The Antlers

Υπάρχουν κάποιοι δίσκοι που ξεκινούν ήσυχα, ηχογραφημένοι σε ήσυχα δωμάτια και δεν χρειάζονται ούτε δυνατές φωνές, ούτε κραυγές για να σε διαλύσουν. Το νέο άλμπουμ των The Antlers, με τίτλο Blight, είναι ένας απ’ αυτούς: ένας ήσυχος φωνητικός τόνος, που βαραίνει περισσότερο από οποιοδήποτε ουρλιαχτό. Από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα του "Consider The Source", ο Peter Silberman μοιάζει να περπατάει πάνω σε μια λεπτή κλωστή ανάμεσα στην παραίτηση και την αποδοχή. Η φωνή του, αχνή, σχεδόν φθαρμένη, συνοδεύεται από ένα πιάνο, που μοιάζει να σβήνει μέσα στο φως ενός άδειου δωματίου, σαν να καταγράφει τη σιωπή μετά από μια μεγάλη καταιγίδα.

Ωστόσο, παρά τους τίτλους που παραπλανούν ("Carnage", "Calamity", "A Great Flood") το Blight δεν είναι ένας δίσκος για την καταστροφή, αλλά για εκείνη τη μικρή, υπόγεια φθορά που κουβαλάμε όλοι μέσα μας. Ο Silberman δεν κατηγορεί τους "κακούς" του κόσμου, αλλά εμάς τους ίδιους, τους εγκλωβισμένους στο βολικό τέλμα της ευκολίας: τα "add to cart" που αντικαθιστούν τις επιθυμίες, τα έτοιμα φαγητά που καταπίνουν τις ενοχές μας. Ο ίδιος, με μια σχεδόν ενοχική τρυφερότητα, τραγουδά για "leaky batteries and broken trays", σαν να ψάχνει μέσα στα σκουπίδια του πολιτισμού για κάτι που να μοιάζει ακόμα ανθρώπινο.

Μουσικά, οι Antlers επιστρέφουν σε μια γνώριμη γαλήνη, όμως όχι στην άνεση του Hospice (2009) ή του Burst Apart (2011). Εδώ ο ήχος είναι πολύ γήινος, διαφανής, σαν μια ανάσα που θολώνει ένα χειμωνιάτικο παράθυρο. Οι κιθάρες χωρίς να φωνάζουν, επιμένουν. Οι μελωδίες δεν χτίζονται πάνω σε κορυφώσεις, αλλά στις παύσεις. Και κάθε παύση μοιάζει με έναν αναστεναγμό, κάπως σαν ο δίσκος να ξέρει περισσότερα απ’ όσα θέλει να μας πει. Το Blight είναι ένα άλμπουμ για την εποχή της εξάντλησης – όχι της οργής, αλλά αυτής της ήσυχης παραίτησης που νιώθεις όταν κοιτάζεις μια οθόνη και δεν βρίσκεις τίποτα να σε συγκινήσει. Κι όμως, μέσα σε αυτή τη θολούρα, οι Antlers ψάχνουν για κάποιο φως. Όχι φυσικά το φως της σωτηρίας, αλλά ένα πιο μικρό, πιο ανθρώπινο, σαν αυτό που τρεμοπαίζει όταν αποφασίζεις να μην κλείσεις τα μάτια.

Καθώς το Blight ξεδιπλώνεται, αποκαλύπτει μια αίσθηση εσωτερικού ρήγματος, σαν να παρακολουθείς μια πόλη που καταρρέει από τη συνεχή κόπωση. Στο "Pour", το ρολόι χτυπά ρυθμικά, σαν υπενθύμιση, πριν το κομμάτι μεταμορφωθεί σε μια διακριτική ηλεκτρονική εξομολόγηση. Ο Silberman μιλά για τα χημικά που χύνονται στους υπονόμους, για καταστροφές που ανακαλύπτουμε πάντα "σαράντα χρόνια αργότερα", χωρίς να υπάρχει θυμός, αλλά σίγουρα μια ήπια ενοχή κι εκείνη η αίσθηση ότι ο κόσμος σάπισε αργά, χωρίς να το καταλάβουμε.

Στο υπέροχο "Carnage", το βλέμμα στρέφεται αλλού, σ’ ένα νεκρό ζώο στην άκρη του δρόμου, ένα ακόμα θύμα της ανθρώπινης αφηρημάδας. Το τραγούδι ξεκινά σαν προσευχή και καταλήγει σαν έκρηξη ηλεκτρισμού, με την κιθάρα να σχίζει τη σιωπή, να γεννά ένα χάος που μοιάζει σχεδόν λυτρωτικό. Είναι εκείνες οι στιγμές που θυμίζουν γιατί οι Antlers παραμένουν μοναδικοί: γιατί η ευαισθησία τους δεν είναι διακοσμητική, είναι επικίνδυνη.

Στο ομώνυμο κομμάτι, "Blight", ο Silberman πιάνει το νήμα της αυτοκριτικής με τρόπο σχεδόν σπαρακτικό: "I’m not a bad guy / I do the best I can". Μια φράση τόσο απλή, που όμως περικλείει όλη την ηθική αμφισημία της σύγχρονης ζωής, και έναν ρυθμό σχεδόν απορυθμισμένο, να θυμίζει καρδιά που χτυπά με ενοχή.

Το "Something in the Air" έρχεται σαν μια ειρωνική αντι-επαναστατική απάντηση στον τίτλο του. Μια υπόγεια προειδοποίηση: "Keep your window closed today". Το πιάνο μοιάζει αθώο, σχεδόν παιδικό, μέχρι που τα ηλεκτρονικά εφέ το διαστρεβλώνουν, σαν τοξικό αέρα που εισβάλλει από μια χαραμάδα.

Στο "Deactivate", το πιο μακρύ κομμάτι του δίσκου, οι Antlers φτάνουν στην κορυφή της σιωπηλής τους απόγνωσης. Επτά λεπτά όπου η κιθάρα ανασαίνει μέσα σε κύματα ηλεκτρονικών σπασμών, ενώ η φωνή του Peter Silberman μοιάζει να μιλά μέσα από τα ερείπια ενός μέλλοντος που έχει ήδη χαθεί. "Deflated bodies / empty meat" ψιθυρίζει, πριν φτάσει στη φράση-τελεσίγραφο: "either save this place / or opt out and deactivate". Η μουσική σβήνει σιγά σιγά, σαν την τελευταία εκπνοή ενός κόσμου που αρνήθηκε να σωθεί.

Το "Calamity" έρχεται σαν εξομολόγηση μετά από το τέλος. Η φωνή του Silberman, γυμνή, σχεδόν εξαντλημένη, αιωρείται πάνω από ένα αραιό υπόστρωμα ήχου και ρωτά: "Who will look after what we left behind?". Δεν ξέρω αν υπάρχει απάντηση, μόνο ένα στρατιωτικό drum roll που θυμίζει περισσότερο επιμνημόσυνη τελετή παρά ρυθμό. Και ύστερα, "A Great Flood". Ο Silberman επιστρέφει στην ενοχή: "Will we be forgiven?" Η ερώτηση μένει να αιωρείται μέσα σε ένα ηχόχρωμα από φωνή και πιάνο, σχεδόν εκκλησιαστικό στην απλότητά του. Δεν υπάρχει λύτρωση, ούτε εδώ, μόνο η αναγνώριση της ευθύνης, σαν ψίθυρος σε έναν άδειο ναό.

Ο δίσκος ολοκληρώνεται με το ορχηστρικό "They Lost All Of Us". Ένα πιάνο που επαναλαμβάνει εμμονικά μια φράση, σαν τελευταία ανάμνηση που δεν θέλει να χαθεί, μέχρι που ο ήχος διαλύεται μέσα σε ήρεμο κύμα και τραγούδια και κελαηδίσματα πουλιών. Γιατί η φύση επιστρέφει, καθόλου θριαμβευτικά, περισσότερο με μια αίσθηση αδιαφορίας, σαν να λέει: συνεχίζω χωρίς εσάς.

Το Blight είναι από εκείνους τους δίσκους που δεν τους «ακούς» απλά, αλλά που κατά κάποιον τρόπο πρέπει να τους διασχίζεις. Σαν μια πορεία μέσα από την ενοχή, τη σιωπή και την αναζήτηση (οποιουδήποτε) νόηματος σε έναν κόσμο που σπαταλά τα αποθέματά του, ενεργειακά, ηθικά, και συναισθηματικά. Βέβαια, για να μην παρεξηγηθούμε, ο Silberman δεν κάνει καθόλου κήρυγμα, απλώς παρατηρεί. Ούτε κατηγορεί κανέναν, απλώς συμμετέχει. Κι έτσι, το μήνυμά του γίνεται πιο αληθινό. Την ίδια στιγμή που ο κόσμος επιμένει να επενδύει σε "έξυπνες μηχανές", ο Blight μοιάζει με κάποιο αντίγραφο συνείδησης σε πέντε συχνότητες και εννέα υπέροχα τραγούδια. Ένας αργός, υπνωτιστικός δίσκος που αποδομεί την πρόοδο με την ίδια στοργή που κάποτε τραγουδούσε την αγάπη.

Αν υπάρχει ελπίδα μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι που ζούμε, είναι λίγη κρυμμένη εδώ, σε έναν δίσκο με ήχους που σβήνουν απαλά, αφήνοντας πίσω του μόνο πουλιά και κύματα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured