Η Lucretia Dalt, πάντα στο μεταίχμιο του πειραματισμού και της υπαρξιακής εξομολόγησης, εδώ υφαίνει ένα τοπίο από ηλεκτροακουστικά και συνθετικά νερά, κολάζ ρυθμών και φωνητικά που μοιάζουν να λένε ιστορίες από κάποιον άλλο κόσμο. Η φωνή της κινείται σαν ομίχλη ανάμεσα στους ήχους, άλλοτε αποκαλυπτική κι άλλοτε απόμακρη, σαν να μας παρατηρεί μέσα από έναν καθρέφτη, χωρίς να τη βλέπουμε.

Το A Danger To Ourselves δεν είναι ένας εύκολος δίσκος, και εννοείται δεν φτιάχτηκε για να γεμίσει playlist, αλλά ίσως για να σε κάνει να σταματήσεις και να παρατηρήσεις, να σε φέρει σε αμηχανία, να σε βάλει να κοιτάξεις μέσα σε σκοτεινούς διαδρόμους. Οι συνθέσεις του άλμπουμ ισορροπούν ανάμεσα στο άυλο και το οργανικό, το σωματικό: συνθετικά χαμηλόφωνα drones που πλέουν ανέμελα μέχρι σκληρά μπάσα να διαπεράσουν τις άμυνες των αυτιών σου, σε σημεία θυμίζει παραμορφωμένη ambient, με αργά ρυθμικά ξεσπάσματα που εισβάλλουν σαν ανεξέλεγκτοι παλμοί, ηλεκτρονικές υφές που άλλοτε καίνε κι άλλοτε καταπραΰνουν.

Η Lucrecia Dalt, ξέρει που βαδίζει, δεν μπήκε ποτέ στον φαύλο κύκλο της pop, αν και πολύ εύκολα θα μπορούσε να μπει από μια κερκόπορτα και να του διαλύσει τα εσώτερα. Για σχεδόν δύο δεκαετίες κρατά χαμηλό προφίλ, σμιλεύοντας ήχους που έμοιαζαν να έρχονται από υπόγειες βιβλιοθήκες ή από ραδιοφωνικές συχνότητες του μέλλοντος. Το ¡Ay! του 2022 ήταν η στιγμή που τα πειραματικά της μονοπάτια διέρρηξαν το φράγμα του "niche" και βρήκαν αντήχηση σε ευρύτερο κοινό.

Και τώρα έρχεται το A Danger To Ourselves: ένας δίσκος που, εντάξει, μπορεί να μοιάζει καταλληλότερους για τους μυημένους, αλλά στέκεται και σαν μια τρανή απόδειξη ότι η avant-garde μπορεί να συναντήσει την pop χωρίς της πέσουν τα δόντια. Γιατί σε αυτήν εδώ την ηχητική τελετουργία το λατινοαμερικανικό DNA της μπλέκεται με synth κύματα, και η προσωπική εξομολόγηση μπορεί να βρει το δρόμο της σε κάποιο φουτουριστικό dancefloor. Μόνο που η Dalt δεν προσπαθεί να γίνει "pop futurist", το το πετυχαίνει ακριβώς επειδή δεν την ενδιαφέρει. Σαν αρχιτέκτονας που χτίζει πάνω στα ερείπια, κοιτάζει την pop όχι ως πεδίο κατανάλωσης αλλά ως χώρο αμφισημίας και κινδύνου. Γι’ αυτό και το άλμπουμ της, όσο πιο "ευκολοχώνευτο" κι αν μοιάζει σε σχέση με τα προηγούμενα, παραμένει μια υπενθύμιση: η πραγματική καινοτομία είναι να μην φοβάσαι να γκρεμίσεις όσα έχτισες.

Η María Lucrecia Pérez López, όπως είναι το πλήρες όνομά της, γεννήθηκε στην Pereira της Κολομβίας, σε ένα σπίτι γεμάτο ήχους. Η μητέρα της μάζευε δίσκους, ενώ ο πατέρας της ήταν ερασιτέχνης ραδιοφωνικός εκφωνητής. Στο σπίτι υπήρχαν παντού ηχοσυστήματα, από τα οποία ξεχύνονταν τα πάντα: από tropicália μέχρι Beatles. Η Dalt θυμάται ακόμα πώς η μητέρα της κάλυπτε τα ηχεία με ρούχα, μια αισθητική συνήθεια των 80s. Aλλά και έξω από το σπίτι όμως, η μουσική ήταν πανταχού παρούσα, θυμάται. Η Κολομβία, όπως λέει η ίδια, είναι από εκείνα τα μέρη όπου ο ήχος κυλά στους δρόμους, σε «κάθε μπαρ» και σε «κάθε ταξί».

Από την πρώτη στιγμή το νέο άλμπουμ της Lucrecia Dalt είναι μια αδιαμφισβήτητη νίκη για τη σύγχρονη μουσική: το κινηματογραφικό lead single "Cosa Rara", με τον διαβολικά υποχθόνιο David Sylvian, ακούγεται σαν κομμάτι βγαλμένο από μια ταινία του λατινικού κινηματογράφου. Κι όταν, μετά τα ρυθμικά ξεσπάσματα που ακουμπούν στο reggaeton, σκάει ο ήχος ενός τροχαίου και μπαίνει η βραχνή φωνή του Sylvian, καταλαβαίνεις ότι βρίσκεσαι στο όριο ανάμεσα στην pop και κάποιο ευρωπαϊκό φεστιβαλικό σινεμά, και καταλαβαίνεις ότι πρέπει να μπεις στις εικόνες που σου βγάζουν οι ήχοι για να νιώσεις το μεγαλείο του άλμπουμ.

Στα αργόσυρτα και ατμοσφαιρικά "Divina" και "Ηasta el Final" οι κινηματογραφικές αναφορές πυκνώνουν ακόμη περισσότερο, ξυπνώντας εικόνες από αμέτρητα νουάρ, θρίλερ και ταινίες τρόμου. «Και στον καθρέφτη είναι το ίδιο / Και στον καθρέφτη είναι το ίδιο κι εσύ / Τόσο, τόσο θεϊκή (Θεϊκή) / Και βλέπεις τη συσσώρευση / Και βλέπεις τη συσσώρευση της ζωής σου / Ζωή μου, ζωή μου / Κι εκεί, αφήνεσαι / Στον καθρέφτη αφήνεσαι / Τόσο θρυμματισμένη (Τόσο)», ψιθυρίζει σχεδόν υπνωτιστικά στο πρώτο. Ενώ στο δεύτερο, με υπόγειους ρυθμούς ambient-pop που μοιάζουν με μάντρα, σε μαγνητίζει και σε παρασέρνει στα σκοτάδια της.

Στο "Μala Sangre" οι γλώσσες μπερδεύονται άλλη μια φορά, ισπανικά, αγγλικά, πολυρυθμία μαγική, μπάσα που σε πλάθουν σαν ζυμάρι μέσα στον ηχητικό της κόσμο, περάσματα από στρυφνές κιθάρες και ένα φτωχό ξυλόφωνο στην άκρη του δωματίου τρεμοπαίζει καθώς νιώθεις το σώμα σου να παραδίνεται στην βουτιά που σε έχει ρίξει χωρίς να το θέλεις, ένα κομμάτι που ξεκινάει τόσο ρυθμικά για να καταλήξει σε μια απαλή οδύνη που σου λέει «Δεν τρόμαξες με την μ#αλακία που έκανα / Το ’παιξες χαλαρά / Τα πήρες όλα πάνω σου». Ή σχεδόν φτάνει να σου παραδώσει μια anti-folk αναγέννηση των Doors στο "Τhe Common Reader", τόσο που καμιά φορά είναι δύσκολο να συγκεντρωθείς στο πραγματικό νόημα των λέξεών της.

Η Lucrecia Dalt μέσα από την περιπλάνησή της στον έρωτα και τη μεταφυσική έπλασε κάτι που μοιάζει με ξόρκι: παράξενο και στοιχειωμένο, κι όμως απροσδόκητα κοντά σε ένα pop άλμπουμ, αλλιώτικο, παρανοϊκό, αιθέριο και απελευθερωτικό απέναντι στις χαζοπόπ βιομηχανικές μανιέρες της σύγχρονης δισκογραφίας, βαθύ, εκκεντρικό, χαρούμενο όσο πρέπει (αν μπορείς να το αντιληφθείς στο πανέμορφο "El Exceso Según cs"), με μελωδίες και beats που κολλάνε σαν παράσιτα στο μυαλό σου, σε σπρώχνουν να χορέψεις μανιασμένα ή να τρέξεις να κρυφτείς κάτω απ’ το κρεβάτι μέχρι να περάσει το υπέροχο, αλλά απόκοσμο τέρας που ακούει στον τίτλο "Covenstead Blues", ένα τραγούδι που επάξια στέκεται στην κορυφή των αποδομημένων blues του 21ου αιώνα. 

Σαν ένας όμορφος και γλυκός παιδικός εφιάλτης, το άλμπουμ της Lucrecia Dalt κυλά σαν παραμύθι που δεν ξέρεις αν το διηγείται νεράιδα ή δαίμονας, ένα παραμύθι με φώτα νέον, με φωνές που μοιάζουν να σου ψιθυρίζουν πίσω από τοίχους ή πίσω δωμάτια, και ρυθμούς που σε παίρνουν από το χέρι σαν φίλο και σε σέρνουν σε σκοτεινές αίθουσες γεμάτες καθρέφτες (γμστ!!!). Εκεί μέσα βλέπεις το πρόσωπό σου να διαλύεται και να χτίζεται ξανά, σαν να παίζεις κρυφτό με τον ίδιο σου τον εαυτό. Κι όμως, μέσα στην παράνοια και την αιθέρια ανατριχίλα, υπάρχει κάτι τρυφερό: μια παιδική ανάμνηση που σε κάνει να γελάς, έστω κι αν το γέλιο ακούγεται λίγο παράταιρο, σαν να το μοιράζεσαι με φαντάσματα που χορεύουν γύρω σου.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured