«Να προσκαλεί τους άλλους στην κατανόηση». Στην ποιότητα αυτής της πρότασης του Τζορτζ Στάινερ, μιας τόσο συγκεκριμένης διατύπωσης που περιέγραφε την αποστολή του, στέκεται ο Ρομπ Ρήμεν, ιδρυτικός διευθυντής του Ινστιτούτου Nexus, στο εισαγωγικό κείμενο του βιβλίου Η Ιδέα της Ευρώπης (μτφρ Θ. Σαμαρτζής, εκδ. Δώμα). Δεν είναι τυχαίο πως ορίζει το ανοιχτό σε όλους καφενείο, ως στοιχείο που ορίζει την ιδέα της Ευρώπης, ως τόπο που προσκαλεί επομένως και δίνει περιεχόμενο σε αυτή. «Λέσχη του πνεύματος και ταχυδρομείο του άστεγου» το βαφτίζει και, για να σας προλάβω, μην εκλάβετε πως το πάω φιρί φιρί να μπλέξω τη διάλεξη του Στάινερ με το 10 studio lp των Suede, φυτεύοντας διάφορες κοινωνικοπολιτικές αναγωγές αυτής στους στίχους του "Dancing With the Europeans". Θα περιοριστώ μονάχα στο εξής. Ο Brett Anderson μιλώντας για τη δημιουργία του εν λόγω κομματιού, έπειτα από ένα live στην Ισπανία, διατύπωσε πως «Υπάρχει κάτι σε αυτή τη λέξη, Ευρωπαίοι, που πραγματικά μου αρέσει. Η φράση συνοψίζει την εμπειρία της αναζήτησης σύνδεσης μέσα σε έναν κόσμο αποσυνδεδεμένο. Αυτή η αίσθηση του "πού βρίσκουμε αυτούς τους δεσμούς με τους συνανθρώπους μας;". Εκείνη η συναυλία στην Ισπανία γκρέμισε αυτά τα εμπόδια.». Όπως το προκλητήριο του Στάινερ στοχεύει στο ζητούμενο της οικουμενική κατανόησης, κομμάτια σαν αυτό των Suede  αντιστοίχως προσκαλούν την οικουμενική σύνδεση.

Τέτοιοι ευφορικοί χοροί είναι που σώζουν την παρτίδα, κι αυτός σας το λέω ως ακροατής επ’ ουδενί συναισθηματικά δεμένος με τους τρόπους των Suede (ή των Pulp, Blur και Oasis). Ούτε έπεσα ποτέ στα δίχτυα του Dog Man Star, ούτε εκτίμησα ιδιαιτέρως τις φιλοδοξίες του The Blue Hour (αντιθέτως), χωρίς καμιά πολεμική διάθεση απέναντι στη Bowie-κη ροπή του frontman τους, είτε κατά την πρώτη είτε κατά την περίοδο μετά την επανένωσή τους. Ειδικότερα για τη δεύτερη, συντάσσομαι με τη διατύπωση του Βαγγέλη Κυριακάκη που αιτιολογούσε το 8αρι του για το αμέσως προηγούμενο Suede lp (Autofiction): «Στο δικό μου νοερό και ταπεινό βιβλίο της ποπ ροκ μουσικής, λοιπόν, τα συγκροτήματα/καλλιτέχνες που έχουν περάσει την πρώτη και μεγάλη τους ακμή αλλά συνεχίζουν να επιλέγουν τον δύσκολο δρόμο της δημιουργίας και της καλλιτεχνικής έκθεσης, αρκεί να κυκλοφορούν, αυτό που λέμε, αξιοπρεπή άλμπουμ απλά για να τροφοδοτούν την δίψα του κοινού τους για νέα πράγματα και με αυτό τον τρόπο την δουλειά την έχουν κάνει και με το παραπάνω. Άλλωστε, κακά τα ψέματα, η σύγκριση με την εποχή της δόξας των μεγάλων και σπουδαίων δίσκων ενός καλλιτέχνη είναι αναπόφευκτη, άσε που οι εποχές αλλάζουν, οι ήχοι ανανεώνονται αλλά κι ακόμα κι όταν ανακυκλώνονται η γοητεία του να αναπαράγονται από νέες μπάντες κι όχι από αυτές που δημιούργησαν τον ήχο είναι πάντα περισσότερο ακαταμάχητη.» Για να μην παρεξηγηθώ, δε συμφωνώ με την αξιολόγηση, όμως καταλαβαίνω πως οι Suede στάθηκαν πράγματι στον πήχυ του αξιοπρεπούς.

Το ίδιο κάνουν και τώρα. “Take it all nice and slow/Like those endless, hot summers”, αποσύνδεση/σύνδεση, οι Suede δίνουν τον post punk τόνο με το πρώτο ριφ, έχουν διαολεμένη ενέργεια, αλλά και συνθετική pop ενάργεια προς επίρρωση της παρούσης αντικαταθλιπτικής τους αποστολής. Το χεράκι του Ed Buller βάζει εκεί που πρέπει τις κιθάρες, οι Suede αξιοποιούν το 40λεπτο χωρίς κοιλιές, κάνουν ένα δίσκο για συναυλιακή χρήση, με κολλητικά σιγουράκια (“Trance State” και “June Rain”), και την επιβεβαιωμένη οξυδέρκεια τους στο να χειρίζονται το κοινότοπο και το εφήμερο. Προφανώς την ίδια στιγμή παραμένουν τρωτοί διότι εξαιτίας αυτής της τυπικής μανιέρας, φτάνουν μέχρι του να κακοροκάρουν στο καταληκτικό "Life Is Endless, Life Is A Moment" που παθαίνουν Bono, αφήνοντας μια πικρή γεύση αλλά κι αναμενόμενη. Το γνωρίζαμε από πριν πως ο αισθητικός μπαξές τους θα έχει απ’ όλα και για όλους (μέχρι και την εξωφυλλική Francis Bacon παραπομπή), οπότε δεν οφείλει να σταθούμε στις όποιες υπερβολές, ούτε να υπεραναλύσουμε τη, λίγο-πολύ, γνώριμη συνταγή των Anderson/Oakes/Codling.

Πάνω στο τελευταίο, διάβασα έναν από εκείνους τους γκρινιάρηδες σχολιαστές του YouTube που άκουσε το νέο τους lp ως νεόκοπο, generic tribute στους Echo and the Bunnymen. Κακοπροαίτερη υπερβολή για έναν τίμιο δίσκο που ούτε διαπράττει σοβαρά εγκλήματα νοσταλγικών εκβιασμών, ούτε κομπάζει μέσα από καμιά άνευρη swag τρύπα όπως συνέβαινε στις αρχικές solo καταθέσεις του Brett. Κι αυτό γιατί σε τελική ανάλυση, δεν κινήθηκε ως μια ανούσια περιφορά βετεράνων. Κατά σύμπτωση, στις 5 Σεπτεμβρίου του 2025, δυο παλιές καραβάνες, οι Saint Etienne και οι Suede, μάζεψαν όλο το χαρτί, παίρνοντας παραμάζωμα τις όποιες νέες προτάσεις. Κι η πλάκα είναι πως οι δεύτεροι, 23 χρόνια μετά το Σεπτέμβριο του A New Morning, δε δείχνουν καμιά διάθεση αποχαιρετισμού των όπλων. Ποιος να το περίμενε;

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured