Δεν είναι πια περίεργο που η νοσταλγία έχει γίνει το νέο default της εποχής μας. Το διαδικτυακό μας feed κατακλύζεται με reunion συγκροτημάτων που γίνονται sold out σε ελάχιστα μόλις λεπτά, με συνεχή remake κλασσικών ταινιών, με reissues άλμπουμ σε βινύλιο, με playlists που ονομάζονται “teenage bedroom sadness” και παίζουν στην κουζίνα ενός τριαντάχρονου που πλένει τα πιάτα. Άλλωστε, η νοσταλγία λειτουργεί σαν μηχανισμός ρύθμισης του άγχους. Σε περιόδους αβεβαιότητας, αλλαγής ή κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε συλλογικά, ο ψυχισμός αναζητά καταφύγιο σε εμπειρίες με θετικό συναισθηματικό φορτίο, που προσφέρουν αίσθηση συνέχειας και ασφάλειας, επιστρέφοντας σε μια εποχή που ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά και οι δεσμοί (ή η ψευδαίσθησή τους) έμοιαζαν πιο σταθεροί.
Αυτό που έχει σημασία, βέβαια, είναι ο τρόπος με τον οποίο επιστρέφουμε. Κι ενίοτε, το κάνουμε οχι πια με την αφέλεια του «τότε ήταν όλα καλύτερα», αλλά με μια πιο συγκρατημένη, πιο ενήλικη επιθυμία να ξαναγγίξουμε τον εαυτό μας στο σημείο που δεν πονάει.
Το Raspberry Moon των Hotline TNT είναι αυτό το σημείο. Το τελευταίο άλμπουμ του κουαρτέτου από το Μπρούκλιν καταφέρνει να επαναπροσδιορίσει τη νοσταλγία, χρησιμοποιώντας την συνειδητά ως αισθητική επιλογή. Τα έντεκα κομμάτια του δίσκου, που κυκλοφόρησε στις 20 Ιουνίου 2025 από την Third Man Records, έχουν μία γνώριμη, fuzzy αισθητική, απαλά, αποστασιοποιημένα, shoegaze φωνητικά και bigger-than-life indie rock διάθεση, που παρά τον οικείο ήχο, δεν εκπέμπουν την αφέλεια μιας φτηνής καλοκαιρινής ανάμνησης με κιθάρα στην άμμο.
Για πρώτη φορά, η δουλειά αυτή γράφτηκε από ολόκληρη την μπάντα (Will Anderson, Lucky Hunter, Haylen Trammel, Mike Ralston), και αυτό ακούγεται στις πυκνές κιθάρες, το σφιχτό rhythm section και την αισθητική εστίαση της παραγωγή του Amos Pitsch (ως άτυπου 5ου μέλους). Οι προθέσεις τους φαίνονται από το πρώτο κιόλας κομμάτι “Was i wrong?”, το οποίο ξεκινάει με μια κιθαριστική ατάκα που θα μπορούσε να είναι από το Last Splash των The Breeders. Η φωνή του Will Anderson ακούγεται για πρώτη φορά καθαρά, αλλά δεν χάνει ούτε στο ελάχιστο τη συστολή της. Το “The Scene” είναι μια shoegaze καταιγίδα 14 λέξεων που περιγράφει ό,τι μένει όταν έχει τελειώσει η σχέση αλλά όχι το συναίσθημα. Το “Julia’s War” φλερτάρει με τη jangle pop, αλλά το κάνει με τρόπο που μοιάζει με εφηβική μπάντα που παίζει για πρώτη φορά το αγαπημένο της κομμάτι σε φίλους. Συνοδεύεται, δε, από ένα lo-fi βίντεο κλιπ σε σκηνοθεσία του Johnny Frohman, το οποίο θα έπαιζε άνετα στο αμερικάνικο MTV των late 90s.
Το “Break Right” που ακολουθεί, προσωπικό μου αγαπημένο, κουβαλά στιχουργικά αυτή τη διστακτική αμηχανία που θυμίζει τις πρώτες φορές που προσπάθησες να επικοινωνήσεις με κάποιον μέσω μουσικής. Και όταν ο Anderson μουρμουρίζει «I’ll take a shirt and hope that it fits», δεν ξέρεις αν γελάς ή αν σε πιάνει ένα μικρό σφίξιμο στον θώρακα από την τρυφερότητα. Στα δυόμιση λεπτά του, το “If time flies” χωράει όλη τη δυναμική και εξωστρέφεια του δίσκου, ενώ στο “Candle”, η απλότητα των στίχων «I wanna try / get butterflies» στο ρεφραίν συνοδεύεται από ένα απ’ τα καλύτερα drumlines του δίσκου, που χτίζει ένταση χωρίς να την εξαντλεί. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα του Raspberry Moon: κρατά το συναίσθημα στην ένταση του, χωρίς να το ξεσπά. Και φαίνεται πως το κερδίζει.
Το “Dance the Night Away” αποτελεί την πιο pop στιγμή τους — είναι χαριτωμένο και γλυκό, όπως μια ανάμνηση που σε πονάει ελαφρώς, ή μια φαντασίωση που έφτιαξες βλέποντας ταινίες ενηλικίωσης σε VHS. Κλείνοντας, τα “Lawnmower” και “Where U Been?” ολοκληρώνουν το άλμπουμ με μια αίσθηση πως κάπου εκεί υπάρχει μια ιστορία που σε παρέσυρε και ξέχασες να αφηγηθείς το τέλος της. Έτσι απλά, χωρίς εντυπωσιασμούς, χωρίς υποχρεωτική πλήρωση.
Συνολικά, ο ήχος του Raspberry Moon δεν είναι ρετρό αλλά αναδρομικός. Δεν προσποιείται ότι αναπαράγει τα ‘90s, απλώς συμπυκνώνει την αίσθηση του να μεγαλώνεις με ενσύρματα ακουστικά, γδαρμένα CD, μακρυμάνικα κάτω από φαρδιά μπλουζάκια και αδέξια αγάπη. Κι αυτός είναι και ο λόγος που το Raspberry Moon ακούγεται ενήλικο, κι όχι ως απομίμηση εφηβικότητας, διότι μοιάζει να μαθαίνει να συνυπάρχει με την παρελθόν χωρίς να χρειάζεται να το εξηγήσει. Κι οι Hotline TNT, βάζοντας μπροστά τον πιο αρθρωμένο, συλλογικό και ξεκάθαρο δίσκο τους μέχρι τώρα, μας δίνουν ένα πραγματικά κατάλληλο άλμπουμ για ένα γλυκό, σαν ράσμπερι, και φωτισμένο από το φεγγάρι καλοκαίρι.
Raspberry Moon by Hotline TNT