Oh Charles, tell me about the end

You were there the day the music died, and

I'll be there the day it dies again

He said, “A masterpiece belongs to the dead

There are microphones under your bed

And there's footage that will prove us both wrong”

Can't you see?

 

Βλέπεις; Έχει κι άλλο ακόμη.

Όσους θανάτους κι αν μετράτε στην περίφημη rock & roll βίβλο, όσες νεκραναστάσεις του ίδιου του rock & roll κι αν ξεφυλλίζετε, κάποιες σελίδες θα είναι πάντοτε άγραφες, index κενό προς συμπλήρωμα. Το αίτημα ξεχειλώματος αυτών των χρονοδιαγραμμάτων δε θα πάψει ποτέ, θα πορευόμαστε με αυτή τη φρούδα ελπίδα, όπως οι ανάσες γεμίζουν τα πνευμόνια, όπως το ψωμί πέφτει πάντα από τη μεριά που είναι το βούτυρο. Όσο το rock & roll παραμένει νεκρό και πεπερασμένο, άλλο τόσο θα ξεπετιέται ένας δίσκος που θα ξεκινά με ένα κομμάτι σαν το “Trinidad” για να δώσει λίγα σπόρια αυταπάτης, για να στήσει έναν τεχνητό αναβρασμό, στοχεύοντας στα κατάβαθα όσων επιμένουν να λένε «Έχει κι άλλο ακόμη». Θα είναι Σεπτέμβρης, η παρέα θα είναι σχολική κι απερίσκεπτη, ευέλικτη κι ηλεκτρική, ούτως ώστε να κάτσει να αραδιάσει τα κοινά της με τον παροξυσμό του «τώρα».

Έχω πείσει τον εαυτό μου, συνεπαρμένος και με γερό καρούμπαλο από τις επαναληπτικές ακροάσεις, πως αυτό συμβαίνει με τους Geese. Πως δικαίως ο μουσικός τύπος γράφει τα καλύτερα για τον τέταρτό τους δίσκο (και όχι τρίτο, μιας και υπάρχει το αποσυρμένο σχολικό A Beautiful Memory του 2018). Ζηλεύω που o Chris DeVille του Stereogum πρόλαβε να επεξηγήσει τη σκληρά κερδισμένη σύμπνοια αυτής της παρέας, γράφοντας πως πρόκειται για «μια ανίερη μίξη των Radiohead και των Rolling Stones.Όχι, σοβαρά: πες μου ότι το κομμάτι τίτλου, όπου ένα παιχνιδιάρικο riff και μια ουκρανική χορωδία αποσυμπιέζονται σε μια θλιμμένη, αναβράζουσα κάθοδο, δεν είναι ο ήχος του Sticky Fingers που δίνει τη θέση του στο Amnesiac. Από την άλλη, πες μου ότι δεν είναι ο ήχος μιας μπάντας που ξεκλειδώνει μια φρέσκια, καινούργια αλχημεία, βρίσκοντας πώς να διαμορφώνει τις επιρροές της αντί να διαμορφώνεται από αυτές».

Θα ήταν ανόητο να αλλάξω ή να παραφράσω τα παραπάνω γραφόμενα, αφού σημειωθεί παρενθετικά πως η χρήση των Radiohead δεν υποδηλώνει μαξιμαλιστικές arty ροπές αλλά προκύπτει περισσότερο ως ύφος εκφοράς. Ως εκ τούτου, θέλω να κρατήσετε από εδώ κυρίως το εξής. Δεν υπάρχει Getting Killed, χωρίς τις παραπεμπτικές μουτζούρες του Heavy Metal που έφτιαξε πέρσι ο frontman των Geese, Cameron Winter. Δε στέκει αν κρύψεις τις σβησμένες ξεπατικωτούρες του Winter πάνω στον Van, τον Paul και τον Art, τον Mick και τον Keith, τους Band, τον Tom, τον Leonard και τον Bob. Και μιας και πιάνω τον τελευταίο, είχε πλάκα που ο Winter αστειεύτηκε στη συνέντευξη του γκρουπ στο Rolling Stone λέγοντας πως «Ο Jeff Tweedy πήρε ένα τσεκούρι και προσπάθησε να κόψει τον ήχο μας», με αφορμή το πρόωρο κόψιμο του live τους στο Newport Folk Festival που σταμάτησε μετά από τρία τραγούδια λόγω κακοκαιρίας. Επομένως δώστε λίγο χρόνο για το prequel του Getting Killed, έστω κι εκ των υστέρων.

Καθώς ο Max Bassin δίνει το ντραμίστικο τόνο, με το no wave και το post punk, τους Talking Heads και τους Television να διαστίζουν τα σπασίματά του, διαβάζω πως όλη αυτή η υπόθεση προέκυψε μέσα από ένα ανοργάνωτο δεκαήμερο, όπου οι νεοϋορκέζοι βρέθηκαν στη φλεγόμενη άλλη όχθη, κι ο Kenny Beats με το παραγωγικό βιογραφικό σε IDLES, Remi Wolf, Vince Staples, Freddie Gibbs κ.ά., καθάριζε τις στάχτες και τη σκόνη, έξω από  το στούντιο του, κοντά στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια. Εκεί οι Geese συναρμολόγησαν τα αστεία τους, γκάζωσαν όσο δεν πάει τις στιχουργικές τρολιές τους, έστησαν τους ενισχυτές γύρω από κουλουριασμένες κόμπρες, χαβαλέδιασαν λες και ξεβράστηκαν ως ξεπεσμένα τζάνκια από κάποιο 70s party όπου έπαιζαν τα slow grooves των Zep και των Stones, πόνταραν σε κλισέ συλλογικά μουρμουρητά, ξεβρακώθηκαν απολαυστικά και παρέδωσαν έναν ακομπλεξάριστο rock&roll δίσκο για το 2025, χωρίς επιφάσεις και φρου φρου νεολογισμούς. Δίχως καμία έγνοια να επανεφεύρουν τον τροχό, χορεύοντας πάνω στους νεκροζώντανους μύθους της φόρμας, μπουρδουκλωμένα παιδαρέλια με καπέλα των Mets που φτάνουν να λοξοκοιτάνε μέχρι και τα φευγαλέα του Rufus Wainwright και του Conor Oberst, που δε διστάζουν να ξανασκαλίσουν μπας και βγει κάτι ακόμη από το θρύλο του John Henry (I knew a man/ He sat behind a desk that was a million feet wide /But he laid down his hammer and he died) στο “Long Island City Here I Come”. Που νομίζουν πως θα τη βγάλουν καθαρή από αυτό το παιχνίδι με σκονάκια από το “Atlantic City” του Bruce.

Μισές αλήθειες σας λέω. Μέχρι και σήμερα που το ημερολόγιο γράφει 26 Σεπτεμβρίου 2025, οι Cameron Winter, Emily Green, Dominic DiGesu και Max Bassin, η μπάντα με το όνομα Geese, κυκλοφόρησε ένα σαρωτικό δίσκο 45 λεπτών και 39 δευτερολέπτων, το Getting Killed, κατορθώνοντας τα δύο ισχυρά. Από τη μια εκτοξεύτηκε στον πλασματικό θρόνο του νέου μεσσία για τους +/- κοντινούς της, κι από την άλλη παραμύθιασε εμάς τους υπόλοιπους, πετώντας μας στο παρερμηνευτικό ναρκοπέδιο της παροδικής επιστροφής στη νεανικότητα.

Τούτων λεχθέντων, ιδού ο indie δίσκος της χρονιάς.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured