Bela Lugosi's Dead

Στις 16 Αυγούστου του 1956, ο Bela Lugosi έγυρε για λίγο στον μπαρόκ καναπέ-κρεβάτι στο διαμέρισμά του στο Λος Άντζελες. Δεν ξύπνησε ποτέ από εκείνο τον μεσημεριανό του ύπνο. Ο Ούγγρος ηθοποιός, με αυτό το βλέμμα σαν κόψη από τρομακτικό ασπρόμαυρο όνειρο, ο οποίος ενσάρκωσε τον Δράκουλα και μια σειρά από φαντάσματα της σκοτεινής οθόνης για πάνω από μισό αιώνα, άφησε την τελευταία του ανάσα στα 73 του χρόνια. Τον βρήκε η γυναίκα του, η Hope, επιστρέφοντας από τη δουλειά στις 6:45 το απόγευμα, και ο καναπές είχε γίνει σκήνωμα. Η καρδιά του είχε υποχωρήσει στη φθορά. 

Είκοσι χρόνια αργότερα, στην υγρή και βιομηχανική σιγή του Northampton, δύο νεαροί Άγγλοι - ο μπασίστας David John Haskins (γνωστός πια ως David J) και ο φίλος του, κιθαρίστας Daniel Ash - ξενυχτούσαν μπροστά σε ματωμένες ασπρόμαυρες οθόνες, καταναλώνοντας λαίμαργα βραδινά τηλεοπτικά φιλμ με βαμπίρ. Ο Lugosi ήταν πάντα εκεί: σαν οι ρόλοι του να είχαν διαφύγει απ’ τα πλάνα και να κυκλοφορούσαν πια στους δρόμους, στη σαγήνη της νυχτερινής βρετανικής υπαίθρου. Το όνομά που είχαν διαλέξει ήταν Bauhaus, ακριβώς σαν τη σχολή του Walter Gropius και το αρχιτεκτονικό κίνημα που οι ναζί κατέταξαν στα απαγορευμένα. Είπαν στους άλλους δύο: στον ντράμερ Kevin Haskins και τον τραγουδιστή Peter Murphy «θέλουμε να γράψουμε ένα τραγούδι για βαμπίρ».

Στον δρόμο για το σπίτι, μετά από μια μέρα σε μια αποθήκη που πακετάριζε κιβώτια με λαρδί, ο David J είχε την επιφοίτηση, ή μάλλον την αποκάλυψη. Έγραψε τους πρώτους στίχους πάνω σε χρωματιστές ετικέτες αποστολής, σαν ξόρκια σε βιομηχανικό πάπυρο: "White on white, translucent, black capes back on the rack". Ήταν σαν μια κραυγή να έβγαινε από τα φέρετρα του σινεμά: για τον ηθοποιό που ποτέ δεν θα ξεκουραστεί. Γιατί, όπως εξήγησε αργότερα, «ένας βρικόλακας δεν μπορεί να αποσυρθεί από το να είναι βρικόλακας. Είναι μια αιωνιότητα».

Στις πρόβες, ο Peter Murphy έπλεξε μια μελωδία φωνής, μονολιθική, στοιχειωμένη, με βάθος σαν από μια κατακόμβη. Ο Daniel Ash βρήκε μια κιθαριστική ριπή που έσταζε από μια ξεχασμένη glam ανάμνηση του Gary Glitter. Ο Kevin Haskins έπαιζε ένα bossanova ρυθμό σαν ρολόι που μετρά αντίστροφα για το ξημέρωμα και ο David J πέρασε το πένθιμο μπάσο, σαν παλμό από ένα dub reggae θρήνο, στην καταχνιάν του τραγουδιού. Και τότε, στα τρία λεπτά, μπήκε η φωνή του Murphy. Σαν νεκρική καμπάνα. Σαν σκιά που σε κοιτά μέσα από το τζάμι της ψυχής σου. Έτσι γεννήθηκε το "Bela Lugosi’s Dead".

Το τραγούδι έμοιαζε με τελετουργία, μια μακάβρια λειτουργία, μια νυχτερινή κηδεία. Μουσικά, το "Bela Lugosi’s Dead" είναι ένα εφιαλτικό βάπτισμα στον ήχο της νύχτας. Οι φωνητικές επεξεργασίες, απλωμένες σαν ομίχλη, οι κιθάρες που ουρλιάζουν, τα τύμπανα που στάζουν, όλα συνθέτουν έναν επικήδειο όχι μόνο θρηνεί, αλλά ζητά να ξυπνήσει και όλους τους νεκρούς ήρωες. Οι στίχοι περιγράφουν την κηδεία του Lugosi σαν ένα όνειρο σε αποσύνθεση: νυχτερίδες στροβιλίζονται πάνω από το φέρετρο, παρθένες νύφες περνούν μπροστά του σε παράταξη σιωπηλής λατρείας. Το πτώμα παραμένει "μόνο σε ένα σκοτεινό δωμάτιο", ενώ η φωνή του Murphy μονοτονεί τρεις φορές την άρνηση του θανάτου: "Bela Lugosi’s dead… undead, undead, undead". Ανάποδη προσευχή. Ξόρκι...

Έξι εβδομάδες μετά, οι τέσσερις νέοι μπήκαν στο Beck Studios στο Wellingborough, για την πρώτη τους ηχογράφηση. Ο Peter Murphy, μόλις 21 ετών και με πυρετό από το κρύωμα, δεν είχε ξανατραγουδήσει ποτέ σε μικρόφωνο στούντιο. Το session κράτησε έξι ώρες. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κομμάτι εννιάμισι λεπτών, ηχογραφημένο με την πρώτη, σαν να το υπαγόρευε κάτι έξω από αυτούς. Σαν να πέρασε μέσα τους ο ίδιος ο Lugosi.

Το πρώτο αυθεντικό εξώφυλλο της Small Wonder Records

Οι ίδιοι δεν μπορούσαν να φανταστούν πως αυτό που μόλις είχαν γράψει θα γινόταν το προοίμιο ενός ολόκληρου μουσικού ρεύματος: του goth.

Με το μπάσο σε πρώτο πλάνο σαν υποχθόνιος σφυγμός, τις εφιαλτικά αιθέριες κιθάρες να κόβουν τον αέρα σαν δαντέλες από ομίχλη, και τη φωνή να ακούγεται σαν εξορκισμένος μοναχός, η γοτθική ατμόσφαιρα αυτού του τραγουδιού ξεχύθηκε σαν δηλητήριο στα veins της Αγγλίας. Τα λεγόμενα Goth clubs δεν άργησαν να ξεφυτρώσουν σαν μαύρες κατακόμβες σε κάθε πόλη. Μακιγιάζ, ρούχα, βλέμματα, όλα μαύρα, όλα υπαινικτικά, όλα σαν να ζούσαν σε έναν κόσμο που το φως δεν είναι ευλογία αλλά κατάρα.

Ο Murphy είπε κάποτε πως «το "Bela Lugosi’s Dead" ήταν το "Stairway to Heaven" της δεκαετίας του ‘80». Κι όμως, στην αρχή δεν το ήθελε κανείς. Virgin, EMI, Beggars Banquet, όλοι απέρριψαν το κομμάτι ως «μη εμπορικό». Τους πρότειναν να το κόψουν στα τρία λεπτά, λες και μπορούσε κανείς να κοντύνει τη σκιά του βρικόλακα. Ένα χρόνο μετά, τον Αύγουστο του 1979, η Small Wonder Records τόλμησε να το κυκλοφορήσει σε 12ιντσο. Στο εξώφυλλο του single φιγουράρει μια εμβληματική εικόνα από την βωβή ταινία The Sorrows of Satan (1926) του D. W. Griffith, ενώ στο οπισθόφυλλο βρίσκουμε φωτογραφία από το εξπρεσιονιστικό The Cabinet of Dr. Caligari (1920) του Robert Wienne ενισχύοντας το αισθητικό μανιφέστο του συγκροτήματος από το Northampton. Βέβαια, αρχικά το ραδιόφωνο το απέρριψε. Αλλά το underground το αγκάλιασε. Ο John Peel κάλεσε τους Bauhaus για ένα Peel Session στο BBC Radio 1. Οι ακροατές έσπασαν τις τηλεφωνικές γραμμές του BBC: «παίξτε το ξανά!». Δύο χρόνια αργότερα θα παίξουν μια τετράλεπτη βέρσιον στο Top of the Pops. 

Οι Bauhaus υπέγραψαν με την 4AD, που κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους In The Flat Field. Το NME χαρακτήρισε τον δίσκο "Gothick-Romantick pseudo-decadence". Kι εδώ που τα λέμε αυτό ήταν: το soundtrack ενός κόσμου που αρνιόταν να παραδοθεί στη λογική της μέρας.

Λίγα χρόνια αργότερα και αφού η εναρκτήρια σκηνή του The Hunger (1983), με τον David Bowie να κινείται αργά στο κλαμπ, σα να τον έσερνε η ίδια του η δίψα, και στο ηχητικό υπόστρωμα, εκείνη: η δαιμονική, υποβλητική, αιώνια επίκληση "Bela's undead..." αυτό το υπνωτιστικό κομμάτι, από τη μια στιγμή στην άλλη, μετέτρεψε τους Bauhaus σε εικαστικά φαντάσματα της ποπ κουλτούρας. Το περιθώριο είχε μόλις εκραγεί μέσα στη μέση του mainstream.

Βέβαια, εκείνοι, δεν αποδέχτηκαν ποτέ τον όρο "goth" - όχι πλήρως. Προτιμούσαν τον όρο "dark glam". Ο Daniel Ash έλεγε πως «στην Αγγλία εκείνη την εποχή, το "goth" ακουγόταν σχεδόν σαν προσβολή». Τους ταύτιζαν με μπάντες όπως οι Alien Sex Fiend και οι Sex Gang Children, που, όπως είχαν παραδεχθεί «μας φαίνονταν όλοι μάλλον χάλια». Η αναζήτηση του ύφους τους δεν είχε να κάνει με την αισθητική μιας σκηνής αλλά με την επιβίωση ενός αισθήματος. Μια πένθιμη κομψότητα, ένας ήχος σαν σινιάλο από άλλον κόσμο.

«Το τραγούδι έχει κάτι διαχρονικό», είπε πολλά χρόνια μετά ο Kevin Haskins. «Ήμασταν απλώς τέσσερα παιδιά που δεν ήξεραν τι ακριβώς κάνουν αλλά ήθελαν να δημιουργήσουν κάτι δικό τους. Και αυτό το "κάτι" ήταν τελικά εκείνο το τραγούδι».

Οι Bauhaus περιπλανήθηκαν σαν μελαγχολικοί θίασοι μεταξύ 1981 και 1983, κυκλοφορώντας τρεις δίσκους γεμάτους σκοτάδι και παραφωνία. Λίγο πριν από τον τέταρτο, το Burning From The Inside, ο Peter Murphy προσβλήθηκε από πνευμονία. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε δίχως εκείνον, και από τότε, εκείνη η ρωγμή έγινε χάσμα. Η μπάντα διαλύθηκε μετά από μια τελευταία συναυλία στο Hammersmith Palais το 1983. Ξαναενώθηκαν το 1998, σαν φαντάσματα που ξαναβρήκαν το κουκούλι τους, αλλά χώρισαν ξανά μέχρι να κυκλοφορήσουν τον τελευταίο τους δίσκο το 2008. Τα μέλη συνέχισαν σαν παρακλάδια ενός μαύρου λουλουδιού: Tones on Tail, Love and Rockets, και ο Murphy με τους Dali’s Car, πριν ακολουθήσει τη δική του σόλο διαδρομή.

Το Rolling Stone τοποθέτησε το "Bela Lugosi’s Dead" στο #60 των "100 Greatest Debut Singles of All Time". Ο Guardian το ανακήρυξε ως το #19 από τα 50 σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία της indie μουσικής. Το τραγούδι διασκευάστηκε από τους Nine Inch Nails, τους Massive Attack, τους Nouvelle Vague, τους Leæther Strip, τους Mary and The Boy, τους Bell Tower Bats, τους Subs, τους Sordid Details, τους Paintscratcher και πολλούς άλλους ακόμα. Εμφανίστηκε στη σάτιρα "Goth Talk" του Saturday Night Live και οι Bauhaus έγιναν meme πριν καν υπάρξει η λέξη, όταν σατιρίστηκαν από τους Beavis and Butthead και τους ήρωες στο South Park.

Ουσιαστικά, το τραγούδι ανέστησε για πάντα στην μνήμη τον Bela Lugosi. Και μαζί του, ξόρκισε μια ολόκληρη γενιά που προτιμούσε να κοιτά τον κόσμο από την ανάποδη πλευρά του καθρέφτη.

 

 

 

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured