All I Want for Christmas Is

Κάπου ανάμεσα στο πρώτο στολισμένο εμπορικό κέντρο και στο πρώτο "Last Christmas" που ξεφεύγει από κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό στα ηχεία ενός mall, καταλαβαίνεις ότι έχουμε μπει πάλι στο ίδιο κομμάτι, το οποίο δεν είναι απλά τα Χριστούγεννα, ή οι γιορτές, αλλά ένα ατελείωτο loop των Χριστουγέννων που κάθε χρόνο μάς ρουφάει μέσα του. Ένα loop τόσο καλοκουρδισμένο που δεν χρειάζεται καν να το ακούσεις συνειδητά. Αρκεί να υπάρχει για να γεμίζει τον χώρο και να επιβεβαιώνει ότι «ήρθε η ώρα». Αναμφίβολα, η pop μουσική ήταν πάντα φίλη της επανάληψης. Ρεφρέν, hooks, οικειότητα με τις γνωστές μελωδίες. Μόνο που στις γιορτές, αυτή η φυσική της ροπή γίνεται εργαλείο. Τα ίδια 10–15 τραγούδια επανέρχονται κάθε χρόνο σαν τελετουργία ασφαλείας: "All I Want For Christmas Is You", "Last Christmas", "Do They Know It’s Christmas?", "Happy Xmas (War Is Over)" (πιο σπάνια, αλλά σκάει συχνά στο άσχετο), "Santa Baby". Τραγούδια που δεν ζητάνε προσοχή και δεν απαιτούν ακρόαση. Ζητούν συναίνεση να παίζουν στο βάθος όσο ψωνίζεις, όσο τρως, όσο προσποιείσαι ότι χαλαρώνεις αυτές τις μέρες.

Κάποτε αυτά τα τραγούδια είχαν συγκίνηση. Το "Happy Xmas" του Lennon κουβαλούσε και μια πολιτική πρόθεση, το "Do They Know It’s Christmas?" μια αμφιλεγόμενη αλλά υπαρκτή αίσθηση συλλογικότητας. Σήμερα, όλα, μαζί και αυτά τα δύο προηγούμενε, λειτουργούν απλά σαν μια ηχητική ταπετσαρία. Όχι επειδή «χάλασαν» ή «πάλιωσαν», αλλά ίσως επειδή χρησιμοποιούνται μηχανικά, εκτός χρόνου, εκτός πλαισίου, αφού πλέον η pop των γιορτών δεν θυμάται τίποτα, παρά μόνο αναπαράγει μνήμη. Κι έτσι οι γιορτές καταναλώνονται σε μορφή playlist. Το Spotify σε ρωτάει αν θέλεις Cozy Christmas, Christmas Classics ή Christmas Hits 2000s. Το mall σου λέει πότε να χαρείς και πότε να αγοράσεις. Και η μουσική γεμίζει τον χρόνο ανάμεσα, όχι για να τον ανοίξει, αλλά για να τον κλείσει. Για να μην υπάρξει, δήθεν, κάποιο κενό. Γιατί στο κενό υπάρχει σκέψη, και η σκέψη χαλάει τη ροή, όπως και να το κάνεις.

Αυτό το κόλπο δουλεύει επειδή πατάει στη νοσταλγία. Όχι τη δική σου, φυσικά, απλά σε μια γενικευμένη και προκατασκευασμένη νοσταλγία. Τραγούδια που δεν αγαπήσαμε ποτέ βαθιά, αλλά μάθαμε να τα συνδέουμε με τη «ζεστασιά», με τα λαμπάκια, με τα χρώματα στην γκρίζα πόλη. Σαν το "Wonderful Christmastime" του McCartney το οποίο δεν είναι κανένα σπουδαίο ή ιδιοφυές τραγούδι (περισσότερο χαζό μου κάνει εμένα προσωπικά με τα παιδάκια να τραγουδάνε πάνω σε βλαμμένα synths), είναι όμως ένα άψογο προϊόν. Ελαφρύ, ακίνδυνο, εύκολα το ακούς πολλές φορές στο background, εύκολα το καταναλώνεις σαν συναίσθημα σε loop, αποστειρωμένο, χωρίς ρίσκο. Μόνο που το αποτέλεσμα από όλα αυτά τα (δήθεν) χαρούμενα τραγούδια δεν είναι χαρά, αλλά κόπωση. Πραγματική κόπωση. Όχι επειδή η μουσική είναι κακή, αλλά επειδή δεν της επιτρέπεται να είναι κάτι άλλο πέρα από background. Κάθε χρόνο, λιγότερη συγκίνηση. Περισσότερος θόρυβος. Κι έτσι φτάνουμε στο παράδοξο: τις γιορτές, που υποτίθεται ότι πρέπει να χαλαρώνουμε, να τις ζούμε στην τσίτα για να αλλάζουμε playlist όπου σκάει η χιλιοακουσμένη χριστουγεννιάτικη muzak. 

Υπάρχουν βέβαια και οι όμορφες, πιο σπάνιες, ρωγμές. Τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που δεν μπήκαν ποτέ στο mall loop. Το "Christmas Will Break Your Heart" των LCD Soundsystem, που μιλά για μοναξιά αντί για λαμπάκια. Το "River" της Joni Mitchell, που είναι περισσότερο αποχαιρετισμός παρά γιορτή. Το "Just Like Christmas" των Low, εύθραυστο, σχεδόν ψιθυριστό. Ή ακόμη και το "Fairytale of New York" των Pogues, που θυμίζει ότι η γιορτή ήταν πάντα και βρώμικη, και μεθυσμένη, και ανθρώπινη. Ή αν ψάχνεις κάτι πιο απρόσμενο το "Last White Christmas" των βρετανών μαύρων πάνκηδων Basement 5, ένα σκληρό, μετα-πανκ σχόλιο για τον καταναλωτισμό, τις κοινωνικές διακρίσεις και την πολιτική αναταραχή, που χρησιμοποιεί την εορταστική περίοδο ως φόντο για να εκθέσει την υποκρισία, αντιπαραθέτοντας την τέλεια εικόνα των Χριστουγέννων με την σκληρή πραγματικότητα, με στίχους που αμφισβητούν τις κενές παραδόσεις και την παγκόσμια πολιτική. 

Αυτά τα τραγούδια, βέβαια, ενοχλούν γιατί δεν κουμπώνουν εύκολα. Δεν «πουλάνε χαρά». Δεν γεμίζουν απλώς τον χώρο. Ζητούν ακρόαση. Και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα του σύγχρονου εορταστικού ήχου: δεν θέλει να ακούγεται. Θέλει να λειτουργεί. Οπότε, το πραγματικό ζήτημα δεν είναι ότι ακούμε κάθε χρόνο τα ίδια. Είναι ότι δεν τα αφήνουμε να τελειώσουν. Δεν τους επιτρέπουμε να γεράσουν, να αποσυρθούν, να γίνουν ανάμνηση. Τα κρατάμε αιώνια παρόντα, όπως όλα όσα φοβόμαστε να αφήσουμε πίσω. Και έτσι οι γιορτές, αντί να είναι χαλάρωση να σκεφτούμε κάτι νέο, γίνονται επανάληψη. Ένα ακόμη loop σε έναν κόσμο που φοβάται τη σιωπή.

Ίσως η μόνη μικρή έξοδος να είναι προσωπική. Να αλλάξεις μουσική. Να βάλεις ambient αντί για carols. Να αφήσεις ένα άλμπουμ να παίξει ολόκληρο, χωρίς shuffle. Ή απλώς, και μάλλον το καλύτερο, να μη βάλεις τίποτα. Γιατί, όπως έχουμε ξαναπεί, σε έναν κόσμο που πατά συνεχώς repeat, η σιωπή δεν μπορεί να είναι απουσία. Είναι μια μικρή πράξη αντίστασης.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured