Υπάρχουν άλμπουμ που δεν χρειάζονται ούτε φανφάρες, ούτε βλαμμένο promo για να τραβήξουν την προσοχή. Kαι το νέο, ομώνυμο άλμπουμ των Racing Mount Pleasant δεν σε κερδίζει με θεατρινισμούς, αλλά με μια παράξενη αμεσότητα, σαν να ακούς μια συζήτηση κολλητών σου που μιλάνε στο διπλανό δωμάτιο.
Η μπάντα, που ξανασυστήνεται εδώ μετά το Grip Your Fist, I’m Heaven Bound, (2022, Kingfisher) δεν επιδιώκει να χτίσει κάποιον μύθο γύρω από την ταυτότητά της, αντίθετα μοιάζει να παραδίδει ένα ημερολόγιο στιγμών, εμπειριών, αναμνήσεων. Κομμάτια που κυμαίνονται από folk περάσματα σε indie ξεσπάσματα και από πειραματικές πινελιές με πνευστά μέχρι γυμνά, σχεδόν μινιμαλιστικά τραγούδια. Υπάρχει μια «ακατέργαστη» ποιότητα στον ήχο, σαν να ήθελαν να διατηρήσουν τον απόηχο του δωματίου όπου γράφτηκαν οι ιδέες, κι αυτό σίγουρα λειτουργεί υπέρ τους.
Το βασικό κλειδί εδώ είναι η ειλικρίνεια: οι στίχοι δεν προσποιούνται, οι ενορχηστρώσεις δεν κυνηγούν την τελειότητα. Αντίθετα, ανοίγουν χώρο για ατέλειες που μετατρέπονται σε συγκίνηση. Υπάρχουν στιγμές όπου η μπάντα ακουμπάει το lo-fi, άλλες όπου τα έγχορδα χαρίζουν μια κινηματογραφική διάσταση, και κάπου ανάμεσα διαγράφεται ένας ήχος που, αν και δεν ανακαλύπτει τον τροχό, κουβαλάει όση προσωπικότητα χρειάζεται για να σταθεί αγέρωχα μόνος του.
Ναι, δεν είναι ένας δίσκος που θα αλλάξει τον ρου της indie μουσικής, αλλά είναι ένας δίσκος που σε κάνει να πιστεύεις ότι η indie, παρά τις κατηγορίες για κούραση και επανάληψη, εξακολουθεί να βρίσκει νέους τρόπους να είναι τόσο γ#μημένα ειλικρινής. Οπότε, οι Racing Mount Pleasant ίσως να μην προσφέρουν ένα «μανιφέστο γενιάς» (σαν το Funeral για παράδειγμα), αλλά σίγουρα χαράζουν έναν ξεχωριστό δρόμο που αξίζει να ακολουθήσουμε.
Και κάπως έτσι ο δίσκος αποκτά τη δική του σάρκα. Δεν πρόκειται για μια συλλογή από «τραγούδια» με την παραδοσιακή έννοια, αλλά για διαδρομές που ανασαίνουν, παίρνουν σχήμα και χρώμα όσο προχωρούν. Οι Racing Mount Pleasant δεν πάνε ευθεία, σε ξαφνιάζουν με τις στάσεις και τις στροφές της μουσικής τους, προτιμούν τα ημικύκλια, τις παύσεις, τις μικρές δονήσεις που κάνουν το συναίσθημα πιο αληθινό. Κάθε κομμάτι μοιάζει να στήνεται από το τίποτα, σαν κάποιος να ανάβει ένα φως σε σκοτεινό δωμάτιο. Πρώτα μια μελωδία στην κιθάρα, μετά ένα αχνό πνευστό, ένα κρουστό που χτυπά σαν ανάσα. Σιγά σιγά όλα ενώνονται, και εκεί που περιμένεις την κορύφωση, αυτό που έρχεται δεν είναι κρεσέντο αλλά ένας όμορφος ψίθυρος που σε ηρεμεί.
Υπάρχει μια σχεδόν σωματική αίσθηση σε αυτό το άλμπουμ. Οι ρωγμές του γίνονται το ίδιο το νόημα του άλμπουμ. Σου υπενθυμίζουν ότι η μουσική δεν είναι μόνο γιορτή, είναι και η προσπάθεια να σταθείς όρθιος μετά την πτώση. Οι Racing Mount Pleasant φτιάχνουν έναν ήχο που δεν εξηγείται εύκολα με είδη και ετικέτες. Είναι ο ήχος της εύθραυστης αντοχής, της ομορφιάς που επιμένει ακόμα κι όταν όλα γύρω μοιάζουν να καταρρέουν.
Κομμάτια όπως τα "You" και "Seminary" τεντώνουν τη γαλήνη μέχρι τα όριά της, αφήνοντας μικρές λεπτομέρειες (έναν αναστεναγμό βιολιού, ένα σβησμένο ταμπούρο, μια σπασμένη φωνή) να σηκώνουν όλο το βάρος. Κι όταν τα τραγούδια ξεκινούν αθόρυβα, πάντα κάτι παραμονεύει στις άκρες, γιατί αυτό το άλμπουμ είναι γεμάτο από τραγούδια για το μετά, για εκείνο το τέντωμα ανάμεσα στο άγγιγμα και το πέσιμο, την ένταση και τη γαλήνη.
Το εναρκτήριο "Your New Place" είναι ένα θαύμα αυτής της ισορροπίας ανάμεσα στην εγκράτεια και την έκρηξη: ξεδιπλώνει την ιστορία του ανάποδα, με μια σχέση, έναν θάνατο, μια πτώση από τον 34ο όροφο να υπονοούνται στην αρχή και να γίνονται αβάσταχτα στο τέλος. Τα πνευστά αναστενάζουν κάτω από midwest κιθάρες, την ώρα που ο Sam DuBose τραγουδά σαν κάποιος που ψάχνει μέσα σε συντρίμμια να βρει ένα όνομα. Και ύστερα έρχεται το "Emily", όπου αφήνει τη φωνή του να ξεφτίσει ώσπου μοιάζει έτοιμη να χαθεί. «Τώρα μπορείς επιτέλους να κοιμηθείς», ουρλιάζει, «αλλά τι γίνεται με μένα; Γιατί κι εγώ κουράστηκα». Αν έχεις πει ποτέ αντίο πριν να είσαι έτοιμος, αυτός ο στίχος κάπου θα σε βρει.
Υπάρχει και μια ωμότητα εδώ που ξεπερνά το συνηθισμένο μελόδραμα του post-rock ή του art rock. Ο ρομαντισμός εδώ είναι φθαρμένος από τη χρήση, ειλικρινής, τρεμάμενος και βαθιά βιωμένος. Κι όμως, για ένα διάστημα, ο δίσκος κινδυνεύει σε σημεία να παρασυρθεί σε μια υπνωτιστική νωθρότητα. Κομμάτια όπως τα "Tenspeed (Shallows)" και "Heavy Red", αποσπασματικά όμορφα ναι, αλλά μοιάζουν περισσότερο με σκαριφήματα παρά με ολοκληρωμένες δηλώσεις και ίσως όχι πλήρως ικανοποιητικά. Ωστόσο, με το κομμάτι που δίνει τον τίτλο στον δίσκο, η επταμελής μπάντα ξαναπαίρνει στα χέρια της τον έλεγχο.
Το "Call It Easy" είναι ίσως η πιο εκρηκτική στιγμή της μπάντας, ανεξάρτητα από τον τίτλο που κοβαλάει. Αυτό που ξεκινά σαν απαλές πινελιές γρήγορα διογκώνεται σε μια καταιγίδα από έγχορδα, συλλογικά φωνητικά και ξεσπάσματα σαξοφώνου. Κι ανάμεσα σε αυτές τις μικρές εκρήξεις θορύβου, υπάρχει πάλι εκείνη η ησυχία, μια αποπροσανατολιστική γαλήνη πριν από τις καταιγίδες που η μπάντα καταφέρνει να στριμώξει μέσα σε ένα μόνο κομμάτι. Το πανέμορφο "Outlast" συνεχίζει αυτόν τον παλμό μέχρι το κλείσιμο με το "Your Old Place", που μας επιστρέφει στον συναισθηματικό πυρήνα του δίσκου: το πένθος και η μνήμη σαν χωρικές έννοιες, δεμένες με δωμάτια, σκιές και ό,τι αφήνεται πίσω. «You took up all the love I had to spend», τραγουδά ο DuBose, σαν να πιστεύει πως το βάρος θα γίνει ελαφρύτερο μόλις αποκτήσει όνομα...