Οι Bokavoy εμφανίζονται με το ομότιτλο ντεμπούτο τους στην ελληνική δισκογραφία περισσότερο σαν μια μουσική κατάσταση παρά σαν μια μπάντα με την κλασική έννοια. Στην ουσία είναι μια ηχητική συλλογικότητα που κινείται ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, με επικεφαλής τον Σωτήρη Τσόλη, η οποία αντιμετωπίζει τη μουσική ως έναν οργανωμένο χώρο, σαν μια σκηνή αφήγησης που αποκτά μορφή πριν ακόμη υπάρξει εικόνα. Το πρώτο τους άλμπουμ στην Inner Ear είναι ακριβώς αυτό: ένα soundtrack χωρίς ταινία, με μια μουσική που προηγείται της αφήγησης και, ταυτόχρονα, την ορίζει.
To σχήμα στην ηχογράφηση του άλμπουμ αποτελείται απλό τον Μιχάλη Τσιφτσή στις κιθάρες, τον Βίκτωρα Τσιλίπμαρη στα πλήκτρα και τα samples, τον Αλέξανδρο Δελή στο ηλεκτρικό μπάσο και τον Σωτήρη Τσόλη στα τύμπανα. Επηρεασμένοι από την κινηματογραφική μουσική, το krautrock, την ψυχεδέλεια, την jazz, τον μινιμαλισμό και την ambient, οι Bokavoy χτίζουν έναν ήχο που γεννιέται σε ώρες αϋπνίας και κούρασης, σε εκείνο το περίεργο σημείο ανάμεσα στο ξύπνιο και την ονειροπόληση. Συνθέσεις γραμμένες πολύ νωρίς το πρωί ή πολύ αργά το βράδυ, μέσα στη συνεχή, θορυβώδη ροή της Αθήνας, με μια επιτακτική ανάγκη ολοκλήρωσης, σαν να ήταν κάτι που έπρεπε να ειπωθεί πριν αλλάξει ο τόπος, ο χρόνος, η ζωή.
Το Bokavoy ως άλμπουμ αναπτύσσει ένα πολυεπίπεδο ηχητικό σύμπαν: ορχηστρικές βινιέτες, κινηματογραφικά τοπία και πειραματικές δομές συνυπάρχουν σε μια post-rock αισθητική που ρέει φυσικά ανάμεσα στο αναλογικό και το ηλεκτρονικό. Ένας ήχος ταυτόχρονα οικείος και αφηρημένος, αληθινός και ονειρικός, μια μουσική που δεν χρειάζεται πολλές εξηγήσεις, αλλά περισσότερο ίσως θα έπρεπε να τη ζήσεις σαν έναν εσωτερικό μονόλογο μιας πόλης που δεν κοιμάται ποτέ. Και κάπως έτσι, σαν ένα soundtrack αϋπνίας, αστικού θορύβου και κινηματογραφικής μνήμης, η μουσική των Bokavoy δεν συνοδεύει εικόνες, τις γεννά.
Μιλήσαμε με τον Σωτήρη Τσόλη για την αϋπνία και την κούραση ως πρώτη ύλη, τη μουσική ως οργανωμένο χώρο και το Bokavoy ως soundtrack μιας σκηνής που δεν είδαμε ποτέ, αλλά όλοι έχουμε ζήσει.
- Το "Bokavoy" παρουσιάζεται ως ένα soundtrack πριν ακόμη υπάρξει εικόνα. Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα; Πότε κατάλαβες ότι ο δίσκος λειτουργεί σαν “τελική μορφή” κάποιας σκηνής που δεν έχουμε δει;
Δεν ήταν κάτι προμελετημένο· τα ίδια τα κομμάτια με “οδήγησαν” προς αυτή την κατεύθυνση. Όσο περνούσε ο καιρός και προχωρούσα από κομμάτι σε κομμάτι, η αισθητική του δίσκου γινόταν ολοένα και πιο ξεκάθαρη.
- Λες πως ο δίσκος γράφτηκε μέσα σε περιόδους παρατεταμένης αϋπνίας και κόπωσης. Πόσο επηρεάζει η σωματική κατάσταση (η εξάντληση, οι ώρες, η πόλη) τις συνθέσεις σου; Η μουσική είναι για εσένα τρόπος αποφόρτισης ή τρόπος καταγραφής;
Ό,τι ζω εγώ και ό,τι συμβαίνει γύρω μου επηρεάζει το πώς και το τι γράφω, αλλά δεν είναι κάτι που μου αρέσει να το σκαλίζω ή να το σκέφτομαι πολύ. Δεν νιώθω ότι χρειάζεται χαρτογράφηση. Με αυτή την έννοια, είναι κάπως και τα δύο: αποφόρτιση και καταγραφή.
- Όταν μιλάμε για αϋπνία, εξάντληση, ένταση σκέφτομαι καταστάσεις που μοιάζουν βαθιά συνδεδεμένες με τη σύγχρονη ελληνική καθημερινότητα. Πόσο πολιτική είναι για εσένα αυτή η κόπωση; Πόσο κοινωνιολογικό υλικό υπάρχει μέσα στη μουσική σου;
Είμαι κομμάτι της κοινωνίας και, ως εκ τούτου, προχωρώ διαρκώς σε κρίσεις και κοινωνικές παρατηρήσεις. Άρα το υλικό δεν μπορεί παρά να είναι κοινωνικοπολιτικό, αλλά δεν νιώθω την ανάγκη —ούτε γνωρίζω τον τρόπο— να το αποδομήσω περαιτέρω.
- Αναφέρεσαι συχνά στη σχέση σου με τη μουσική κινηματογράφου. Τι σε ελκύει περισσότερο σε αυτήν; Η αφήγηση; Η ατμόσφαιρα; Ή η ελευθερία που δίνει στο ηχητικό τοπίο;
Μαζί με αυτά, θα πρόσθετα ότι με εξιτάρει ο τρόπος με τον οποίο παγιώνει το μήνυμα μιας σκηνής, καθώς και η σχέση αλληλεξάρτησης που δημιουργείται στη συνέχεια.

- Το πρότζεκτ Bokavoy κινείται μεταξύ Αθηνών και Παρισιού. Πόσο διαφορετικά γράφεις ή αντιλαμβάνεσαι τον ήχο σου στις δύο πόλεις; Σου επιβάλλουν δύο διαφορετικές “καταστάσεις”;
Σίγουρα, αλλά είναι κάτι που αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να αντιληφθώ συνειδητά. Ίσως αυτό να είναι κάτι που πρέπει να κρίνει κάποιος άλλος.
- Το όνομα "Bokavoy" προέρχεται από μια κίνηση πάλης. Ποιο είναι το δικό σου “νοηματικό κράτημα” σε αυτό το όνομα; Πώς συνομιλεί με την ταυτότητα του πρότζεκτ;
Για να είμαι ειλικρινής, το όνομα δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο νοηματικό βάρος. Είναι μια κίνηση στην ελεύθερη πάλη που αγαπώ πολύ και ήταν το καλύτερο που μου ήρθε εκείνη τη στιγμή, χωρίς να είμαι σίγουρος ότι θα το κρατήσω. Άρεσε στους φίλους και στα υπόλοιπα μέλη, οπότε έμεινε.
- Η μουσική σου κινείται ανάμεσα στο αναλογικό και το ηλεκτρονικό, στο οικείο και το αφηρημένο. Τι σε ενδιαφέρει περισσότερο σε αυτήν την αντίθεση; Είναι αισθητική επιλογή ή κάτι βαθύτερο;
Μάλλον πρόκειται για αισθητική επιλογή, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

- Ο δίσκος γράφτηκε λίγο πριν φύγεις από την Ελλάδα. Νιώθεις ότι το “Bokavoy” είναι ένα έργο αποχωρισμού; Ή μια προσπάθεια να κρατήσεις κάτι από την Αθήνα πριν αλλάξει οριστικά;
Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ξεκίνησε σαν έργο αποχωρισμού ή σαν κάτι που είχα συνδέσει με τη φυγή από την Αθήνα. Ήταν απλώς κάτι που, για πρακτικούς λόγους, έπρεπε ή ήθελα να γίνει πριν φύγω. Παρ’ όλα αυτά, σε έναν βαθμό λειτουργεί και έτσι, γιατί εκείνη η περίοδος - και ειδικά οι μέρες των ηχογραφήσεων - είχαν έντονα την επίδραση της επικείμενης μετακόμισής μου.
- Πού οδηγείται το σχήμα από εδώ και πέρα; Θα παραμείνει ένας “κινητός” οργανισμός ή σκέφτεσαι μια πιο σταθερή μορφή στο μέλλον;
Θα ήθελα να αποκτήσει μια σταθερή μορφή, αλλά το ότι ζούμε σε άλλη χώρα το κάνει δύσκολο.
- Η ελληνική μουσική σκηνή βρίσκεται σε μια περίεργη μετάβαση: νέοι δημιουργοί δοκιμάζουν τολμηρά πράγματα, αλλά η χώρα συχνά δεν τους προσφέρει το κατάλληλο πλαίσιο. Πώς το βιώνεις αυτό; Νιώθεις ότι υπάρχει χώρος για πειραματισμό ή ότι παλεύεις κόντρα στον άνεμο;
Θέλω να είμαι προσεκτικός εδώ. Από την εμπειρία μου στην Αθήνα δεν παρατήρησα κάποια σκηνή ως κοινότητα, άρα ούτε κάποια μεταβατική διαδικασία. Υπάρχουν όμως μουσικές ομάδες που κινούνται ξεχωριστά. Είναι ένα πολύπλοκο θέμα, και κατά την άποψή μου μεγάλο μέρος του οφείλεται στο ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε αποτάξει πλήρως τον θεσμό της φατρίας. Από την άλλη, αν σκεφτείς ότι η ύπαρξη ή μη μιας μουσικής σκηνής είναι αποτέλεσμα κοινωνικών ανησυχιών ή αναγκών και λειτουργεί σαν καθρέφτης τότε τα πράγματα στην Ελλάδα είναι ακριβώς όπως οφείλουν να είναι.
- Υπάρχει στην Ελλάδα μια συζήτηση γύρω από το ποιος έχει πρόσβαση σε σκηνές, συλλογικότητες, υποδομές. Νιώθεις ότι η σκηνή είναι ανοιχτή ή ότι παραμένει κλειστή σε νέες ταυτότητες και νέους ήχους;
Νομίζω ότι η πρόσβαση εξαρτάται κυρίως από το ποιους γνωρίζεις και σε ποιες θέσεις βρίσκονται. Η ταυτότητα και ο ήχος έρχονται μετά.
- Σε μια χώρα όπου η επιβίωση είναι συχνά πιο επείγουσα από τη δημιουργία, τι σε κάνει να συνεχίζεις να γράφεις μουσική; Τι νόημα έχει για σένα η καλλιτεχνική πράξη μέσα σε αυτό το κλίμα;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει μια ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό. Μάλλον είναι κυρίως κάτι εγωιστικό, που σχετίζεται με ένα κομμάτι της ταυτότητάς μου και ίσως με κάποια κοινωνική δυσλειτουργία μου.









