«Έχουμε φτάσει ακριβώς εδώ.
Στο σημείο που με το κιάλι αναζητούμε οξύνοια και γλαφυρότητα, σ’ ένα δίσκο «κανονικό». Με εκείνα τα τραγούδια που προϋπήρχαν, ποτισμένα από τις ιστορίες που προέρχονται και εκπορεύονται μέσα από τους βάλτους της Louisiana, τις swamp μπότες, τους αλιγάτορες που καραδοκούν. Μικρές, αληθινές, ανθρώπινες διηγήσεις της νότιας γεωγραφίας, όπως θα περιέγραφε χωρίς φιοριτούρες και ο ίδιος ο 69χρονος Robert Finley. (…) Ας πούμε τι εστί Robert Finley. Η διαδρομή λίγο έως πολύ συνηθισμένη, χωρίς προνόμια και αστερίσκους. Μεγάλωσε στη μικρή πόλη Bernice, μάζεψε καλαμπόκι με την οικογένεια, μπαινόβγαινε στο σχολείο και τις χορωδίες των εκκλησιών, τραγούδησε blues στα juke joints, υπηρέτησε στον αμερικανικό στρατό και για χρόνια βιοπορίστηκε ως τεχνίτης ξυλουργός. Μέσα στα χρόνια, κόπιασε να τραγουδά southern soul, heavy rock, swamp pop, jazz και folk, ως πάρεργο. Γύρω στα 60, έχασε από γλαύκωμα το φως του, έχασε τη σύζυγό του, οπότε η λαβωμένη όραση και καρδιά ενός ανίκανου χειρώνακτα, τον έστρεψαν εκ νέου στη φωνή του. (…) . Μη δημοσιολογούμε περαιτέρω κι ας επωφεληθούμε από ότι μας δίνει αυτός ο τύπος στην τελευταία στροφή της ζωής του. Έχει την βιωματική ευχέρεια να τραγουδά το αυτονόητο, τα προφανή, τα «κανονικά» και ουσιώδη των λασπότοπων».
Έχει στα αλήθεια σημασία μια ακόμη κριτική για το νέο δίσκο του Robert Finley, ή για τους Robert Finley αυτού του κόσμου; Στο κάτω-κάτω πρόκειται για περιπτώσεις που απλά κουμπώνουν σε a priori συμφωνίες. Είναι κλισέ μποναμάδες, πασχαλινά φακελάκια των νονάδων, ατράνταχτες βεβαιότητες, παραλλαγές στο ίδιο θέμα σαν τις ταινίες του Γαβρά και του Ken Loach. Όσα μερόνυχτα και να μεσολαβούσαν λίγοι είναι Finley που θα μπορούσαν να κάνουν ένα δίσκο υπερβατικό, διαφορετικό, κατά γενική ομολογία σπουδαίο. Το μόνο που σου εξασφαλίζουν είναι τη μη ανατροπή, το αδιάψευστο, το απαράλλαχτο που κρατάει τα πράγματα στη θέση τους.
Οι δίσκοι όπως ο νέος του Robert Finley για λογαριασμό της Easy Eye Sound, ακόμη κι αν κουβαλάνε την επικαιροποίηση στα της παραγωγής από τύπους όπως ο Dan Auerbach, ακόμη κι αν επιστρατεύουν παρεάκια σαν αυτό των Tommy Brenneck, Barrie Cadogan (*Little Barrie), Malcolm Catto και Lewis Wharton, ακόμη κι αν στριφογυρίζουν γύρω από τα gospel-ικα call and response με την κόρη του Christy Johnson, δε θα μπουν σε λίστες, δε θα γκελάρουν πουθενά. Θα τους αγοράσουν όσοι είναι να τους αγοράσουν, θα τους στριμώξουν δίπλα στις αλφαβήτα των παλιών (Little Milton, Bobby Bland, Clarence Carter, O.V. Wright κ.ο.κ.) και των νέων (Lee Fields, Charles Bradley κ.ο.κ.), κι οι εναπομείναντες θα αραχνιάζουν απούλητοι στα ράφια των δισκοπωλείων. Η μπογιά τους πέρασε, κανένα μαρκετινίστικο τερτίπι δε μπορεί πια να κατορθώσει πολλά (όπως πχ αυτό του αφροφουτουρισμού ως παραπειστικό δόλωμα για την πατροπαράδοτη πια jazz της Sun Ra ορχήστρας), το εξώφυλλο δε βοηθάει.
Επομένως; Επομένως πιάνομαι από ένα εύσχημο ψυχαναλυτικό σχήμα και σας λέω πως το Hallelujah! Don't Let The Devil Fool Ya έχει αξία για την εξής λειτουργία. Όταν ο καθένας από εμάς έχει ένα Χ φορτίο στο ψυχοσυναισθηματικό του πορτ μπαγκάζ, προκειμένου να μην έχει έγνοια πως τα πράγματα θα κοπανάνε το ένα το άλλο ενόσω ταξιδεύει, βασίζει την ευταξία τους σε κάποιες συνάψεις που τα βαστούν σε μια σειρά. Μικρές ή μεγαλύτερες, πρόσκαιρες ή και θεμελιώδεις, αναγκαίες για να γίνει η δουλειά. Μια μικρή σύναψη μας παρέχει ο φίλος Finley, σε όσους εν πολλοίς βασίζουμε τις συνενώσεις μας στα soul/blues/gospel υλικά. “Can’t Take My Joy” που λέει και στο 6ο από τα 8 κομμάτια του lp.
Κοντολογίς, η νέα, και συνολικότερα gospel δισκογραφική κατάθεση του Robert Finley, τυπικά υστερεί της προηγούμενης swamp παραγωγής τού προ διετίας Black Bayou, αλλά λειτουργεί ως αναγκαία επιστροφή στο ίδιο λεύκωμα, ως τυπική επανάληψη, ως κατευναστική σταθερά. Καμιά εύσχημη συνεκδοχή δεν του πρέπει, τη δουλειά του θα την κάνει έστω και για όσο διαρκεί. Έστω και για όσους είχαν προαποφασίσει πως μαζί του θα επανεπιβεβαιώσουν όσα τους έστειλαν σε αυτή την αλυσίδα με τους Robert Finley αυτού του κόσμου.