4 νέα «ανήσυχα» άλμπουμ

Τέσσερα νέα άλμπουμ, τέσσερις εντελώς διαφορετικές χαράξεις στον χάρτη της σύγχρονης πειραματικής μουσικής. Οι What We Do When In Silence φτιάχνουν έναν ηχητικό λαβύρινθο από αντηχήσεις και σκιές, ο Stephen O’Malley στρέφεται σε μια μνημονική εξομολόγηση γεμάτη drone και απειλητική μεγαλοπρέπεια∙ οι Hand To Earth μετατρέπουν το Ŋurru Wäŋa σε τελετουργικό σπίτι όπου παράδοση και σύγχρονη παραγωγή συνυπάρχουν∙ και οι Dwarfs of East Agouza παίζουν με την ασάφεια, την παραμόρφωση και το out of focus σαν να επικαλούνται τον ίδιο τον Σάσκουοτς. Τέσσερις δίσκοι που σε διαφορετικούς δρόμους δείχνουν πώς ο ήχος μπορεί να γίνει χώρος, τελετή, μνήμη ή μύθος.

What We Do When In Silence – What We Do When In Silence (Self Released, 2025)

Αυτός ο δίσκος δεν στέκεται στο «σιωπηλό» του όνομα, γιατί δεν είναι η σιωπή που τον ορίζει, αλλά το πυκνό ανάμεσα στις ανάσες. Το τρίο των Enrico Malatesta, Alessandra Novaga και Nicola Ratti, με την επιμελημένη παρουσία του Giuseppe Ielasi στην καταγραφή και το shaping του ήχου, στήνει έναν λαβύρινθο από αντηχήσεις, μικρούς παλμούς και φευγαλέες αρμονίες που δεν ζητούν να γεμίσουν το κενό, αλλά να το μετατρέψουν σε ύλη.

Εδώ, κρουστά, κιθάρα και συνθεσάιζερ δεν αλληλοσυγκρούονται αλλά συνομιλούν σαν σκιές σε τοίχο, αφήνοντας ίχνη που πότε σχηματίζουν μοτίβα και πότε διαλύονται σε ακανόνιστες υφές. Είναι ένα άλμπουμ-χάρτης που αποτυπώνει το αόρατο, ένα πλέγμα που προχωρά αργά, σχεδόν τελετουργικά, και καλεί τον ακροατή σε βαθιά ακρόαση, ώστε οι ήχοι να μεταφραστούν σε εικόνες.

Ακόμα και οι τίτλοι των κομματιών –ανώνυμοι, σχεδόν απρόσωποι– λειτουργούν σαν λευκές σελίδες, αρνούμενοι να υπαγορεύσουν συναισθήματα ή ερμηνείες. Το βάρος πέφτει στον ακροατή, που γίνεται συνδημιουργός, πλάθοντας το δικό του ονειρικό αφήγημα.

Είναι ένας δίσκος χωρίς σιωπή, αλλά με τον ρυθμό της σιωπής, που σε βυθίζει σε μια ρευστή, ανεξιχνίαστη πραγματικότητα, όπου το άμορφο γίνεται ουσία και το ανείπωτο βρίσκει ήχο.

Βαθμολογία: 7


Stephen O’Malley –  But remember what you have had (Portraits GRM)

Στον σκοτεινό και μαγνητικό κόσμο του drone και του doom, το όνομα του Stephen O’Malley δεσπόζει εδώ και δεκαετίες. Από τους Sunn O))) μέχρι τους KTL, ο κιθαρίστας του Σιάτλ έχει υπάρξει πυρήνας σε αμέτρητα σχήματα και συνεργασίες. Με το νέο του έργο όμως, But Remember What You Have Had, φαίνεται να στρέφεται προς μια αφήγηση πιο προσωπική, σχεδόν εξομολογητική.

Μια μόνο σύνθεση, ένας μακρόσυρτος ήχος-mantra, λειτουργεί ως memento mori. Στα πρώτα λεπτά κυριαρχούν τα πνευστά των Hans Teuber και Steve Moore (γνωστού συνεργάτη των Sunn και Earth), που απλώνουν ψευδο-συμφωνικές αποχρώσεις πάνω στο ηχητικό τοπίο του O’Malley. Η κιθάρα εισέρχεται αργά, υπόγεια, για να αναδυθεί τελικά με ένταση, χωρίς ποτέ να καταστρέψει την υπερβατική ακινησία που έχει ήδη στηθεί.

Με στρώσεις από νότες και feedback, άλλοτε αρμονικές κι άλλοτε σκοπίμως δυσαρμονικές, ο O’Malley υφαίνει έναν καμβά σκοτεινό και φασματικό, κάπου ανάμεσα στο μυστικιστικό και το πένθιμο. Σε αυτό το έργο που κυκλοφορεί μέσω της Portraits GRM (το project της Shelter Press και INA GRM που διερευνά τις πολλαπλές εκφάνσεις της ηλεκτροακουστικής δημιουργίας), η κιθάρα του είναι πιο ελεγχόμενη, λιγότερο καταστροφική απ’ ό,τι στο παρελθόν, γίνεται μινιμαλιστική, ενίοτε στοχαστική, πάντα όμως αναγνωρίσιμη.

Περίπου στη μέση της σύνθεσης, χάρη και στο αντίστιχο των πνευστών, το κομμάτι αποκτά μια απειλητική μεγαλοπρέπεια, σαν σκιά που πυκνώνει. Το drone φουσκώνει, γίνεται πιο πυκνό και ομιχλώδες. Ένας ηχητικός χείμαρρος που σε στέλνει στα Τάρταρα, ραγισμένος από υπόκωφους βρυχηθμούς, όπου ο θόρυβος μοιάζει με αναπνοή του κάτω κόσμου.

Βαθμολογία: 7


Hand To Earth – Ŋurru Wäŋa (Room 40)

Υπάρχουν άλμπουμ που όπως έχουμε ξαναπεί μοιάζουν με τόπους: δεν τα ακούς, τα κατοικείς. Το Ŋurru Wäŋa ("Το σπίτι μου") των Hand To Earth είναι ένα τέτοιο έργο. Μια κοινότητα από φωνές και όργανα που συναντιούνται στο ίδιο πεδίο: οι αρχέγονες ρίζες των Yolŋu της Αυστραλίας, η διαπεραστική μελωδικότητα της Κορέας, η δυτική πειραματική γλώσσα, όλα βυθισμένα σε ένα ηλεκτρονικό υπόστρωμα που μοιάζει με ατμόσφαιρα παρά με παραγωγή.

Στον πυρήνα βρίσκονται οι Daniel και David Wilfred με τις φωνές και τα παραδοσιακά όργανα των Yolŋu (bilma, yidaki), σε διάλογο με την Sunny Kim που φέρνει μια φωνή εύθραυστη και ανυψωτική. Γύρω τους, η τρομπέτα και τα synths του Peter Knight, τα κλαρινέτα και τα πνευστά της Aviva Endean, το βιολί της Amalia Umeda, τα πεδία ήχου του Lawrence English, συνθέτουν ένα τοπίο όπου κάθε ήχος έχει βαρύτητα. Στο δεύτερο μέρος του title track εμφανίζεται και ο Quinn Knight, προσθέτοντας ρυθμικά χτυπήματα που μοιάζουν με ανάσες της γης.

Η αναφορά σε Eno/Hassell είναι αναπόφευκτη, αλλά εδώ το παιχνίδι παίζεται αλλού: η παραγωγή του Lawrence English δίνει βάθος και ένταση, ενώ οι αντρικές φωνές κουβαλούν μια παράδοση χιλιετιών που δεν χρειάζεται επιτήδευση. Το αποτέλεσμα δεν γλιστρά ποτέ στην παγίδα του “εξωτισμού” ή της new age καρτ-ποστάλ. Η μουσική παραμένει σωματική, αυθεντική, σχεδόν τελετουργική.

Αν η εκτεταμένη διάρκεια του "Bush Honey" δείχνει την υπομονή του έργου, οι πραγματικές κορυφές κρύβονται στις σκιές που αιωρούνται στο πρώτο μέρος του κομματιού που δίνει τον τίτλο στο άλμπουμ, στο μυστήριο του "Mäḏawk" και στον παλμό του οργανικού "Gaḏayka", όπου έντομα, ανάσες και ήχοι από το περιβάλλον υφαίνουν ένα υπόγειο crescendo.

Το Ŋurru Wäŋa είναι ένας χώρος συνάντησης. Ένα σπίτι όπου διαφορετικοί κόσμοι μαθαίνουν να μιλούν την ίδια γλώσσα, όχι μέσα από την ομοιομορφία, αλλά μέσα από την τριβή, την υπομονή και την ακρόαση. Ένας τόπος που μυρίζει χώμα, ιδρώτα, βροχή και που αξίζει να του δώσεις μια ευκαιρία να σε κατοικήσει.

Βαθμολογία: 8


The Dwarfs of East Agouza – Sasquatch (Constellation)

Τι δουλειά έχει o Bigfoot, το Yeti ή ένας «Πελώριος Άνθρωπος των Χιονιών» να δίνει τον τίτλο σε έναν δίσκο; Η απάντηση δεν είναι κυριολεκτική, είναι μια μεταφορά της θολής, αλλόκοτης εμπειρίας που σου χαρίζει η ακρόαση. Οι Dwarfs of East Agouza (Maurice Louca, Alan Bishop, Sam Shalabi) έχουν μάθει να στήνουν ήχους που μοιάζουν με σκιές: όσο τους κοιτάς, τόσο χάνεις το περίγραμμά τους.

Το τρίο σχηματίστηκε το 2012, όταν οι Maurice Louca (Αιγύπτιος συνθέτης και πιανίστας, γνωστός από τους Bikya και για τα σόλο του άλμπουμ Benhayyi Al-Baghbaghan και Elephantine), Alan Bishop (πρώην μέλος των θρυλικών Sun City Girls, επίσης ενεργός με το σόλο project Alvarius B.) και Sam Shalabi (Καναδός-αιγυπτιακής καταγωγής κιθαρίστας και ιδρυτής των Land of Kush, πολυπράγμων στον avant-jazz και psych χώρο) βρέθηκαν γείτονες σε μια πολυκατοικία στη συνοικία Αγκούζα του Καΐρου.

Αυτό το τυχαίο γεγονός (το ότι ζούσαν δίπλα-δίπλα) οδήγησε σε μακρές, αυτοσχεδιαστικές συνευρέσεις στο σαλόνι τους, που σταδιακά πήραν μορφή μπάντας. Έτσι γεννήθηκαν οι Dwarfs of East Agouza: ένα σύνολο όπου η κιθάρα του Shalabi, το μπάσο και η φωνή του Bishop και τα synths και τα κρουστά του Louca μπλέκονται σε έναν ήχο που ακροβατεί ανάμεσα στο free jazz, krautrock, psych improv και αραβικές μελωδίες.

Το Sasquatch λειτουργεί σαν παιχνίδι εστίασης. Στην αρχή βλέπεις το προφανές: μια μελωδία, έναν ρυθμό, μια ακολουθία από νότες. Όσο όμως αφήνεις το αυτί να «ξεθολώσει», αρχίζουν να εμφανίζονται τα κρυμμένα στρώματα: παράσιτα, παραμορφώσεις, θραύσματα που επαναλαμβάνονται μέχρι να χάσουν κάθε λογικό νόημα και να αποκτήσουν κάτι άλλο, σχεδόν μυστικιστικό. Είναι η μουσική του out of focus, μια ηχητική απο-κατάληψη (depossession) που οδηγεί σε trance.

Οι ήχοι είναι ανυπάκουοι, ανορθόδοξοι, σκόρπιοι, ατίθασοι: σαν να έχουν ξεχάσει πώς να παίζονται «σωστά» ή σαν να μην το έμαθαν ποτέ. Γι’ αυτό και έχουν τη μαγική αίσθηση της art brut: μια ακατέργαστη έκφραση που αντλεί δύναμη από την ασάφεια. Σαν να επαναλαμβάνεις ατελείωτα μια λέξη ώσπου να πάψει να σημαίνει κάτι∙ τότε το νόημα ξεφεύγει και ανοίγει μια χαραμάδα σε έναν άλλο κόσμο.

Εδώ, το Sasquatch δεν είναι απλώς ένα μυθικό τέρας, αλλά μια μεταφορά του θολού, του ανείπωτου, του ενδιάμεσου. Οι Dwarfs of East Agouza καταθέτουν ένα άλμπουμ που δεν ακούγεται για να βρεις μελωδίες ή φόρμες, αλλά για να χαθείς σε ένα πεδίο που αναδιαλύει τα όρια ανάμεσα στο χαοτικό και στο μυστικιστικό. Μια ηχητική μετάβαση που δεν φοβάται να είναι αδέξια, ακατέργαστη, αλλά πάντα – ακαταμάχητα – ζωντανή.

Βαθμολογία: 8

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured