάνος Βαβαρούτας, ο Housework, ένας άνθρωπος που είχε ήδη διασχίσει άλλα υγρά μουσικά πεδία μαζί με τους This Fluid του Σπύρου Φάρου

Οι Dreamline εμφανίζονται στην ελληνική δισκογραφία σαν ένα σύννεφο που αλλάζει σχήμα καθώς το κοιτάς: η post-punk μελαγχολία δεν είναι εδώ για να δηλώσει σκοτάδι, αλλά για να θυμίσει ότι κάποτε αγαπήσαμε βαθιά. Η ambient παραγωγή του δεν δηλώνει διαφυγή, αλλά χώρο. Και η σύνθεση αποκτά αυτή τη σινεματική ποιότητα που έχουν οι σκηνές του Wim Wenders όταν οι χαρακτήρες απλώς κοιτάζουν τον ορίζοντα χωρίς να μιλούν. Εκεί, ανάμεσα σε βλέμματα, σιωπές, ξεχασμένους ενισχυτές και μυρωδιές από παλιά στούντιο, γεννιέται ο ήχος οι Dreamline: ως ένας αλλιώτικος τόπος όπου μπορείς να σταθείς ακίνητος, και να αφήσεις τον κόσμο να περάσει γύρω σου σαν καταιγίδα από μακριά.

Και μετά από σχεδόν 8 χρόνια οι Dreamline επιστρέφουν με ένα δίσκο που δεν σε περιμένει. Σου γυρνάει την πλάτη και χάνεται στον ορίζοντα, σαν φιγούρα σε παλιό σινεμά του Antonioni, αφήνοντας πίσω της μόνο το αχνό αποτύπωμα της ύπαρξης. Πρέπει να τρέξεις εσύ προς αυτόν, να τον ψάξεις, να κουβαλήσεις το βινύλιο σπίτι σου, να το τοποθετήσεις με αγάπη στο πικάπ σαν να τοποθετείς ένα σώμα σε τελετουργική κλίνη. Και εκεί, σιγά-σιγά, να αφήσεις την καταιγίδα να ξεσπάσει.

Από το "Dry Your Eyes" που ανοίγει το άλμπουμ, γίνεται αμέσως σαφές πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή εισαγωγή. Είναι σαν η μουσική να θυμάται, όχι με τον τρόπο του μυαλού, αλλά με τον τρόπο του σώματος. Σαν κάτι που έζησε η ίδια, κάτι που πέρασε μέσα από τις χορδές και τα πλήκτρα και έμεινε εκεί, ένα ίχνος. Ο απόηχος του σκοτεινού new wave των 80s δεν χρησιμοποιείται σαν αισθητικό τέχνασμα. Είναι περισσότερο σαν ένα παλιό δωμάτιο στο οποίο επιστρέφεις μια νύχτα που δεν σε πιάνει ύπνος. Ένας ήχος που κουβαλά την υγρασία των υπόγειων μπαρ, το αργό βήμα, το παραπάτημα σε ξενύχτια, εκείνη την αίσθηση ότι η πόλη έχει τελειώσει και συνεχίζει να αναπνέει μόνο για όσους δεν βιάζονται να φύγουν. Μα υπάρχει και κάτι άλλο που υπόγεια διαπερνά την παραγωγή: μια σχεδόν ambient τρυφερότητα. Σαν το τραγούδι να κοιτάζει τους ακροατές στα μάτια και να τους λέει «μην ανησυχείς, θυμάμαι κι εγώ». Η κιθάρα δεν προσπαθεί να επιβληθεί, διαγράφει ένα κύκλο γύρω από τη φωνή, σαν να την προστατεύει από τον έξω κόσμο, ενώ το rhythm section κρατάει την ανάσα λίγο πριν τη λύτρωση, σαν τη στιγμή ακριβώς πριν την πρώτη σταγόνα βροχής. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε αυτή την παράξενη θαλπωρή και το ελαφρύ τρέμουλο της μελαγχολίας, συνειδητοποιείς ότι το "Dry Your Eyes" δεν είναι απλώς το ξεκίνημα του άλμπουμ, είναι η πόρτα για να μπεις στον κόσμο των απογευματινών καταιγίδων. 

Ακολουθεί το "Evening Storm" με τη φωνή της Μαρίνας Σκιαδαρέση (aka Shadowlike). Όχι ως "feat.", αλλά ως συγγένεια φαντάσματος. Δεν τραγουδά πάνω από τα κομμάτι, διαχέεται μέσα του. Η χροιά της μοιάζει με παλιό φιλμ Super 8 που προβάλλεται σε κρύο τοίχο: θαμπό, οικείο, σπαρακτικά απόν. Είναι η στιγμή που σε αυτό το ιδανικά dream pop τραγούδι, το dream υποχωρεί και μένει μόνο (μια άλλη) pop χωρίς έδαφος να πατήσει. To "Evening Storm" πέρα από το ότι επιλέχθηκε ως πρώτο single, είναι και η στιγμή που καταλαβαίνεις τι πραγματικά συμβαίνει εδώ. Γιατί, ναι, υπάρχουν οι αναγνωρίσιμες σκιές αγαπημένων ακουσμάτων, ναι εκείνες οι υπόγειες αναθυμιάσεις από άλλες εποχές, από βραδιές που δεν επιστρέφουν. Αλλά οι Dreamline δεν στήνουν καμία τελετουργία «αναβίωσης». Αντίθετα, μοιάζουν να έχουν αποδεχτεί κάτι βαθύτερο και πιο απαισιόδοξο, αλλά και πιο αληθινό: το παρελθόν δεν γύρισε επειδή το νοσταλγούμε. Γύρισε επειδή το μέλλον άργησε. Η εποχή μάς διέψευσε, η υπόσχεση της προόδου έγινε αργή, σχεδόν στάσιμη, και οι μνήμες βρήκαν ευκαιρία να ξαναμπούν από τα παράθυρα. Λίγο πριν το τέλος και το σβήσιμό του, το κομμάτι το εκφράζει με τρόπο απαλό και πικρό ταυτόχρονα. Η φωνή δεν εξηγεί, απλώς περιγράφει έναν ουρανό που σκοτεινιάζει χωρίς δράμα. Οι κιθάρες φτιάχνουν κύκλους, σαν να περπατάς σε μια γειτονιά που ήξερες κάποτε καλά και τώρα τη βλέπεις λίγο πιο ξεθωριασμένη, λίγο πιο εύθραυστη.

Το "Conditions Don’t Apply" είναι από εκείνα τα κομμάτια που, αν είχαν κυκλοφορήσει κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, θα μιλούσαμε σήμερα για μια μικρή προσωπική αποκάλυψη ανάμεσα σε βινύλια καπνισμένων δωματίων και σπασμένα τασάκια στα παράθυρα. Όλοι θα ορκίζονταν πως τους σημάδεψε. Θα είχε γίνει μυστικός ύμνος, συνθηματική χειραψία ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ήξεραν να λένε τα αισθήματά τους, μόνο να τα ακούν. Ο Περγιαλιώτης και ο Κουλούρης χτίζουν εδώ μια εισαγωγή δυόμισι λεπτών που δεν δείχνει να βιάζεται για τίποτα. Σαν να ανοίγει μια δίοδο από ομίχλη. Σαν να προετοιμάζει τον χώρο για να εμφανιστεί κάποιος που έρχεται από πολύ μακριά. Και πράγματι, όταν οι κιθάρες του Housework έρχονται, δεν μπαίνουν ως «συνοδεία», μπαίνουν σαν χέρι στον ώμο που σε κρατάει για να πορευτείς μαζί του. Σαν ανάμνηση. Σαν κάτι που νομίζεις ότι είχες ξεχάσει αλλά επιστρέφει με μια λεπτή μαχαιριά γλύκας.

Και τότε έρχεται εκείνο το πέσιμο στη μέση, σαν να χαμηλώνουν όλα τα φώτα του κόσμου ταυτόχρονα.
Το κομμάτι αναπνέει.
Και ξαναρχίζει.

Τα φωνητικά μονομιάς μοιάζουν να αφηγούνται ένα όνειρο που ξεφτίζει καθώς το λες. Τα πλήκτρα του Κούζα έχουν εκείνη την στοιχειωμένη λεπτότητα, σαν ήχος που περνάει μέσα από παλιό film grain, κάπου ανάμεσα σε Brian Eno και τις πιο σκοτεινές στιγμές των Japan, αλλά μεταφρασμένο σε μια αθηναϊκή μελαγχολία που ξέρει τι σημαίνει να ξενυχτάς χωρίς να περιμένεις τίποτα. Το "Conditions Don’t Apply" είναι ένας υπέροχος αργός, υποβρύχιος χορός με ό,τι σε πονάει και ό,τι σε κρατάει ακόμα όρθιο.

Το "Was Now" είναι ένα ιντερλούδιο ενάμιση λεπτού, αλλά η διάρκειά του είναι το λιγότερο. Είναι σαν να άνοιξε ξαφνικά μια χαραμάδα ανάμεσα στα κομμάτια, μια στιγμή όπου ο δίσκος σταματά να προχωρά και απλώς κοιτά. Δεν υπάρχει κορύφωση, δεν υπάρχει «στίγμα». Είναι μια ανάσα, όμως από εκείνες που δεν ξέρεις αν τις παίρνεις για να ηρεμήσεις ή για να προετοιμαστείς για αυτό που έρχεται. Το "Dreamlines", που κλείνει την πρώτη πλευρά, είναι μια διάφανη τζαζ περιπέτεια, από εκείνες τις νυχτερινές, που μυρίζουν αλκοόλ, ξεφτισμένο δέρμα από πολυθρόνες παλιού μπαρ και βλέμματα που κρατούν κάτι κρυμμένο. Εδώ οι Dreamline μοιάζουν να παίζουν σε κάποιο υπόγειο στο οποίο ο Current 93 και ο Nick Cave κάθονται στην άκρη, όχι για να επικυρώσουν, ούτε να σχολιάσουν, απλώς παρατηρώντας. Σαν γάτες που βλέπουν τη μουσική να αλλάζει μορφές και να κυλάει ανάμεσα στα πόδια τους.

Το "The Noise Of Waters" ανοίγει τη δεύτερη πλευρά με ένα rhythm-section που οδηγεί. Ένα driving, σχεδόν dubby υπόστρωμα σφυγμού, που στην αρχή μοιάζει σταθερό, καρφωμένο, και ύστερα αρχίζει να λιώνει μέσα στο distortion. Το πρώτο κουπλέ έρχεται με εκείνη τη λεπτή, άυλη ευγένεια: φωνή σαν γραμμένη με μολύβι πάνω σε παλιό γυαλί. Τα synths σημαδεύουν με μικρές καμπάνες φωτός, σαν αυτό το ανεπαίσθητο τσάκισμα που κάνει το φως όταν πέφτει πάνω σε νερό που κινείται. Το "Nobody Played Nice" πατάει πάνω στα συνθετικά μονοπάτια του Κούζα που μοιάζουν να ανοίγουν ένα παλιό μονοπάτι μέσα σε κάποιο δάσος. Η γραμμή των synths είναι σαν σκιά από μελωδία, σαν ανάμνηση που βγαίνει μέσα από παλιές διαφάνειες. Το "The Hiding Clock" έρχεται παιχνιδιάρικο, αλλά με εκείνο το παιχνιδιάρικο που έχουν οι παιδικές αναμνήσεις όταν πλέον ξέρεις το τέλος της ιστορίας. Υπάρχει ένα κρεσέντο εκεί που μοιάζει με χαμόγελο που δεν ολοκληρώνεται ποτέ, σαν κάτι γλυκό και επικίνδυνα εύθραυστο. Είναι ο χρόνος που παίζει μαζί σου, και όχι εσύ μαζί του. Και ύστερα έρχεται το "Whatever’s Asked", με μπόλικα τζαζ ίχνη. Η κινηματογραφικότητα δεν προκύπτει από μεγάλα crescendi αλλά από λεπτομέρειες: ένα πιάνο που χάνεται, ένα reverb που μοιάζει να διαστέλλει τον χρόνο, ένα τύμπανο που κρατάει βηματισμό σε άδειο δωμάτιο. 

Λίγο πριν το τέλος, το "I’ll Save You" είναι το pop διαμάντι της δεύτερης πλευράς, αλλά είπαμε, όχι pop με τη συνηθισμένη έννοια, εδώ η pop είναι διάφανη, υπνωτιστική. Η μελωδία κυλάει σαν ζεστό φως, η φωνή δεν υπόσχεται σωτηρία, μπορεί να φωνάζει ένα «είμαι εδώ», όμως η ατμόσφαιρα θυμίζει μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου όπου όλα είναι τρυφερά κι αβέβαια και μπορεί να μην είναι η κορύφωση του άλμπουμ, αλλά η παραδοχή ότι κάποιες φορές χρειαζόμαστε κάποιον να μας φυλάξει, όχι από τον κόσμο, αλλά από τον εαυτό μας.

Το "Retribution" έρχεται τελευταίο, σαν εκείνο το βλέμμα που ανταλλάσσουν δύο άνθρωποι πριν φύγουν για πάντα προς αντίθετες κατευθύνσεις. Δεν κάνει θόρυβο. Δεν φωνάζει. Είναι σκοτεινό με έναν τρόπο ήσυχο, σχεδόν στοχαστικό. Εδώ οι Dreamline αφήνουν απλώς τις γραμμές των οργάνων να συρθούν σαν σκιές σε τοίχο όπου περνούν τα τελευταία χρυσά φώτα της μέρας. Η φωνή είναι πιο χαμηλή, σαν να έχει κουραστεί από το βάρος όλων όσων ειπώθηκαν στα προηγούμενα κομμάτια. Οι κιθάρες σμιλεύουν αντί να τραγουδούν πάνω στο rhythm-section, τα synths μπαίνουν όχι για να γεμίσουν, αλλά για να αφήσουν χώρο. 

Η ιστορία των Dreamline κλείνει σαν ανάμνηση που δεν σβήνει, αλλά σταδιακά απομακρύνεται.

Το βινύλιο σταματά.
Η βελόνα σηκώνεται.
Κι εσύ μένεις με τον ήχο της σιωπής.

Που, για κάποιον λόγο, μοιάζει τώρα λίγο πιο ανθρώπινη.

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured