Το φθινόπωρο φέρνει πάντα μαζί του μια ιδιότυπη μουσική διάθεση: σαν τα φύλλα που πέφτουν, έτσι και τα άλμπουμ που φτιάχνονται για αυτήν την εποχή έχουν μέσα τους κάτι από έναν κύκλο και μια επιστροφή, μια εσωτερική βουτιά στη σπείρα του χρόνου. Η Gwenifer Raymond υφαίνει απίστευτες νυχτερινές κιθάρες που ακουμπούν σε μπλουζ και φαντασία, ο Jens Kuross ξεδιπλώνει ένα σκοτεινό ημερολόγιο γεμάτο πιάνα, χαλασμένες κιθάρες και ειλικρίνεια, η Sally Anne Morgan συνδέει το fiddle με τη φωνή της φύσης και την κυκλικότητα της ζωής, ενώ η Allison Preisinger μετατρέπει την ποίηση σε απλές ακουστικές στιγμές που ψάχνουν την επικοινωνία. Τέσσερις δίσκοι σαν φθινοπωρινά μονοπάτια: διαφορετικοί, αλλά όλοι γεμάτοι από τη σιωπηλή ενέργεια μιας εποχής που καλεί σε στοχασμό.
Gwenifer Raymond – Last Night I Heard the Dog Star Bark (We Are Busy Bodies, 2025)
Η Gwenifer Raymond, κιθαρίστρια από την Ουαλία, ξεκίνησε να παίζει κιθάρα σε ηλικία οκτώ ετών, έχοντας ήδη εκτεθεί στο punk και το grunge. Αφού πέρασε χρόνια παίζοντας σε διάφορα punk σχήματα στις κοιλάδες της Ουαλίας, στράφηκε στα προπολεμικά μπλουζ και στην Appalachian folk παράδοση, ώσπου βρήκε το στίγμα της στον ήχο της "American Primitive" κιθάρας. Εκεί άρχισε να συνθέτει τα δικά της σκοτεινά, συχνά μανιασμένα κομμάτια, κερδίζοντας γρήγορα την προσοχή στη βρετανική σκηνή.
Το 2017 υπέγραψε στο βραβευμένο με Grammy label Tompkins Square, κυκλοφόρησε το single "Sometimes There’s Blood" και το 2018 το ντεμπούτο άλμπουμ της You Never Were Much of a Dancer, που έτυχε διεθνούς αναγνώρισης. Ακολούθησαν περιοδείες σε όλη την Ευρώπη, εμφανίσεις σε φεστιβάλ όπως τα Green Man, Black Deer, Supernormal, Shambala, αλλά και συνεργασίες στη σκηνή με ονόματα όπως οι Michael Chapman, Michael Hurley, Xylouris White και Charlie Parr.
Η πανδημία το 2020 την οδήγησε σε μια πιο DIY κατεύθυνση: ηχογράφησε μόνη της, σε αυτοσχέδιο στούντιο στο σπίτι της στο Μπράιτον, το δεύτερο άλμπουμ Strange Lights Over Garth Mountain (Νοέμβριος 2020), το οποίο απέσπασε διθυραμβικές κριτικές για τον τρόπο που διεύρυνε τον ήχο της σε πιο πειραματικά και avant-garde μονοπάτια. Σήμερα, η Gwenifer θεωρείται μία από τις πιο αυθεντικές φωνές της σύγχρονης κιθάρας, συνεχίζοντας να εξερευνά τον διάλογο ανάμεσα στο folk, το blues και το άγνωστο μέλλον της American Primitive παράδοσης.
Το νέο άλμπουμ της Gwenifer Raymond μοιάζει με ένα παράξενο όνειρο που ξεκινά στις ρίζες του folk-blues και καταλήγει να αιωρείται σε έναν ουρανό από ψυχεδελικά raga και μπόλικη επιστημονική φαντασία. Οι νυχτερινές κιθάρες της σφυροκοπούν σαν βροχή από μελωδικά θραύσματα, φτιάχνοντας ρυθμούς που άλλοτε τρέχουν σαν μανιασμένα ποτάμια κι άλλοτε χύνονται αργά, με τη γλυκύτητα του μελιού που λιώνει στο φως του ήλιου.
Στο "Cattywomp" η Raymond στήνει ένα γιορτινό μπλουζ χορό, ενώ στο "Jack Parsons Blues" οι νότες γίνονται μυστικιστικοί καπνοί, που χορεύουν στο δωμάτιο. Κι έπειτα, έρχεται η ευφορία της σιωπής στο "Dreams of Rhiannon’s Birds", όπου οι νότες στάζουν σαν σταγόνες φως, χαμένες μέσα στην ίδια τους την αντανάκλαση. Το φανταστικό και το πραγματικό εδώ μπλέκονται αβίαστα: ονειρικές αναφορές σε Bradbury και Philip K. Dick, όχι ως κυριολεκτική θεματική, αλλά σαν άνοιγμα προς το άπειρο. Αυτό το "άπειρο" κυλάει μέσα από drones όπως το "Banjo Players of Aleph One" ή το στοιχειωμένο "One Day You’ll Lie Here but Everything Will Have Changed", όπου οι χορδές μοιάζουν να συλλαβίζουν μηνύματα από ένα άλλο σύμπαν.
Κι όταν φτάνει το ομότιτλο κομμάτι, είναι σαν να ανοίγει η αυλαία της ίδιας της αποστολής της Raymond: να ενώσει την αρχέγονη σκόνη των μπλουζ με έναν μελλοντικό αέρα που σηκώνει τη μουσική ψηλά, μακριά από τα είδη, προς τον ουρανό.
Ένα όμορφο άλμπουμ που σε αφήνει με την αίσθηση ότι το παρελθόν και το μέλλον δεν είναι δύο άκρα, αλλά μια σπειροειδής χορδή που δονούνται πάνω της δάχτυλα, φωτιά και όνειρο.
Βαθμολογία: 8
Jens Kuross – Crooked Songs (Woodsist, 2025)
Ο Jens Kuross είναι Αμερικανός τραγουδοποιός και μουσικός με έδρα το Αϊντάχο. Ενεργό μέλος του σχήματος The Acid (με δύο υπέροχα άλμπουμ και πέντε εξαιρετικά EPs), έχει επίσης συνεργαστεί ως μέλος των Howling και RY X, χτίζοντας μια πορεία που συνδυάζει πειραματικούς ήχους με την ευαισθησία του σύγχρονου τραγουδοποιού.
Το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ Crooked Songs μοιάζει με ένα μυστικό ημερολόγιο ηχογραφημένο σε κάποιο μισοσκότεινο δωμάτιο, εκεί όπου το πιάνο και η κιθάρα γίνεται εξομολογητής και η φωνή ανασαίνει πιο πολύ σαν ψίθυρος παρά σαν μελωδία. Είναι ένας δίσκος που δεν προσπαθεί να γυαλίσει τις γωνίες του, αντίθετα, αφήνει τα τραγούδια να τρίζουν, να μπερδεύονται, να αποκαλύπτονται όπως θα το έκαναν οι σκέψεις ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να κοιμηθεί στις τρεις το πρωί.
Οι συνθέσεις του Kuross κυλούν ανάμεσα σε lo-fi υφές και πνιγμένα ξεσπάσματα, σαν τα εσωτερικά μονολόγια ενός ψυχή που παλεύει να βρει ισορροπία. Το "No One’s Hiding from the Sun" μοιάζει περισσότερο με φάντασμα που σε επισκέπτεται παρά με τραγούδι, ενώ το "Beggar’s Nation" κλονίζεται σαν παραφωνία σε μια χορωδία, που δεν βρίσκει ποτέ τον σωστό τόνο. Αντίθετα, στο "Dreams of Rhiannon’s Birds" οι νότες στάζουν σαν σταγόνες βροχής πάνω σε σκουριασμένο μέταλλο, αφήνοντας απόηχους που σβήνουν αργά στο σκοτάδι.
Υπάρχει μια φθινοπωρινή μελαγχολία σε όλο το άλμπουμ· ακούγοντας το "Hymn of Defeat" νιώθεις το πέρασμα να έρχεται από τον Οκτώβριο στον Νοέμβριο, την υγρασία να σε βαραίνει όσο οι λέξεις του Kuross γλιστρούν με εκείνη τη χαρακτηριστική του ειλικρίνεια: λόγια που δεν ακούγονται φτιαγμένα, αλλά ξεριζωμένα από το στομάχι και την καρδιά. Ο δίσκος περιέχει μόλις οκτώ κομμάτια, κι όμως μοιάζουν να είναι ένας ενιαίος ιστός. Δεν υπάρχουν σιωπές, μόνο μεταβάσεις. Όλα ρέουν σαν μια ταινία με κρυφά καρέ, όπου κάθε κομμάτι φέρνει το επόμενο σαν φυσική συνέπεια. Είναι σαν να παρακολουθείς μια ζωντανή ηχογράφηση που δεν ενδιαφέρεται να κρύψει τα λάθη της.
Κι ύστερα έρχεται το "Inside Joke", με τη φωνή του Kuross να θυμίζει έναν μεθυσμένο ηθοποιό που παραπατά πάνω από το πιάνο του, κάπου ανάμεσα στον Joaquin Phoenix του Joker και έναν φανταστικό Roger Waters που ψιθυρίζει τα πιο σκοτεινά του μυστικά. Εκεί βρίσκεται η γοητεία: στην αδεξιότητα που γίνεται αλήθεια, στο "This Τoo Shall Pass" που μοιάζει περισσότερο με αυτοπαρηγοριά παρά με στίχο.
Αναμφίβολα, το Crooked Songs δεν είναι φτιαγμένο για όσους θέλουν αρμονία και σαφήνεια. Είναι ένας δίσκος για εκείνους που ψάχνουν τη γυμνή συγκίνηση, την ειλικρίνεια που μυρίζει καπνό και φθαρμένο ξύλο. Ο Jens Kuross δεν πουλάει όνειρα, τα ψιθυρίζει, τα σπάει, τα αφήνει να αιωρούνται. Και ίσως, γι’ αυτό, τα τραγούδια του να έχουν αυτή τη σπάνια, ονειρική λάμψη που σε ακολουθεί αφού σβήσουν οι τελευταίες νότες.
Βαθμολογία: 8
Sally Anne Morgan – Second Circle the Horizon (Thrill Jockey Records, 2025)
Μεγαλωμένη σε παμπάλαιες μελωδίες της Appalachian folk, η Sally Anne Morgan μεταφέρει στο έργο της την αίσθηση ότι η μουσική δεν είναι ξεχωριστή από τη γη, αλλά προέκταση του χώματος, του νερού, των πουλιών και των βουνών που την περιβάλλουν.
Στο Alexander της Βόρειας Καρολίνας, στην άκρη του Pisgah National Forest, δημιουργεί μια τέχνη που είναι ταυτόχρονα παραδοσιακή και σύγχρονη. Οι ήχοι του κήπου της, τα βελάσματα από τα γύρω λιβάδια, ο άνεμος που περνά μέσα από τα δέντρα: όλα μπαίνουν στα κομμάτια της σαν οργανική παρτιτούρα. Η μουσική της δεν είναι απλώς «εμπνευσμένη από τη φύση»· είναι η ίδια η φύση που μιλάει μέσα από τις χορδές, το δοξάρι και τη φωνή της.
Με το άλμπουμ Second Circle The Horizon συνεχίζει αυτήν την πορεία ως μια άσκηση επιστροφής: ανακαλύπτει το καινούργιο μέσα στο γνώριμο και αναγνωρίζει το γνώριμο μέσα στο καινούργιο. Είναι σαν να περπατάς σε ένα μονοπάτι που νομίζεις πως ξέρεις καλά, ώσπου συνειδητοποιείς ότι κάθε φορά που το διασχίζεις, έχει αλλάξει.
Μετατρέπει σε μουσική εκείνο το αδιόρατο αίσθημα που γεννιέται από τους ψιθύρους της φύσης — τα κελαηδίσματα των Carolina wrens, αυτών των φτερωτών τραγουδιστών των θάμνων, το θρόισμα του χορταριού, τα βήματα των προβάτων στο λιβάδι. Με αφετηρία την αυτοσχεδιαστική ελευθερία του Cups (2021) και τη μελωδική μαγεία του Carrying (2023), πλέκει κομμάτια που ισορροπούν ανάμεσα στη ροή του ενστίκτου και στη σιωπηλή πειθαρχία της μορφής. Σαν να περπατάς έξω και να συναντάς τυχαίους ήχους που κρύβουν μέσα τους δικά τους μοτίβα, η μουσική της διαστέλλεται και συρρικνώνεται σε κύκλους, όπως η ίδια η ζωή.
Επηρεασμένη από τον Ralph Waldo Emerson και τη φράση «Το Μάτι είναι ο Πρώτος Κύκλος, ο ορίζοντας ο δεύτερος», η Morgan βλέπει την τέχνη ως μια συνεχόμενη επιστροφή: στον ήχο της παράδοσης, στις ρίζες του fiddle, στις προσωπικές εμπειρίες της μητρότητας. Στις συνθέσεις της κυλάει η κυκλικότητα της ύπαρξης, στιγμές χαράς που περνούν σαν σπινθήρες, η βουή της καθημερινότητας, και ύστερα μικρά νησάκια σιωπής, σαν ανάσες. Ένας δίσκος που δεν εξηγεί, αλλά αποτυπώνει, σαν κάποιο τοπίο που αλλάζει μπροστά σου, χωρίς ποτέ να χάνει τη θέση του στον ορίζοντα.
Βαθμολογία: 8
Allison Preisinger – Standing Steady (Self-released, 2025)
Το Standing Steady, το τέταρτο άλμπουμ της Allison Preisinger, είναι μια δουλειά που ακροβατεί ανάμεσα στη μουσική και την ποίηση. Με τη φωνή της να ξεχωρίζει καθαρή, γήινη και ταυτόχρονα τρυφερά ψυχική, η Preisinger αφήνει τις ακουστικές της ενορχηστρώσεις να λειτουργούν ως καμβάς (όχι απαραίτητα διακοσμητικός, αλλά σαν χώρος όπου οι στίχοι αναπνέουν, κυκλοφορούν, και συναντιούνται).
Το εναρκτήριο "Standing Steady" ανοίγει το μονοπάτι της αυτοανακάλυψης και της αποδοχής, ενώ το "Split" αποκαλύπτει πόση φυσική ένταση μπορεί να κρύβεται μέσα σε ένα μόνο άτομο. Καθώς το άλμπουμ εξελίσσεται, το πιάνο παίρνει τη θέση της κιθάρας στο "These Abandoned Walls", ενώ το "Why Be Sad?" ψάχνει για μια σπίθα χαράς μέσα στην πιο μουντή συνθήκη. Στο "Arguing with Rumi" η ποίηση της Anita K. Boyle επιστρέφει στο κεντρικό θέμα: την πολυπλοκότητα της ψυχής. Το "Long, Dark Days", με ρολόγια και καμπάνες πόλης, θυμίζει αχνά τον Nick Drake, αποτυπώνοντας την αίσθηση μιας αργής εσωτερικής μάχης με το χρόνο.
Προς το τέλος, μια άτυπη τριλογία –"Can You Hear Me?", "Covered Ears", "What the Trees Said"σαν να εκπέμπει μια ανάγκη επικοινωνίας. Εδώ η Preisinger μοιάζει να ψιθυρίζει κατευθείαν στο αυτί του ακροατή, άλλοτε με απελπισία, άλλοτε με γλυκιά παραδοχή ότι ίσως η απάντηση βρίσκεται έξω από εμάς, στη φωνή των ίδιων των δέντρων. Το άλμπουμ κλείνει με το "Asking", ένα τραγούδι συγχώρεσης που αφήνει την πόρτα μισάνοιχτη στο φως.
Το Standing Steady είναι ένας διάλογος όπου το τραγούδι και το ποίημα ισοδυναμούν, συμπληρώνοντας το ένα το άλλο. Κάθε συλλαβή και κάθε νότα έχουν τον λόγο τους και τίποτα δεν περισσεύει. Κι αυτό δημιουργεί μια εμπειρία διπλής ανάγνωσης: μπορείς να αφεθείς στην καθαρή ακουστική του ομορφιά ή να βουτήξεις βαθύτερα στη λογοτεχνική του πυκνότητα. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι καθηλωτικό, σαν μια γέφυρα ανάμεσα στον ήχο και τη σιωπή, στον άνθρωπο και τη φύση.
Βαθμολογία: 8