Υπάρχουν συγκυρίες που μοιάζουν με κάποιο προσχεδιασμένο ραντεβού της pop ιστορίας. Και το International, το αποχαιρετιστήριο άλμπουμ των Saint Etienne, είναι ακριβώς αυτό: μια γιορτή συνεργασιών, αναφορών και ανοιχτών δρόμων και οριζόντων που φέρνει μαζί γενιές, χαρούμενες αισθητικές και γεωγραφίες.
Το single "Brand New Me", για παράδειγμα, φτιαγμένο παρέα με τους Confidence Man, λειτουργεί ως ένα ιδανικό παράδειγμα για την ταυτότητα του άλμπουμ. Ένα καρτουνίστικό pop κομμάτι γεμάτο hooks, όπου η φωνή της Sarah Cracknell συναντά τη Janet Planet και μαζί στήνουν έναν διάλογο που μοιάζει να συνεχίζει τη γραμμή του Nothing Can Stop Us. Ένα κομμάτι τόσο πληθωρικό που φλερτάρει ξεδιάντροπα με την υπερβολή, αλλά καταλήγει να σε κερδίζει με την παιδική αφέλεια και τον ενθουσιασμό του.
Το ίδιο το άλμπουμ, πέρα από το τραγούδι-ορόσημο, λειτουργεί σαν ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα των Saint Etienne προς το ακροατήριό τους. Δηλαδή ήρθε εκείνη η στιγμή να μας πουν: «Η pop υπήρξε πάντα ένα παιχνίδι αναφορών, δανεισμών και μεταμορφώσεων κι εμείς το παίξαμε με πάθος». Κι εμείς σας αγαπήσαμε γι’ αυτό ακριβώς, γιατί δεν φοβηθήκατε ποτέ να παίξετε. Γιατί μέσα από τις αναφορές, τους δανεισμούς και τις μεταμορφώσεις, μας δείξατε ότι η pop είναι ένας καθρέφτης των ονείρων μας. Σας αγαπήσαμε γιατί ήσασταν πάντα εκεί, να μας θυμίζετε πως η ελαφρότητα μπορεί να κρύβει βάθος και πως η νοσταλγία μπορεί να δείχνει προς το μέλλον.
Η μουσική του International είναι ταυτόχρονα νοσταλγική και προκλητικά σύγχρονη. Η μελαγχολία της βρετανικής pop των 90s συναντά την αισιοδοξία της αυριανής πίστας και αυτό είναι ίσως το πιο όμορφο κλείσιμο: ένα συγκρότημα που ποτέ δεν έμεινε στάσιμο, αφήνει τη σκηνή με ένα δίσκο που θυμίζει σε όλους μας γιατί η pop μπορεί να είναι ταυτόχρονα σοβαρή και παιχνιδιάρικη, ελαφριά και συγκινητική.
Από τα πρώτα λεπτά του, το International μοιάζει σαν να ανοίγει ένα παράθυρο σε ένα παρελθόν που ποτέ δεν έσβησε, κι όμως φτάνει σε εμάς με την καθαρότητα του παρόντος. Το "Glad" ξετυλίγεται σαν μια γνώριμη ακτίνα φωτός μέσα από την ομίχλη, ένα κομμάτι που ισορροπεί ανάμεσα στη μελαγχολία και την έκσταση, σαν εκείνες τις νύχτες των 90s που όλα έμοιαζαν πιθανά. Οι κιθάρες του Jez Williams των Doves αναπηδούν με τη ζωντάνια μιας ανάμνησης που ξαναγεννιέται, ενώ οι στίχοι, τυλιγμένοι στην ελπίδα, γίνονται σαν μυστικές υποσχέσεις για το αύριο. To "Glad" γράφτηκε μαζί με τον Tom Rowlands των Chemical Brothers, ο οποίος έκανε και τη συμπαραγωγή.
Στο πανέμορφο "Dancing Heart", ο ρυθμός επιμένει να κρατάει το σώμα ζωντανό. Το beat, επαναληπτικό σαν παλμός, θυμίζει καρδιά που χτυπάει δυνατά μέσα στη σιωπή, σαν μια πρόσκληση σε χορό όχι θριαμβευτικό αλλά υπόγειο, σχεδόν εσωτερικό. Δεν έχει την εκρηκτική λάμψη του ανοίγματος, αλλά η γοητεία του βρίσκεται στην επιμονή, στην αίσθηση ότι ακόμη κι όταν όλα τελειώνουν, υπάρχει πάντα χώρος για κίνηση, για μεταμόρφωση.
Το άλμπουμ προχωρά έτσι: σαν αποχαιρετιστήριο γράμμα που δεν λέει «αντίο», αλλά κάτι σαν «θα σας βλέπω στα όνειρα». Ένα τελευταίο ταξίδι στον ήχο που οι Saint Etienne μετέτρεψαν σε δικό τους σύμπαν, ένα σύμπαν από trip hop σκιές, synth pop καλογυαλισμένες λάμψεις και μπόλικη indie μελαγχολία. Και το International είναι η επιβεβαίωση ότι ακόμα και το τέλος μπορεί να είναι γεμάτο ζωή.
Το "The Go Betweens" ανοίγει σαν χρωματιστό πανόραμα από σύνθια που ξεδιπλώνονται αργά, σαν ουρανός γεμάτος μπαλόνια που αρνούνται να σκάσουν. Η φωνή του Nick Heyward των Haircut 100 μοιάζει να βγαίνει από μια τηλεόραση του ’80, ξεχασμένη σε κάποια αποθήκη του Top of the Pops. Και όσο το ακούς τόσο μοιάζει σαν να περπατάς σε ένα όνειρο όπου οι αναμνήσεις έχουν neon περίγραμμα και οι αναστεναγμοί του παρελθόντος γίνονται ψίθυροι συνθετικών οργάνων.
Με το "Sweet Melodies", μπαίνουμε σε πιο σκοτεινά τοπία. Το μπάσο χτυπάει σαν παλμός από ένα μηχάνημα που καταγράφει ένα καρδιογράφημα σε κάποιο μακρινό νοσοκομείο, ενώ τα σύνθια στάζουν σαν υγρό φως από την οροφή. Η φωνή της Sarah Cracknell εδώ γίνεται φάντασμα που δεν φοβάται να εμφανιστεί στο δωμάτιο. Είναι το σημείο όπου ο δίσκος αφήνει την ανάλαφρη γοητεία και μπαίνει σε ένα σιωπηλό παραλήρημα, απόδειξη ότι οι Saint Etienne δεν υπήρξαν ποτέ αιχμάλωτοι μιας μόνο (εύκολης) γλώσσας.
Στο παιχνιδιάρικο "Save It For A Rainy", ξαναβρισκόμαστε μέσα σε ηλεκτρονικά σοκάκια, με beat που μοιάζει να στάζει από τις οροφές κλαμπ φτιαγμένων από υγρούς καθρέφτες. Είναι ένα groove ψηφιακό, σκληρό και κοφτερό, σαν εκείνο το funk των μηχανών που ονειρεύονται πως έχουν ψυχή.
Το "Fade" είναι η κορύφωση της ερωτικής παραίσθησης: τα έγχορδα, το πιάνο και το κυλιόμενο drum beat ανοίγουν ένα παράθυρο σε ένα ημιφωτισμένο Λονδίνο, κάπου ανάμεσα στο Foxbase Alpha και το So Tough. Το τραγούδι μοιάζει να δραπέτευσε από τα 90s και να κρύφτηκε στον σημερινό τους κατάλογο, σαν κάποιο χαμένο παιδάκι που επιστρέφει σπίτι και βλέπει νέα πρόσωπα και το μόνο που μένει στο πρόσωπό του είναι ένα μεταφυσικό χαμόγελο. Το "Brand New Day" είναι μια τελετουργία αναγέννησης. Μοιάζει με χαιρετισμό στα πρώτα τους βήματα, με εκείνη την αγνότητα που έκανε τον κόσμο να τους προσέξει για πρώτη φορά. Κι όμως, εδώ εμφανίζονται οι Confidence Man, σαν μυστικοί επισκέπτες που παίρνουν τη σκυτάλη. Είναι σαν οι Saint Etienne να ανοίγουν μια πόρτα και να την αφήνουν μισάνοιχτη, για να συνεχίσουν κάποιοι άλλοι τον χορό. Το παρελθόν παραδίδει το παρόν στο μέλλον, κι όλα γίνονται ένα.
Το anthem "Take Me To The Pilot" (που υπόσχεται πολλά remix στο μέλλον) ανοίγει με μια κραυγή διαφυγής: «I feel I need to fly now» είναι γραμμένο μαζί με τον Paul Hartnoll των Orbital. Είναι το σύνθημα μιας απόδρασης προς το άγνωστο, αλλά με τα φτερά να είναι φτιαγμένα από παλλόμενα synths και φανταστικά beats και ένα break γεμάτο γεννήτριες κάτω από τη φωνή της Sarah, που δεν υπάρχει περίπτωση να μη σε ρίξουν πίσω στις αξέχαστες αναμνήσεις των ’90s. Το κομμάτι χτυπάει με όλη τη δύναμη της trance, σμιλεύοντας έναν ήχο που δεν είναι απλώς φόρος τιμής στο παρελθόν, αλλά μια νέα απογείωση. Kι εδώ, η pop γίνεται πυραυλοκίνητη, έτοιμη να εκραγεί πάνω από το dancefloor.
Δίπλα του, το "Two Lovers" έρχεται σαν δίδυμος πλανήτης που κινείται στην ίδια τροχιά, αλλά αυτή τη φορά συμπαραγωγός και συνθέτης ένας άλλος θεός της βρετανικής electronica, ο Vince Clarke (Depeche Mode, Yazoo, Erasure, The Assembly, και πάει λέγοντας). Οι ρυθμοί αναπηδούν σαν μπάλες στους γνώριμους neon διαδρόμους του Clarke, ενώ η φωνή της Cracknell απλώνεται σαν απαλή ομίχλη πάνω από την ενέργεια. Είναι η αντίθεση που κάνει το τραγούδι να σπινθηρίζει: η δύναμη του beat συναντά την ευθραυστότητα της μελωδίας, κι από αυτή τη συνάντηση γεννιέται κάτι νέο, σαν δύο εραστές που ενώνονται για να δημιουργήσουν ένα σώμα κοινό.
Το International μοιάζει με έναν καθρέφτη τριών δεκαετιών, όπου οι Saint Etienne μας κοιτούν για τελευταία φορά με το ίδιο εκείνο μισό χαμόγελο που είχαν όταν μας σύστησαν στο δικό τους μείγμα από όνειρα, αναφορές και αστική μελαγχολία. Από το Foxbase Alpha μέχρι σήμερα, το συγκρότημα έμαθε σε μια ολόκληρη γενιά ότι η pop δεν είναι ελαφρότητα, αλλά γλώσσα, ένας τρόπος να μιλήσουμε για τον χρόνο που περνά, για τις πόλεις που αλλάζουν, για την ελπίδα που μένει.
Το αποχαιρετιστήριο αυτό άλμπουμ μου θυμίζει ένα ταξίδι με βραδινό τρένο: σφυρίζει, απομακρύνεται, ταξιδεύει και μας φέρνει στον προορισμό, κι εμείς στεκόμαστε στην αποβάθρα με μια γλυκιά θλίψη και την αίσθηση ότι ήμασταν τυχεροί που ταξιδέψαμε μαζί τους. Κι αν όντως έφτασε το τέλος, τότε είναι ένα τέλος γεμάτο μουσική, χρώμα και αξιοπρέπεια, ακριβώς όπως έζησαν οι Saint Etienne την ιστορία τους. Δεν είναι ένα έργο που σπάει τα στεγανά για να χτίσει έναν καινούργιο κόσμο, αλλά ένα αποχαιρετιστήριο φιλί, γεμάτο αναφορές, αναμνήσεις και γνήσια αγάπη για την pop. Kαι για τελευταίο κεφάλαιο και μόνο μιας τόσο μακράς ιστορίας αξίζει τη βαθμολογία του.