Υπήρχε πάντα κάτι το προφητικό στην post-punk σκηνή των 80s. Μια μουσική που, σαν παλιός χρησμός ακούγεται πλέον, που μιλούσε για αστικά ερείπια, για το μέλλον που έμοιαζε ήδη χαμένο, για σώματα που χόρευαν μηχανικά μέσα στην ομίχλη των clubs. Από τους Bauhaus στο "Bela Lugosi’s Dead" μέχρι τους Cure του Pornography, το γκρίζο (περισσότερο από το μαύρο) έγινε κάτι παραπάνω από χρώμα, περισσότερο μια στάση ζωής. Κι αυτά ήταν και τα κομμάτια που άνοιξαν τον δρόμο για μπάντες όπως οι Play Dead ή οι March Violets και οι Skeletal Family. Και το post-punk έγινε ένα ολόκληρο οικοσύστημα σκοτεινής ενέργειας. Από τα υπόγεια του Leeds μέχρι τα κλαμπ του Βερολίνου, οι ήχοι αυτοί ήταν ένας τρόπος να κατοικείς στο χάος. Οι Play Dead και οι March Violets κράτησαν το νήμα εκεί που το είχαν αφήσει οι Bauhaus, προσθέτοντας πιο ωμή ένταση και μια θεατρικότητα που ακροβατούσε ανάμεσα στο punk και το goth. Οι Skeletal Family, με τη σειρά τους, έδωσαν μια πιο μελωδική, σχεδόν φολκ σκιά στην αγωνία, μετατρέποντας το σκοτάδι σε κάτι που μπορούσες να τραγουδήσεις με πάθος. Κι έτσι το post-punk δεν έμεινε ποτέ μια μουσική για λίγους. Έγινε ένα συνεχές πείραμα, ένας ανοιχτός χώρος για όσους ήθελαν να πουν «δεν ανήκω πουθενά, άρα ανήκω εδώ». Η κληρονομιά του είναι ζωντανή σε κάθε νέο σχήμα που αναδύεται σήμερα – από τις πιο αναλογικές goth επανεκκινήσεις μέχρι τις πιο ηλεκτρονικές μεταλλάξεις.
Σε αυτή τη μακρά παράδοση και στην πρώτη (αναλογική goth επανεκκίνηση) έρχεται να τοποθετηθεί το Aurora, το δεύτερο άλμπουμ των Lathe of Heaven από το Μπρούκλιν, και μοιάζει να κουβαλά όλο το βάρος (και τη λάμψη) εκείνης της κληρονομιάς.
Οι Lathe of Heaven παίρνουν το όνομά τους από το δυστοπικό αριστούργημα της Ursula Le Guin, αλλά το Aurora δεν είναι ακριβώς ένα ακόμη concept album με φτηνές αναφορές στη λογοτεχνία. Είναι ένας ηχητικός κόσμος που λειτουργεί σαν ανθολογία: κάθε κομμάτι μια μικρή ιστορία για την αποξένωση, την ελπίδα, την καταστροφή. Τα βαθιά μπάσα και οι αδυσώπητοι ρυθμοί δίνουν το στίγμα, ενώ η φωνή του Gage Allison (με μια χαμηλή, αποφασιστική τονικότητα) θυμίζει τον τρόπο που μπάντες των 80s μετέτρεπαν την απελπισία σε ύμνο.
Το Aurora όμως δεν είναι παρελθοντολαγνεία. Υπάρχει μια καθαρότητα στον ήχο, μια διάθεση (αν και κατά την ταπεινή μου άποψη θα χρειαζόταν λίγη περισσότερη προσπάθεια) να ξεφύγουν από τον goth μανιερισμό. Το "Exodus", το οποίο ανοίγει το άλμπουμ, κινείται σαν σεισμός από σύνθια και κιθάρες που στροβιλίζονται με μελωδικότητα, ενώ το "Portrait of a Scorched-Earth" αναπνέει την αγωνία ενός κόσμου που καίγεται, σχεδόν σαν να ηχογραφήθηκε με φόντο τα φλεγόμενα δάση της Καλιφόρνιας. Στον αντίποδα, κομμάτια όπως το "Oblivion" και το "Kaleidoscope" αναβλύζουν από μια ενέργεια πιο φωτεινή, σαν να θέλουν να θυμίσουν ότι ακόμη και στην ερημιά, μπορείς να χορέψεις.
Είναι αδύνατο να μην ακούσεις εδώ πολλά φαντάσματα της δεκαετίας του ’80: τις σκιές των Cure, την υστερική θεατρικότητα των Sisters of Mercy και των Killing Joke, την αυστηρή, σχεδόν αρχιτεκτονική αίσθηση των πρώτων Joy Division. Όμως οι Lathe of Heaven καταφέρνουν να μην ακούγονται σαν tribute band. Παίρνουν εκείνα τα υλικά και τα ξαναστήνουν σαν έργο επιστημονικής φαντασίας, γιατί σε στιγμέ το Aurora μοιάζει με soundtrack για κάποια δυστοπική ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ.
Στο φινάλε, με το "Rorschach", οι Lathe of Heaven προσφέρουν κάτι σαν τελετουργία. Ένα κομμάτι που δεν είναι μελόδραμα αλλά σκηνή κορύφωσης: το σημείο όπου η μουσική ξεφεύγει από το club και γίνεται καθαρή αφήγηση, σαν να ξεφυλλίζεις ένα βιβλίο γεμάτο σκοτεινά οράματα.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά την άνθηση της δεύτερης goth γενιάς, το Aurora δείχνει πώς μπορεί να σταθεί μια μπάντα μέσα σε αυτό το τόσο γεμάτο από μνήμες πεδίο: με σεβασμό αλλά χωρίς φόβο, με πειραματισμό αλλά χωρίς να χάσει την πυκνότητα της παράδοσης. Και αν το Lathe of Heaven της Le Guin μιλούσε για όνειρα που αλλάζουν την πραγματικότητα, οι Lathe of Heaven δείχνουν πώς η post-punk αισθητική μπορεί ακόμα να αλλάξει τον τρόπο που φανταζόμαστε το παρόν μας.