Οι πρώτες μέρες της δεκαετίας του 1960 ήταν καθοριστικές για το πέρασμα του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο διεκδικήσεων. Ύστερα από δεκαετίες αγώνων με εκατοντάδες θύματα, οι επιτυχημένες καμπάνιες και οι διάφορες άλλες αγκιτάτσιες στις πολιτείες του Νότου για την εγγραφή των μαύρων στους εκλογικούς καταλόγους και η απόφαση των Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ που κήρυττε παράτυπο τον φυλετικό διαχωρισμό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είχαν δημιουργήσει ένα προσοδοφόρο έδαφος για να περάσει το κίνημα σε νέες διεκδικήσεις, που πλέον επεκτείνονταν από το αμιγώς πολιτικό στο κοινωνικό πεδίο. Η Πορεία της Σέλμα και η Πορεία στην Ουάσιγκτον που θα ακολουθούσε το 1963 θα επισφράγιζαν τις εξελίξεις.
Η μουσική των Αφροαμερικανών, πρώτα απ΄ όλα η jazz, συντονίστηκε με τις αλλαγές που συντελούνταν στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο: άρχισε κι αυτή να γίνεται πιο διεκδικητική, πιο επιθετική, πιο μαύρη.
Σ΄’ αυτό το ιστορικό συγκείμενο την εποχή που φούντωνε το κίνημα, προϊκονομώντας την εποχή του Black Power, ηχογραφήθηκε το άλμπουμ We Insist!: The Freedom Now Suite∙ κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1960 στην εταιρεία Candid Records. Ανάμεσα στην πλειάδα μουσικών που συμμετείχαν, εμπνευστές του ήταν ο ντράμερ Max Roach και η σύντροφός του, η τραγουδίστρια Abbey Lincoln.
O Maxwell Lemuel Roach (10 Ιανουαρίου 1924 - 16 Αυγούστου 2007) γεννήθηκε στη Βόρεια Καρολίνα. Βιρτουόζος ντράμερ, θεωρείται πρωτοπόρος του bebop χάρη κυρίως στο κουιντέτο που συνίδρυσε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 μαζί με τον υπερταλαντούχο και πρόωρα χαμένο τρομπετίστα Clifford Brown. Συνεργάστηκε με πολλούς διάσημους μουσικούς της τζαζ, συμπεριλαμβανομένων των Coleman Hawkins, Dizzy Gillespie, Charlie Parker, Miles Davis, Duke Ellington, Thelonious Monk, Dinah Washington, Charles Mingus, Eric Dolphy.
Γύρω στο 1956 ο Max Roach συνδέθηκε με την ερμηνεύτρια Abbey Lincoln, η οποία είχε γεννηθεί το 1930 στο Σικάγο. Η Lincoln ξεκίνησε από τα γκόσπελ και στη συνέχεια στράφηκε στην τζαζ, επηρεασμένη από το ερμηνευτικό ύφος της Billie Holiday, κάνοντας μια σειρά από ηχογραφήσεις στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 στην ετικέτα της Riverside. Είναι αξιοσημείωτο όσο και σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής ότι σε πολλές περιπτώσεις έγραφε η ίδια τους στίχους που τραγουδούσε, οι οποίοι συχνά αναφέρονταν στο ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων από τη σκοπιά της διπλά καταπιεσμένης γυναίκας, από τη μια λόγω του φύλου του και από την άλλη λόγω του χρώματός της.
Τους στίχους στο We Insist!: The Freedom Now Suite υπογράφει ο πολιτικοποιημένος τραγουδιστής, ηθοποιός και περφόρμερ Oscar Brown Jr.. Στην εισαγωγή του δίσκου ακούγεται η φωνή του συνδικαλιστή A. Philip Randolph να λέει: «Α revolution is unfurling—America’s unfinished revolution». Οι στίχοι του Oscar Brown Jr. περιγράφουν σκηνές αντίστασης και πολιτικής ανυπακοής που λαμβάνουν χώρα σε λεωφορεία, δημόσιες βιβλιοθήκες και σχολεία—όπου οι μάζες των Αφροαμερικανών βαδίζουν στη σκηνή της ιστορίας και απαιτούν την αξιοπρέπεια και την ελευθερία τους. Το άλμπουμ, ένα θεμελιώδες έργο αυτού που αποκαλείται «τζαζ για τα δικαιώματα των πολιτών» (civil right jazz), αιχμαλωτίζει μουσικά αυτές τις στιγμές: είναι τολμηρό και μαχητικό, επιμένοντας σε νέες κατευθύνσεις - τόσο μουσικά όσο και πολιτικά.
Εκτός από τον Roach, την Lincoln και τον Oscar Brown Jr., στο άλμπουμ συμμετέχουν και άλλοι σπουδαίοι αυτοσχεδιαστές όπως ο τρομπετίστας Booker Little και ο σαξοφωνίστας Coleman Hawkins. Μαζί σπρώχνουν τα όρια της post-bop jazz στο new thing, αναπτύσσοντας μια πρώιμη χρήση των τροπισμών στη θέση των γνωστών αρμονικών δομών των συνθέσεων. Ο δίσκος κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά που δεκαεπτά χώρες στην Αφρική κέρδισαν την ανεξαρτησία τους και εξέφρασε την αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση και διεθνοποίηση του αγώνα για την ελευθερία των μαύρων σε όλο τον πλανήτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι την δεύτερη πλευρά του δίσκου καταλαμβάνουν οι εκτενείς συνθέσεις "All Africa" και "Tears for Johannesburg" - με το δεύτερο φυσικά να αναφέρεται στο καθεστώς του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής.
Το εξώφυλλο του άλμπουμ απεικονίζει τρεις μαύρους σε έναν πάγκο στη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος, μια αναφορά στην έκρηξη των sit-ins νωρίτερα εκείνο το έτος, όπου εκατοντάδες νεαροί ακτιβιστές πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ καταλάμβαναν διαχωρισμένες δημόσιες εγκαταστάσεις και απαιτούσαν να τους αντιμετωπίζουν ως ίσους. Οι στίχοι επαναλαμβάνουν: «Freedom now, their actions called; we insist!» («Ελευθερία τώρα, απαίτησαν με τις πράξεις τους∙ επιμένουμε!»).
Εξηνταπέντε χρόνια μετά, το κοινωνικοπολιτικό τοπίο στις ΗΠΑ δείχνει ακόμα χειρότερο απ΄ ό,τι στις αρχές των 60ς. Με τους ολιγαρχικούς του Τραμπ στη διακυβέρνηση της αμερικανικής μετα-δημοκρατίας, τη νέα έξαρση των φυλετικών και ταξικών διακρίσεων, με τη μιλιταροποίηση των πόλεων και τον στρατό στους δρόμους για να επιβάλει το αίσχος του ICE, η νέα δυστοπία έχει καταστεί πραγματικότητα. Έχουν στο μεταξύ περάσει μόλις πέντε χρόνια μετά την έκρηξη του Black Lives Matter, που η αγωνιστική κουλτούρα που κληροδότησε παραμένει πάντα ζωντανή, σαν φλόγα που σιγοκαίει· όσο συνεχίζονται οι φυλετικές και ταξικές ανισότητες, καθώς και η αστυνομική βία, το BLM απειλεί και πάλι να θεριέψει.
Σ’ αυτή τη συγκυρία, δύο σύγχρονες δημιουργοί της jazz, η ντράμερ/ενορχηστρώτρια Terri Lyne Carrington και η ερμηνεύτρια Christie Dashiell επισκέπτονται εκ νέου το ιστορικό We Insist! του 1960. Τις συνδράμουν ικανότατοι μουσικοί: Milena Casado (τρομπέτα), Julian Priester (τρομπόνι), Morgan Guerin (φλάουτο, τσέλο), Simon Moullier (βιμπράφωνο), Matthew Stevens (κιθάρα), Devon Gates (μπάσο), Weedie Braimah (κρουστά), Lizz Wright (ταμπουρίνο), Tamia Elliott, Emmett G Price (αφήγηση), Christiana Hunte, Ian Michael, Zacchae’us Paul (φωνητικά).
Η Terri Lyne Carrington (γενν.1965) έχει παίξει με τους Dizzy Gillespie, Stan Getz, Clark Terry, Herbie Hancock, Wayne Shorter, Lester Bowie, James Moody, David Sanborn, Pharoah Sanders, Cassandra Wilson και πολλούς άλλους. Περιόδευσε με κάθε μουσικό σχήμα του Hancock μεταξύ 1997 και 2007.
Το 2007 διορίστηκε καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Berklee College of Music από όπου αποφοίτησε, όπου και έλαβε τιμητικό διδακτορικό το 2003. Πολιτική ακτιβίστρια, είναι ιδρύτρια και καλλιτεχνική διευθύντρια του Ινστιτούτου Τζαζ και Δικαιοσύνης Φύλου Berklee και του Κέντρου Carr στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν.
Το 1988 η Carrington άρχισε να επικεντρώνει τις προσπάθειές της στη συγγραφή και την παραγωγή των δικών της έργων, με αποτέλεσμα το Real Life Story, το υποψήφιο για Grammy ντεμπούτο άλμπουμ της με τους Greg Osby, Dianne Reeves, Patrice Rushen, Carlos Santana, John Scofield, Wayne Shorter. Το 2011 κυκλοφόρησε το The Mosaic Project, το πέμπτο άλμπουμ της, που κέρδισε το βραβείο Grammy για το Καλύτερο Φωνητικό Άλμπουμ Τζαζ. Το άλμπουμ της Carrington του 2013, Money Jungle: Provocative in Blue, περιελάμβανε διασκευές τραγουδιών των Duke Ellington, Charles Mingus και Max Roach από το άλμπουμ Money Jungle του 1962∙ κέρδισε το βραβείο Grammy του 2013 για το Καλύτερο Ορχηστρικό Άλμπουμ Τζαζ.
Το We Insist 2025! δεν συνιστά απλώς φόρο τιμής και δεν πρόκειται για απλή άσκηση ρεπερτορίου. Πάντα σε επαφή με την κοινωνική της συνείδηση, η Carrington επαναπροσδιορίζει τη σουίτα του Max Roach του 1960, με το βλέμμα στραμμένο στην τρέχουσα επικαιρότητά της.
Ως ερμηνεύτρια, η Christie Dashiell δεν διαθέτει την απαράμιλλη γκάμα και την αυθεντία της Abbey Lincoln (θα μπορούσε να την έχει καμιά/κανείς;) και επειδή είναι άλλες εποχές δεν εκφράζει την ίδια την επιτακτική αναγκαιότητα (We Insist…Now!). Παρόλα αυτά, ερμηνεύει με υψηλή τεχνική και με έξυπνη υπαινικτικότητα: Σε δύο διαφορετικές εκδοχές του "Freedom Day", το "whisper, listen" της κλίνει πολύ περισσότερο προς την πρώτη κατεύθυνση. Το "Driva'man" της εκφράζει θλίψη και κόπωση παρά ωμή αυθάδεια. Η Dashiell απευθύνεται στη συμπόνια μας, όχι στην οργή μας, και είναι με τον δικό της τρόπο εξίσου αποτελεσματικό.
Δεν είναι όμως μόνο τα φωνητικά που διαφέρουν. Η Carrington μετατρέπει το προαναφερθέν "Driva'man" από ένα επιθετικό τραγούδι σε ένα γεμάτο πάθος κομμάτι Afropop, με την μπασίστα Morgan Guerin, τον κιθαρίστα Matthew Stevens και τον περκασιονίστα Weedie Bramah να τη συναντούν σε μια όμορφη πολυρυθμική σύγκλιση. Το πιο εμπρηστικό τμήμα της σουίτας, το "Triptych", παραμένει διαμορφωμένο από φωνητικά συνθήματα από τον Dashiell, αντισταθμισμένα με σόλο και αλληλεπίδραση από την τρομπέτα της Milena Casado, το μπάσο του Devon Gates, το σαξόφωνο και το μπάσο κλαρινέτο του Guerin και τα τύμπανα της Carrington. Αν δεν αντηχούν οι αρχέγονες κραυγές που η Abbey Lincoln έκανε διαβόητες, το κομμάτι εξακολουθεί να φέρει το βάρος των 65 χρόνων ιστορίας που έχουν μεσολαβήσει ανάμεσα στις δύο εκδοχές του έργου.
Το We Insist 2025! υπογραμμίζει εμφατικά ότι η μαύρη Αμερική δεν είναι λιγότερο θυμωμένη σήμερα από ό,τι ήταν το 1960.
Είναι σαφές ότι αυτό το project έχει πολλά να προσφέρει μουσικά, αλλά οι διαφορές μεταξύ αυτού και της μουσικής του έμπνευσης πρέπει να ληφθούν υπόψη. Για παράδειγμα, οι σολίστες κόρνου Casado και Guerin είναι πολύ σύγχρονοι στην μάλλον ιμπρεσιονιστική τους προσέγγιση, η οποία απέχει πολύ από την συσσωρευμένη επιθετικότητα του Booker Little του πρωτότυπου ή ακόμα και του Coleman Hawkins.
Ο ενενηντάχρονος τρομπονίστας Julian Priester είναι ο μόνος που επιστρέφει από τους συντελεστές του ιστορικού We Insist! για τη νέα εκδοχή του "Tears For Johannesburg", μια υπενθύμιση ότι το αρχικό άλμπουμ μνημόνευε επίσης τη σφαγή του Sharpeville το 1960 - η οποία οδήγησε άμεσα στην απαγόρευση να ηχογραφεί ή να κάνει εμφανίσεις ο Max Roach στη Νότια Αφρική. Μια υπενθύμιση, ίσως μια προειδοποίηση. Στις μέρες που διανύουμε, της διακυβέρνησης των ακροδεξιών του Τραμπ, δεν αποκλείεται να δούμε και απαγορεύσεις κυκλοφορίας δίσκων σαν κι αυτόν και στις ΗΠΑ.