Αισίως τέταρτο άλμπουμ (και πρώτο στο label της ANT-I) για το κουαρτέτο από το Ώκλαντ της Νέας Ζηλανδίας. Οι Beths σχηματίστηκαν το 2014. Το γκρουπ αποτελείται από την τραγουδίστρια και βασική συνθέτρια/στιχουργό Elizabeth Stokes, τον κιθαρίστα Jonathan Pearce, τον μπασίστα Benjamin Sinclair και τον ντράμερ Tristan Deck. Συναντήθηκαν στο Πανεπιστήμιο του Ώκλαντ και υπέγραψαν συμβόλαιο με την Carpark Records το 2018, όπου κυκλοφόρησαν τα άλμπουμ Future Me Hates Me (2018), Jump Rope Gazers (2020) και Expert in a Dying Field (2022). Έχουν περιοδεύσει ανά τον κόσμο με τους Death Cab of Cutie και τους National.
Οι Beths δεν προέκυψαν φυσικά εν κενώ – η Νέα Ζηλανδία έχει μεγάλη παράδοση στις post-punk και ψυχεδελικές indie-pop μπάντες και δη σ’ αυτές που εμπνέονται προνομιακά από τον μινιμαλισμό των Velvet Underground: The Clean, Chills, The Bats, Balter Space, Verlaines, Look Blue Go Purple…
Όπως ειπώθηκε, η Elizabeth Stokes (και δευτερευόντως ο κιθαρίστας Jonathan Pearce) είναι οι βασικοί συνθέτες/στιχουργοί της μπάντας. H Stokes στο παρελθόν έχει υποστηρίξει ότι έγραφε στίχους όποτε ένοιωθε ότι κάτι την εμπνέει. Όμως διάφορα προβλήματα που αντιμετώπισε στη διάρκεια της πανδημίας και αμέσως μετά, την ανάγκασαν να αλλάξει τον τρόπο δουλειάς της.
Για το τέταρτο άλμπουμ τους, το Straight Line Was A Lie, η διαδικασία που αναγκαστικά επέλεξαν ήταν διαφορετική. Αντιμετωπίζοντας τη διάγνωση της νόσου Graves, μιας χρόνιας αυτοάνοσης διαταραχής, η Stokes είχε αρχίσει να παίρνει σερτραλίνη για να διαχειριστεί την ψυχική της υγεία. Διαπίστωσε ότι η αλλαγή στη χημεία του εγκεφάλου της, που επηρεάστηκε από τη φαρμακευτική αγωγή, επηρέαζε την ικανότητά της να γράφει τραγούδια από την άμεση, συναισθηματική της θέση πριν. Προσπαθώντας να ξεπεράσει το συγγραφικό της μπλοκάρισμα, χρησιμοποίησε μια τεχνική που ήταν επηρεασμένη από το The Artist's Way της Julia Cameron και το On Writing του Stephen King: έγραφε 2.000 λέξεις σε μια γραφομηχανή κάθε μέρα. Στη συνέχεια, αυτή και ο Pierce πέρασαν μερικούς μήνες στο Λος Άντζελες, απομονώνοντας κομμάτια από τις σελίδες που είχαν συγκεντρωθεί, κάνοντας μοντάζ και μετατρέποντάς τα σε τραγούδια.
Στιχουργικά, το βασικό concept του άλμπουμ βρίσκεται ακριβώς στον τίτλο του. Straight Line Was A Lie. «Η ευθεία γραμμή» είναι κατασκευασμένος μύθος, αστική προπαγάνδα, σύμφωνα με την μπάντα. Ως κοινωνία, μας έχουν διδάξει ότι συνήθως υπάρχει ένας τρόπος για να κάνεις σχεδόν τα πάντα. Αυτό περιλαμβάνει το πώς να πετύχεις στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στην επαγγελματική σταδιοδρομία, στην οικογενειακή ζωή, κλπ. Βιβλιοπωλεία, κολέγια, θρησκευτικά ιδρύματα και γραφεία θεραπευτών προσφέρουν πανομοιότυπα μοντέλα επιτυχίας, αναπαράγοντας με τη σειρά τους συγκεκριμένα μοντέλα ομοιόμορφων ανθρώπων. Προτείνουν άμεσες οδούς για το πώς να πετύχεις. Όμως, συχνά υπάρχουν πολλαπλές οδοί διαθέσιμες και καμιά από αυτές δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ ίδια για όλους, δηλαδή ευθεία γραμμή – αυτή είναι η βασική θέση της μπάντας.
Έτσι, η Stokes τραγουδά στο ομώνυμο κομμάτι: «Guess I'll take the long way / 'Cause every way's the long way / And I don't know if I can go round again»
Αντίστοιχα στο “No Joy”, εκφράζει ανοιχτά τις απογοητεύσεις της – τις οποίες η κοινωνία μας ζητάει συνήθως να αποκρύβουμε: «Wanted to cry but I couldn’t / Tear ducts full, I felt you pulling at them / But it didn’t happen»
Ή στο “Mother, Pray for Me”: «Mother don't cry for me / I have created enough injury / I wanted to plead you for the cream you created into me / And I know that I'm why you cry»
Μουσικά, το Straight Line Was a Lie είναι μια συνεκτική συλλογή δέκα τραγουδιών με σχεδόν τέλεια σειρά, που ολοένα και ηλεκτρίζονται σε ρυθμό και δυναμική όσο κυλά ο δίσκος. Η ατμόσφαιρα ρέει, τα τραγούδια φουντώνουν.
Τραγούδια όπως το “Mosquitoes”, με το αργό, απαλό πιάνο και την ψυχεδελική κιθάρα του ή το μελαγχολικό και γλυκόπικρο “Til My Heart Stops” ισορροπούν με πιο ρυθμικές στιγμές, όπως το σχεδόν new wave-funky “Best Laid Plans”. Αλλού, κομμάτια όπως το “Take” ή το “Roundabout” συνιστούν αψεγάδιαστες βελβετικές υπομνήσεις – ή αλλιώς, η νεοζηλανδέζικη γκαραζιέρικη lo-fi pop παράδοση σε όλη τη δυναμική και σε όλη την ωκεάνια ομορφιά της. Ειδικά στο ασταθές post-punk “Take”, η σκληραγωγημένη ορμή της κιθάρας και του μπάσου συγκρούονται δημιουργικά με τη νωχελική φωνή του Stokes. Το νευρώδες “Ark Of The Covenant” θυμίζει έντονα πρώιμους Cure, σε στυλ "Jumping Someone Else's Train" ή “Fire In Caio”, με σαφώς πιο ηλιόλουστη διάθεση…
Το “Metal” και το ομώνυμο κομμάτι αποτελούν τα highlights του δίσκου: το πρώτο με το κοφτό, ξυραφένιο riff της κιθάρας, τα ξερά τύμπανα και με την αμεσότητα της ερμηνείας της Stokes, που θυμίζει λίγο την Tania Donelly στο πιο αγριεμένο και σε γραπώνει αμέσως∙ το δεύτερο (που εφορμά in media res) και αυτό με το κιθαριστικό του riff, που είναι μια αναπαράσταση του αντίστοιχου από το “Teenage Riot” των Sonic Youth.
Συνολικά το Straight Line Was A Lie έχει post-punk τόλμη και τσαγανό τυλιγμένη σε (νεοζηλανδέζικα) indie-pop ηχοχρώματα. Οι Beths στην καλύτερη τους στιγμή - πιο κοφτεροί, πιο ζωντανοί και (ναι!) πιο πιασάρικοι από ποτέ.