Η σύγχρονη electronica μοιάζει όλο και περισσότερο με έναν απέραντο λαβύρινθο που συνεχώς επεκτείνεται, με εκατοντάδες νέα labels να ξεφυτρώνουν κάθε μήνα, τις σκηνές να πολλαπλασιάζονται με ρυθμό που θυμίζει τη σύγχρονη αναπαραγωγή αλγορίθμων, και τους παραγωγούς να κινούνται χωρίς σταθερά σύνορα ανάμεσα σε ambient, club, sound design και abstract φόρμες. Σε ένα τέτοιο πεδίο, όσο είναι εφικτό, το να ξεχωρίσεις τα πραγματικά σημαντικά έργα γίνεται άσκηση συγκέντρωσης, και συχνά υπομονής. Κάθε εβδομάδα κυκλοφορούν άλμπουμ που αξίζουν προσοχής, αλλά μόνο λίγα καταφέρνουν να διαμορφώσουν γλώσσα, και όχι απλά ύφος.
Αυτή η δεκάδα ανήκει σε εκείνη την προσωπική μου κατηγορία, με δίσκους που συνεχίζουν την παράδοση της electronica ως πεδίο πειραματισμού και ταυτόχρονα δείχνουν ξεκάθαρα νέες κατευθύνσεις: πιο τολμηρές, πιο ανοιχτές, πιο συνειδητές ως προς τον τρόπο που ο ήχος εξελίσσεται. Μέσα στο χάος της εποχής, αυτά τα άλμπουμ μοιάζουν σαν σταθερά σημεία, όχι φυσικά επειδή επαναλαμβάνουν ό,τι ξέρουμε, αλλά επειδή τολμούν να το αναδιαμορφώσουν.
DjRUM – Under Tangled Silence (Houndstooth)
Ο Felix Manuel (aka Djrum) έβγαλε ένα άλμπουμ που με βάση το πιάνο σκάβει τα θεμέλια της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής για να τα αποκαλύψει όπως είναι σήμερα: ακανόνιστα, διάσπαρτα και χαμένα σε χιλιάδες υποείδη, εύθραυστα και κρυμμένα κάτω από στρώσεις ακουστικής και ψηφιακής ηχολογίας. Το Under Tangled Silence λειτουργεί σαν ένα αρχείο συναισθημάτων που καταγράφονται με την ακρίβεια ενός αρχιτέκτονα αλλά και την ενστικτώδη κίνηση ενός jazz αυτοσχεδιαστή. Η παραγωγή παίζει συνεχώς με αντιθέσεις: πιάνο που ακούγεται σαν κλασικός θρήνος, ρυθμοί που εμφανίζονται και εξαφανίζονται σαν να μην ανήκουν πουθενά, κινηματογραφικά έγχορδα, υποδόριο μπάσο, σχεδόν αόρατο. Ο Djrum εμπιστεύεται τον χρόνο, αφήνει τις μελωδίες να αναπνέουν, και αφήνει τον χώρο να γεμίζει με ερωτηματικά. Το αποτέλεσμα είναι ένας δίσκος που δεν προσφέρει εύκολες κορυφώσεις, αλλά επιμένει σε μια βαθιά, ήσυχη ένταση. Ένα έργο που σε κρατάει κοντά και σου κερδίζει πάντα την προσοχή. Ένας από τους πιο ώριμους και συγκροτημένους δίσκους του 2025.
Blawan – SickElixir (XL Recordings)
Το SickElixir βρίσκει τον Blawan σε μια φάση ανασύνταξης, όπου η τεχνική του ακρίβεια συναντά μια πιο οργανική, σχεδόν βιωματική ωμότητα. Οι ρυθμοί ακούγονται σαν επιθετικά χτυπήματα, μετρούν μια εσωτερική πίεση που δεν εκτονώνεται ποτέ πλήρως. Τα drums είναι σφιγμένα, μεταλλικά, με μια industrial υφή που θυμίζει πρώιμη UK techno, ενώ τα synths μοιάζουν να αναβοσβήνουν σαν προειδοποιήσεις σε σκοτεινό δωμάτιο. Η παραγωγή είναι αυστηρή, αλλά όχι στεγνή. Ο Blawan δίνει χώρο στις λεπτομέρειες, αφήνει μικρά glitches να διαταράξουν τη γραμμικότητα, επιτρέπει στα bass elements να κουβαλήσουν βάρος χωρίς υπερβολή. Σε κάθε κομμάτι υπάρχει μια αίσθηση τεχνολογικού σώματος που προσπαθεί να λειτουργήσει κάτω από συνεχή καταπόνηση, που παλεύει να επιβιώσει. Το άλμπουμ δεν κυνηγά κάποια νέα «σχολή», ούτε πλασάρεται ως επανάσταση. Είναι μια συνεπής, στιβαρή δουλειά που δείχνει έναν παραγωγό ο οποίος γνωρίζει απόλυτα την ταυτότητά του και την εξελίσσει μεθοδικά. Το SickElixir ενισχύει τη θέση του Blawan ως ενός από τους λίγους που μπορούν να συνδυάζουν ωμή ενέργεια με τεχνοδομική ακρίβεια.
Microcorps – Clear Vortex Chamber (Downwards)
Στο Clear Vortex Chamber, ο Alexander Tucker επαναπροσδιορίζει το πρότζεκτ Microcorps ως μια πλατφόρμα σύγκλισης όπου ήχοι ηλεκτρονικοί και ακουστικοί διαπλέκονται για να χαράξουν ένα ενδιάμεσο πεδίο όπου η τελετουργική διάθεση συναντά το σύγχρονο πειραματισμό. Ο Tucker χρησιμοποιεί δικά του bass και cello layers σαν υλικό προς διάλυση και ανασύνθεση. Τα μετατρέπει σε ένα σκοτεινό, ρυθμικό σύμπλεγμα, όπου τίποτα δεν είναι σταθερό, ένας ήχος που μοιάζει να αναπνέει με αλλόκοτους ρυθμούς, να διαστέλλεται και να συρρικνώνεται. Η ουσία του άλμπουμ βρίσκεται στη σύζευξη φαινομενικά ασύμβατων στοιχείων: το ψηφιακό και το χειροποίητο, το αρχαϊκό και το μελλοντικό, η πειθαρχία και η απόλυτη απελευθέρωση. Το αποτέλεσμα θυμίζει τελετουργία που έχει μεταφερθεί σε εργαστήριο ηχητικών διεργασιών. Οι συνεργασίες παίζουν κρίσιμο ρόλο: οι Elvin Brandhi, Phew, Justin K. Broadrick, Karl D’Silva και Karl O’Connor (Regis) δεν δρουν ως «καλεσμένοι» αλλά ως συμπαραγωγοί μιας κοινής, πυκνής γλώσσας. Ο Tucker τους ενσωματώνει στον πυρήνα του άλμπουμ, αφήνοντάς τους να μετατοπίσουν την κατεύθυνση του ήχου χωρίς να χαθεί η συνοχή. Το Clear Vortex Chamber είναι ένα έργο που διατηρεί σταθερή την ένταση χωρίς ποτέ να κραυγάζει, μια θαμπή δίνη που σε τραβάει μέσα της μεθοδικά και σε καταπίνει ολόκληρο.
Ehua – Panta Rei (3024)
Το Panta Rei δεν είναι ένας «αλγόριθμος για το τέλειο club track», ούτε μια ψυχρή μελέτη πάνω στη ρυθμική δομή. Η Ehua, Ιταλο-Ιβοριανή παραγωγός με έδρα το Λονδίνο, δουλεύει με έναν τρόπο που μοιάζει να προηγείται της σκέψης: οδηγεί μάλλον η διαίσθηση, η μελέτη φωτίζει, και ο χορός λειτουργεί ως χώρος δοκιμής. Το αποτέλεσμα είναι ένα άλμπουμ που ρέει διαρκώς, χωρίς να χάνει τη συνοχή του μια διαρκής μεταβολή, όπως υποδηλώνει και ο αρχαιοελληνικός του τίτλος. Οι μπασογραμμές κινούνται σαν υπόγειος ποταμός πάντα φορτωμένες ενέργεια. Τα drums περιστρέφονται με φυσική κίνηση, σαν να αναζητούν την επόμενη μετατόπιση. Η Ehua ενσωματώνει διαφορετικές επιρροές χωρίς να τις επιδεικνύει: τραγουδάει, μπλέκει, φυλετικά ρυθμικά μοτίβα, club pulses, και υβριδικά sound-design στοιχεία. Όλα ρέουν, όλα αλλάζουν, όλα καταλήγουν σε κάτι ενιαίο. Το Panta Rei λειτουργεί περισσότερο ως διαδικασία παρά ως δήλωση. Δεν επιδιώκει να προσφέρει hits ή «στιγμές κορύφωσης», αλλά έναν ρυθμικό κόσμο που σε καλεί να κινηθείς μέσα του. Ένα από τα πιο όμορφα και καλοδουλεμένα ντεμπούτα της χρονιάς, με καθαρή καλλιτεχνική κατεύθυνση και χωρίς περιττές κορώνες.
Oneothrix Point Never – Tranquilizer (Warp)
Το Tranquilizer του Daniel Lopatin (Oneohtrix Point Never)είναι ένα έργο που εξερευνά την τελετουργική πλευρά της μνήμης και της ψηφιακής φθοράς. Ο Lopatin στήνει ηλεκτρονικές συνθέσεις που κινούνται ανάμεσα στο συνθετικό και το ανθρώπινα εύθραυστο, χρησιμοποιώντας glitch, new-age υφές, θραύσματα corporate muzak και ξεχασμένα presets από sample libraries των 90s. Το άλμπουμ μοιάζει με ταξίδι μέσα σε έναν «ψηφιακό Κάτω Κόσμο» όπου οι ήχοι δεν αποτελούν αναφορές αλλά φαντάσματα: υλικά που χάθηκαν, ξαναβρέθηκαν και επανέρχονται με μεταμορφωμένη ουσία. Με 15 κομμάτια που λειτουργούν σαν μικρά portals, το Tranquilizer κυλά χωρίς αρχή και τέλος, σαν παραμορφωμένη ambient αφήγηση. Οι συνθέσεις θυμίζουν ηχητικά αρχεία που διασώθηκαν από servers που καταρρέουν, ενώ η ατμόσφαιρα φέρνει κάτι από το hauntology trend, όχι νοσταλγική, αλλά σαν μια προσπάθεια να αναβιώσει ό,τι δεν υπήρξε ποτέ ολοκληρωμένο. Παρά τη σκοτεινή υφή, η μουσική φωτίζεται από στιγμές ανεπιτήδευτης ομορφιάς, όπου η φθορά γίνεται δημιουργική δύναμη. Τελικά, το Tranquilizer λειτουργεί ως υπόμνηση ότι το μέλλον της electronica μπορεί να κρύβεται στα θραύσματα του παρελθόντος. Ένας βαθιά υπαρξιακός δίσκος, κοντά στην αισθητική του Again, αλλά πιο σκοτεινός, πιο άμεσος και πιο συνειδητά ατελής σαν την τελευταία αναπνοή ενός σκληρού δίσκου λίγο πριν καεί.
Herbert & Momoko – Clay (Strut)
Ο Matthew Herbert, ο αεικίνητος εφευρέτης της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής, και η drummer/τραγουδίστρια Momoko Gill συναντιούνται στο Clay, ένα άλμπουμ που ακροβατεί ανάμεσα στη χορευτική ενέργεια και στις πιο ενδοσκοπικές στιγμές. Σαν μια φυσική συνέχεια του Around the House, αλλά ταυτόχρονα σαν κάτι ολότελα νέο, το Clay είναι γεμάτο ευρηματικούς ήχους (από ιαπωνικά koto μέχρι ρυθμούς από καλάθια) που αποκτούν οργανική δύναμη μέσα από την παραγωγή του Herbert και τη μελωδική επινοητικότητα της Gill. Η φωνή της ανεβάζει το υλικό σε άλλες σφαίρες: μελωδική, άμεση, με εμβέλεια που απλώνεται από την ευφορική μελαγχολία του "Mowing" ως το τρυφερό ντουέτο "Heart". Το αποτέλεσμα είναι ένα καταπληκτικό ηχητικό τοπίο πλούσιο σε λεπτομέρειες, που φανερώνει την κοινή τους λαχτάρα να σπρώξουν τα όρια του ήχου. Το Clay είναι μια μοναδική συνάντηση κόσμων, ένα άλμπουμ που αποπνέει την αίσθηση δύο καλλιτεχνών που μοιάζει να παίζουν μαζί από πάντα, και που ξέρουν ακριβώς πώς να μετατρέπουν τον πειραματισμό σε βαθιά ανθρώπινη μουσική εμπειρία.
The Bug vs Ghost Dubs – Implosion (Pressure)
Σαν ένα τεράστιο sound system σε ακραία αργή κίνηση. Ο The Bug και ο Γερμανός Ghost Dubs (Michael Fedler) εναλλάσσονται στην tracklist, ανταλλάσσοντας «χτυπήματα» που αντλούν από τη βαριά παράδοση των Chain Reaction, On-U Sound, Deep Medi, Jah Shaka και King Tubby. Η σχέση τους εδώ δεν είναι συνεργατική με τη στενή έννοια, αλλά διαλογική: κάθε κομμάτι μοιάζει να απαντά στο προηγούμενο, να δοκιμάζει όρια, να ρωτάει εμμέσως πλήν σαφώς «μπάσο το λες αυτό;». Ο ήχος κινείται σε αργούς, συρτούς ρυθμούς, με sub-bass που δεν κουνά απλώς το πάτωμα αλλά το γεμίζει με πυκνή, παραμορφωμένη ύλη. Τα wobbles είναι χαμηλά, βαρύτερα από το συνηθισμένο, βουτηγμένα σε θόρυβο και feedback. Τα dub sirens λειτουργούν σαν σπασμωδικές ειδοποιήσεις και όλα πλέκονται με λιτή ρυθμική γραφή: drums που υπομονετικά κρατούν τον χρόνο, αφήνοντας χώρο στις υφές να διαβρώσουν τα πάντα γύρω τους. Παρά τη βαρύτητά του, το Implosion δεν είναι υπερφορτωμένο. Αντίθετα, το βάρος του προκύπτει από την αφαίρεση: ένα dub σε αποσύνθεση, όπου κάθε στοιχείο έχει αφεθεί να ακουστεί μόνο του μέσα στη σιωπή. Το αποτέλεσμα είναι ένα άλμπουμ που επιστρέφει στα θεμέλια του ήχου και τα υπονομεύει σαν ιός εκ των έσω... Αργά, επίμονα, μεθοδικά.
Barker – Stochastic Drift (Smalltown Supersound)
Mουσική με την ενέργεια της techno, αλλά χωρίς το σταθερό beat που παραδοσιακά την ορίζει. Έξι χρόνια μετά το προηγούμενο LP του, ο Barker επιστρέφει με έναν δίσκο που αντιμετωπίζει τον ρυθμό σαν ανοιχτή ερώτηση. Αντί να ακολουθήσει τη λογική του post-club ή της drumless trance που βοήθησε να διαμορφωθεί, επιλέγει ξανά το δικό του, πιο αφηρημένο μονοπάτι. Το άλμπουμ πειραματίζεται με την επανεισαγωγή της κρουστικής ενέργειας, αλλά με ασύμμετρες κινήσεις, ροές που μοιάζουν οργανικές, ρυθμικά σχήματα που δεν «κουμπώνουν» ποτέ σε ένα grid. Στο "Force of Habit", τα ηλεκτρονικά slaps χτυπούν σαν μικρές εκρήξεις μέσα σε dubwise βυθίσεις, ενώ η αίσθηση του ρυθμού προκύπτει από την ίδια την κίνηση των synths. Τα κομμάτια δεν λειτουργούν ως γραμμικά μοτίβα αλλά ως συνεχείς μετεξελίξεις και ο δίσκος ακολουθεί αυτή τη λογική μέχρι τέλους. Ένας δίσκος που αγκαλιάζει το απροσδιόριστο techno και χωρίς club κορυφώσεις σε μαγεύει όταν σου δείχνει πόσο μακριά έχουν να φτάσουν ακόμα τα όρια της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής.
Verses GT – Verses GT (LUCKYME)
Το κοινό project των Jacques Greene και Nosaj Thing στηρίζεται σε μια ήρεμη, σχεδόν διαλογιστική βαρύτητα που προκύπτει από την απόφαση να αφαιρεθεί οτιδήποτε περιττό. Το ντουέτο προσεγγίζει τη σύνθεση με σαφή πρόθεση: λιτότητα, εύρος, χώρος. Ο ήχος τους βρίσκεται στη διασταύρωση σύγχρονου R&B abstraction, ατμοσφαιρικής electronica και υπόγειων club αναφορών, χωρίς όμως να κυριαρχεί καμία φόρμα. Η παραγωγή αφήνει τα tracks να αναπνέουν μέσα σε σύντομες μελωδίες, καθαρές υφές, ρυθμικές λεπτομέρειες που κινούνται χωρίς πίεση. Το αποτέλεσμα είναι ένας δίσκος που υποστηρίζει τη δική του επιβράδυνση, σαν να ζητά από τον ακροατή να αλλάξει ρυθμό για να μπει στο πεδίο του.
Mark Ernestus’ Ndagga Rhythm Force – Khadim (Ndagga)
Όταν ο Mark Ernestus (Basic Channel, Rhythm & Sound) έστρεψε την προσοχή του στη Σενεγάλη, πολλοί τον είδαν με καχυποψία: ένας λευκός Γερμανός που επιχειρεί να “ενσωματώσει” τα δυτικοαφρικανικά ιδιώματα στον κόσμο του dub-techno. Όμως το project Ndagga Rhythm Force δεν λειτούργησε σαν σφετερισμός αλλά σαν γόνιμη σύμπραξη. Μετά το Yermande (2016), το τελευταίο άλμπουμ Khadim βρίσκει τον Ernestus ακόμη πιο μέσα, να συνομιλεί ισότιμα με τους Mbene Diatta Seck (φωνή) και τους Bada και Serigne Mamoune Seck στα sabar drums. Οι κιθάρες και τα κλασικά mbalax στοιχεία έχουν υποχωρήσει και στη θέση τους, κοιλότητες ήχου γεμίζουν με παλλόμενα synths και εκρήξεις reverb. Το 14λεπτο "Khadim" θυμίζει μια Afrofuturist εκδοχή του krautrock, όπου η φωνή της Mbene στήνει ένα call-and-response με τα μπάσα. Στο "Nimzat" και το "Dieuw Bakhul", οι πολυρρυθμίες συγκρούονται με τις κοφτές συγχορδίες του Ernestus, δημιουργώντας ένταση που ακροβατεί ανάμεσα σε υπνωτικό dub και εκρηκτικό groove. Το Khadim είναι ένας φοβερός διάλογος όπου το dub τεχνολογικό ένστικτο του Ernestus και η παράδοση των sabar φτιάχνουν ένα κοινό, σχεδόν υπερβατικό λεξιλόγιο. Μουσική για σώμα και πνεύμα, ταυτόχρονα γήινη και φευγάτη.









