Αν η ambient μουσική ήταν εικόνα θα μπορούσε πολύ εύκολα (και αρκετά συχνά) να απεικονίζεται σαν το κομμάτι ενός πάγου που λιώνει αργά στον χρόνο πάνω σε ένα μινιμαλιστικό τραπέζι από φορμάικα∙ μελωδίες που ξεμακραίνουν μέχρι να σβήσουν, νότες που αντιστέκονται στην αλλαγή, drones που αιωρούνται σαν σύννεφα που δεν λένε να φύγουν και πιάνα πνιγμένα στο reverb. Bέβαια, στην περίπτωσή μας, ο Sam Beste, γνωστός και με το όνομα The Vernon Spring, δεν ακολουθεί ακριβώς αυτούς τους κανόνες. Η μουσική του σε τυλίγει σαν ομίχλη, αλλά δεν σέρνεται, αντιθέτως, κινείται με μια παράξενη ελαφρότητα, γεμάτη εκρήξεις και απρόσμενα χαλασμένα περάσματα, σαν να κόπηκε η κασσέτα και με έναν μαγικό τρόπο ξανακόλλησε, ή σαν εκείνα τα βίντεο με λουλούδια που ανοίγουν με ταχύτητα σε time-lapse και μοιάζουν να ξεπερνούν την ίδια τους τη φύση. Από το μελαγχολικό ντεμπούτο του A Plane Over Woods (2021), επέλεξε μια τρυφερή ταχύτητα: πιάνα που περιπλανιούνται, σκοντάφτουν, εξερευνούν σε ηλεκτροακουστικά (και συχνά jazz) τοπία που θυμίζουν καθρέφτες σπασμένους σε χίλια κομμάτια. Η ανθρώπινη φωνή εμφανίζεται σποραδικά, περισσότερο σαν ένα ακόμη όργανο παρά σαν αφηγητής. Η διάθεση αιωρείται ανάμεσα σε βοσκοτόπια και σε σκιές συναισθημάτων που μοιάζουν με πληγές.
Στο νέο του άλμπουμ, Under a Familiar Sun, ο Beste ακονίζει ακόμα πιο πολύ αυτό το αλλόκοτο υβρίδιο. Είναι ambient, αλλά κλείνει το μάτι σε new age, νεοκλασικισμό, jazz και σε μια ηλεκτρονική βουκολική ουτοπία. Το άνοιγμα, "Norton", είναι ένα ακατάστατο κολλάζ από beats που μοιάζουν κομμένα με ψαλίδι, φωνές που στρεβλώνονται σαν πλαστικό στη φωτιά και field recordings που στάζουν σαν νερό σε σπηλιά. Το πιάνο, σαν ανήσυχο ζώο, κυνηγάει την ουρά του μέσα σε αυτό το χάος. Τα κομμάτια μοιάζουν με μικρά παζλ, όμορφα αλλά σκοτεινά, γεμάτα κρυφά νοήματα που περιμένουν να τα ξεκλειδώσεις.
Άλλοτε, ο στόχος είναι πιο φανερός: στο "The Breadline", ο συγγραφέας Max Porter έρχεται σαν ιεροκήρυκας μέσα από μια έρημο γεμάτη καλώδια και μιλάει για την ανισότητα και την ανάγκη για έναν νέο τρόπο ζωής με πυρήνα την ενσυναίσθηση, αλλά τελικά ακούγεται σαν προφήτης σε μια έρημο γεμάτη οθόνες. Ο λόγος του δεν είναι ακριβώς αφήγηση, όσο ένα χτύπημα στην καρδιά της κοινωνίας, ένα κάλεσμα σε ενσυναίσθηση και στην έννοια της κοινότητας. Είναι η στιγμή όπου το άλμπουμ σταματά να ψιθυρίζει όνειρα και μιλά ευθέως στον ακροατή, χωρίς φόβο. Αλλού, η μουσική βυθίζεται σε σκόπιμη αμφισημία: το "Mustafa" (με τον Iko Niche) έχει τη γεύση αποσπασμάτων από κάποιο όνειρο που κόπηκε στα δύο και ράφτηκε ξανά με στραβές βελονιές. Αλλά ίσως εκεί, σε αυτό το σκόπιμα ακατάστατο, να κρύβεται η αληθινή του γοητεία: η αίσθηση ότι η μουσική δεν είναι κάτι που ακούς, αλλά κάτι που ονειρεύεσαι ξύπνιος.
Το "Other Tongues" μοιάζει κι αυτό σαν όνειρο που μιλά σε κάποια γλώσσα μισοξεχασμένη∙ οι φωνές ξετυλίγονται σαν χάδι, τυλίγοντας τη μελωδία του πιάνου που θυμίζει μουσικό κουτί, ώσπου να σπάσει η μαγεία από ηλεκτρονικά θραύσματα που τρίζουν σαν σπασμένα καλώδια. Στο πανέμορφο ομότιτλο κομμάτι, σχεδόν ορχηστρικό, η αίσθηση είναι σαν να βυθίζεσαι σε νερό ή να παρακολουθείς φυσαλίδες που ανεβαίνουν στην επιφάνεια και οι νότες του πιάνου γλιστρούν σαν διάφανα ψαράκια σε ένα ενυδρείο που δεν έχει τοίχους.
Αν κάποιος ήθελε να τοποθετήσει τον Beste κάτω από την ομπρέλα της ambient, θα μπορούσε να επικαλεστεί την τάση του να πλέκει τα μικρά, συχνά σύντομα κομμάτια του σε μια ενιαία ροή. Μια κινούμενη ηχητική κατασκευή, συνεχώς μεταβαλλόμενη, όπου οι λεπτομέρειες μοιάζουν να αλλάζουν σχήμα αλλά διατηρούν έναν υπόγειο άξονα που κρατά την ιστορία ζωντανή. Έτσι, όταν εμφανίζονται κενά ανάμεσα στα κομμάτια, μοιάζουν σαν σημάδια στον χάρτη, δείχνοντας την αλλαγή κατεύθυνσης.
Όπως όταν το ομότιτλο track σβήνει και ξεκινά το "Fume", με το ανοιχτό, στροβιλιστό άνοιγμά του∙ ή όταν το αέρινο "In the Middle" κλείνει το πρώτο μισό του άλμπουμ σαν πέταλο που γυρίζει και ξανακλείνει τον κύκλο του. Αυτές οι μικρές μετατοπίσεις κατεύθυνσης μοιάζουν με ανέμους που αλλάζουν απρόβλεπτα, σαν λεπτές, σχεδόν ανεπαίσθητες, κι όμως πάντα αισθητές, σαν μια ανάσα που σε αγγίζει την ώρα που κοιμάσαι και σε ξυπνά χωρίς να ξέρεις από πού ήρθε, με τα έγχορδα να παίζουν χαρούμενα, πριν μπει το βελούδινο πιάνο με κάθε νότα μια σταγόνα που σπάει τον αέρα.
Το δεύτερο μισό του Under a Familiar Sun ανοίγει σαν ένα παράθυρο που ξαφνικά αφήνει το φως να μπει. Εκεί όπου το πρώτο μέρος έμοιαζε με αναπνοές και ψιθύρους, εδώ η μουσική αποκτά ένα περίεργο βάρος∙ όχι, καθόλου, απειλητικό, αλλά σαν τον ήλιο που γίνεται πιο καυτός όσο προχωρά η καλοκαιρινή μέρα. Δύο συνεχόμενα "τραγούδια" με τη φωνή της νεοϋορκέζας aden φέρνουν την πειραματική soul της Νέας Υόρκης στο άλμπουμ. Το "Esrever Ni Rehtaf" είναι μια αινιγματική, επτάλεπτη διαλογιστική αναζήτηση πάνω στην πατρότητα, με ανάποδα φωνητικά, παιδικές φωνές και εναλλασσόμενα ηχητικά στρώματα. Εκεί η διάχυτη αίσθηση ελπίδας του δίσκου αποκρυσταλλώνεται σε κάτι απτό. Το "Counted Strings" συνεχίζει σε αυτό το μοτίβο, με καμπανιστές επαναλαμβανόμενες νότες πιάνου και τη φωνή της aden στο επίκεντρο, εντείνοντας την αίσθηση μιας γαλήνιας, ελπιδοφόρας κορύφωσης. Τα δύο τελευταία κομμάτια κλείνουν σαν ύστατος ψίθυρος. Το "Requiem for Reem" αφήνει το πιάνο να ηχεί με μια μελαγχολία σκονισμένη, σχεδόν αρχαία. Το "Known" μοιάζει με σπουδή για πιάνο που κόβεται και ξαναράβεται πάνω σε ένα new age μάντρα∙ ένα κομμάτι που καταλήγει σε σκόπιμη αποσύνθεση, σαν να παραδίδεται στη σιωπή με αξιοπρέπεια.
Όλο το άλμπουμ είναι ένας μικρόκοσμος του κόσμου του Vernon Spring∙ τέλεια σχηματισμένος και ταυτόχρονα διάτρητος από μυστήριο. Το Under a Familiar Sun δεν είναι απλώς μια ακόμη εμπειρία στο σημερινό ambient χάος αλλά ένα έργο που χαρίζει άμεση γαλήνη, αλλά αφήνει πίσω του ιδέες, μελωδίες και αόριστες συγκινήσεις που παραμένουν πολύ μετά την τελευταία νότα. Σαν τον ήλιο του τίτλου του, ο δίσκος αυτός φωτίζει με τρόπο γνώριμο κι όμως ανεξήγητα νέο, και το φως του σε ακολουθεί ακόμη κι όταν τα μάτια σου έχουν κλείσει.