Έφτασα αργά στο Κύτταρο, μ’ εκείνη τη γνώριμη αίσθηση πως ήδη η πόλη θα έχει αρχίσει να δονείται σε συχνότητες που ίσως δεν προλάβω να ακούσω. Οι Messier 13 είχαν σχεδόν ολοκληρώσει το σετ τους, πρόλαβα μόνο τα δύο τελευταία κομμάτια, αρκετά όμως για να νιώσω τον ήχο τους σφιχτό, γεμάτο, δεμένο σαν ένα ενιαίο σώμα να στρώνει το έδαφος για το κιθαριστικό μπαράζ που θα ακολουθούσε. Αυτά τα λίγα λεπτά που πρόλαβα θεωρώ ότι πρέπει να ήταν ένα μικρό μόνο απόσπασμα από μια πολύ καλή εμφάνιση του ελληνικού σχήματος, μια μικρή ιδέα, σχεδόν μεταφυσική, για ό,τι επρόκειτο να έρθει σε λίγο...

Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκαν οι Deafheaven στη σκηνή, το Κύτταρο απέκτησε έναν άλλον όγκο. Σαν να μετακινήθηκε ο αέρας, σαν να άλλαξε η βαρύτητα του χώρου. Η μπάντα δεν μπήκε απλώς για να παίξει, φάνηκε από την αρχή πως ήρθε να επιβάλει μια τελετουργία θορύβου και φωτός, ένα κύμα που σε χτυπούσε στα δυό σου τύμπανα και στο στήθος και ταυτόχρονα σε σήκωνε. Κάθε riff, κάθε κραυγή, κάθε έκρηξη στα τύμπανα άνοιγε το Κύτταρο σε μια άλλη διάσταση, εκεί όπου το shoegaze συναντά την black metal ευφορία και το κοινό αναπνέει σαν ένα σώμα. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα παράδοσης: είτε άφηνες τον εαυτό σου να χαθεί μέσα στην καταιγίδα, είτε η καταιγίδα σε κατάπινε.
Σε λίγο, δεν ήξερα αν ήταν το ίδιο το Κύτταρο που έτριζε ή αν ήμουν εγώ που ράγιζα ξανά, μ’ εκείνον τον παλιό, γνώριμο τρόπο που μόνο οι Deafheaven ξέρουν να καταφέρνουν. Τους έχω ακούσει χιλιάδες φορές, στο σπίτι, στα ακουστικά, σε ξενύχτια όταν η πόλη έχει ξεχαστεί από όλους, αλλά, ναι, είναι άλλο να τους βλέπεις, είναι άλλο να τους νιώθεις να φυσάνε πάνω σου ένα θερμό κύμα κιθαριστικού θορύβου. Από κοντά, η μουσική τους είναι σαν να βλέπεις το Persona του Μπέργκμαν να διαλύεται σε εκατομμύρια noise pixels, και μετά σαν να σε τραβάει κάποιος μέσα στον μαύρο καπνό του blackgaze που γεννάει η μπάντα.
Η εμφάνιση τους στο Κύτταρο ήταν εκκωφαντική, ναι, αλλά όχι μόνο από ένταση. Ήταν εκκωφαντική από αλήθεια. Οι Deafheaven έχουν αυτό το παράξενο χάρισμα, να σε πλησιάζουν, δηλαδή, με όλη τη βία της μουσικής τους και, την ίδια στιγμή, να σου ψιθυρίζουν ότι τελικά είσαι πολύ πιο εύθραυστος απ’ όσο παραδεχόσουν. Κι εσύ απλά το δέχεσαι σαν να σου το λέει ο πιο καλός κολλητός σου.

Αν εξαιρέσεις τα δύο πρώτα ταγούδια ("Doberman" και "Magnolia") που ο George Black έμοιαζε να ροκανίζει το μικρόφωνο με τα ουρλιαχτά του (μάταια όμως), χωρίς κανέναν αντίκτυπο στα αυτιά μας, ο ήχος έστρωνε, γινόταν πιο καθαρός, πιο έντονος, πιο ανησυχητικός όσο το σετλιστ προχωρούσε. Βέβαια, σε αυτή τη σύντομη διαδρομή από το (τεχνικά) χαώδες στον (πάντα τεχνικά) σωστό (και πρόστυχο) θόρυβο, είχες το χρόνο να καταλάβεις πως μέρος αυτού που κάνει τους Deafheaven τόσο ξεχωριστούς είναι η ενέργεια που κουβαλούν στη σκηνή. Και δεν πρόκειται για μια πρόχειρη έξαψη, αλλά για μια δεξιοτεχνία σφυρηλατημένη μέσα σε χρόνια hardcore συναυλιών μπροστά σε πιτσιρίκια που συχνά δεν καταλάβαιναν καν τι πήγαιναν να αντιμετωπίσουν. Σκέφτεσαι για λίγο πώς όλο αυτό το συγγενές "black metal" blast που σκάει στα αυτιά σου μπορεί και να σου φέρνει στο μυαλό αυτόματα κάτι ανέκφραστους Σκανδιναβούς, βουτηγμένους στο corpse paint, που με το ζόρι μπορεί να σκάσουν ένα χαμόγελο, οι Deafheaven, όμως, είναι φτιαγμένοι από άλλο υλικό.

Στη σκηνή κινούνται σαν punk μπάντα που της έδεσαν το γκάζι στο τέρμα: πηδάνε, τινάζονται τον αέρα, αλλάζουν θέσεις, διατάζουν το κοινό να σηκωθεί, να έρθει πιο κοντά, μέσα στο χάος των blast beats. Κι αυτή η ορμή (ή μάλλον αυτή η μόλυνση ενέργειας) ανεβάζει τη μουσική τους σε άλλο επίπεδο. Είναι, κυριολεκτικά, μια τελετή αποσύνδεσης από το σώμα, ένα μικρό ηλεκτροσόκ συλλογικής αφύπνισης.

Αλλά, από την πρώτη στιγμή ήταν φανερό ότι όλοι μέσα στο Κύτταρο είχαν παρασυρθεί στη δίνη τους. Κι εγώ μαζί τους, να παρατηρώ πόσο εύκολα ένα συγκρότημα μπορεί να τινάξει στον αέρα όσα νόμιζες ότι ξέρεις για τα όρια της έντασης και της ανθρώπινης παρουσίας. Αλλά, ναι, μερικές φορές χρειάζεται απλώς ένα blast beat για να θυμηθείς ότι είσαι ακόμα ζωντανός. Ο George Clarke, πάντα σαν φιγούρα βγαλμένη από κάποιο υπαρξιακό anime που δεν γυρίστηκε ποτέ, εξομολογείται, ουρλιάζει, αυτοκαταργείται και επανέρχεται πίσω, στη στιγμή, σαν να δοκιμάζει πόσο αντέχει η ίδια του η ψυχή. Και η μπάντα πίσω του, αυτή η χειρουργική μηχανή φωτός και θορύβου, χτίζει και γκρεμίζει το σύμπαν κάθε δύο λεπτά. Κι εγώ, κάπου στη μέση, σκεφτόμουν πόσο περίεργο πλάσμα είναι ο άνθρωπος: παλεύει ολόκληρη ζωή να σταθεί, κι έπειτα πληρώνει εισιτήριο για να νιώσει να γκρεμίζεται μπροστά σε άλλους.

Το "Sunbather" άναψε το φυτίλι που όλοι περιμέναμε, εκείνο το συλλογικό αναστεναγμό απόλαυσης που κάνει το πλήθος να συσπείρωνεται σαν οργανισμός με μία καρδιά. Αλλά στο "Amethyst" τα πράγματα ξέφυγαν. Η αίθουσα βράχνιασε, ο αέρας είχε υπερφορτωθεί από όλον αυτόν τον αλλόκοτο ηλεκτρισμό. Με μια απότομη, σχεδόν θεατρική κίνηση των χεριών του, ο Clarke κόβει στα δύο το κοινό. Ένα ξέσπασμα και ξαφνικά σχηματίστηκε μπροστά μου ένα wall of death που έμοιαζε να το έχει σκηνοθετήσει ο ίδιος ο Νοέ σε κάποιο πιο αισιόδοξο trip του. Γροθιές στον αέρα, ώμοι που έσπρωχναν το κενό, μερικά σώματα να εκτοξεύθηκαν πάνω από όλους, σαν αποφασισμένοι κομήτες πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Το moshpit στο Κύτταρο δεν πήρε φωτιά, 2-3 crowd surfers, το κοινο ήταν μάλλον απορροφημένο να μετράει τις αντοχές του εκτεθειμένο στο χάος, αλλά και πάλι, αν τα live venues είχαν ψυχή, αυτό θα μπορούσε να είναι κάλλιστα ένα τραύμα που το Κύτταρο θα κουβαλούσε με περηφάνια.

Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο χάος και στην ευφορία, ένιωσα αυτό το παράδοξο πράγμα που νιώθει κανείς σε τέτοιες συναυλίες: ότι για λίγα λεπτά όλοι γινόμαστε παιδιά ενός ίδιου, φλεγόμενου και καθαρτικού παρόντος. Όλα τα άλλα, οι έγνοιες, οι ήττες, οι ειρωνείες της ζωής, γλιστράνε από πάνω σου όπως γλιστράει ο ιδρώτας στις πλάτες των crowd-surfers.
Εκείνη την Κυριακή (7/12) το βράδυ οι Deafheaven έμοιαζαν να παίζουν όχι απλώς για το κοινό, αλλά για την ίδια την ιδέα του τι σημαίνει να είσαι ζωντανός. Όταν τελείωσαν, κανείς δεν μίλησε αμέσως. Ήταν σαν όλοι να προσπαθούσαν να επαναφέρουν το σώμα μέσα στη βαρύτητα. Εγώ απλώς ένιωσα ευγνωμοσύνη (και μια αδιόρατη ειρωνεία) που, έστω για ενενήντα λεπτά, μπορούσα να πιστέψω πως η τέχνη εξακολουθεί να μας διαλύει με τρόπους που καμία τεχνολογία δεν μπορεί να αναπαράγει.
























