Το λάθος ως μέθοδος (ή μια κριτική που ξεκινάει απ' την αποτυχία)…
Δεν θυμάμαι από ποιο κανάλι μπήκε το lead synth, δεν διακρίνω που είναι κεντραρισμένα τα beats, δεν ξέρω πόσο βαθιά με έχει χαράξει η μπότα-μαστίγιο. Αν είχα παίξει αυτό το άλμπουμ σε κάποιο από τα CD-players μου (που η αλήθεια είναι έχουν καιρό να διαβάσουν ψηφιακά data) θα ορκιζόμουν ότι είναι ανήμπορα πια να επεξεργαστούν τη νέα ηχολογία, και ότι έτσι φοβισμένα μου δίνουν πίσω μια σειρά από παραμορφωμένα beats και χαμηλότονα drones για να με καλοπιάσουν και να μην τα πετάξω. Αστειεύομαι. Και σοβαρεύω πάλι, ενώ ένα glitch πετάγεται σαν την γάτα κάθε φορά που γρατζουνάω μια επιφάνεια για να παίξουμε. Και κάπου εκεί σκέφτηκα: μήπως αυτό ήταν το πιο αυθεντικό σημείο όλου του δίσκου;
Ζούμε στην εποχή του προγραμματισμένου χάους. Το Ableton έχει πάνω από χίλια διαφορετικά "randomizers". Η γενιά του noise πατάει record χωρίς να ξέρει αν γράφει θόρυβο ή προσευχή. Και το punk; Το punk δεν χρειάζεται πια κιθάρες. Μόνο μια επιθυμία: να τσακίσεις τον ήχο, να τον πετσοκόψεις, να τον κάνεις χίλια κομμάτια.
Αυτή η δισκοκριτική δεν μπορεί να είναι μια δισκοκριτική. Θα είναι μια εξομολόγηση για το πώς η τυχαιότητα έγινε τέχνη, και η τέχνη έγινε preset. Ή μήπως όχι;
Το randomness στην τέχνη δεν είναι μόδα της Gen Z, είναι ένα φάντασμα που επιστρέφει σε κάθε εποχή όπου η βεβαιότητα μοιάζει ύποπτη, κάλπικη, φαιδρή. Οι Dada έπαιζαν με λέξεις σε καπέλα. Ο Tristan Tzara πρότεινε: «Πάρε μια εφημερίδα, κόψε τις λέξεις, ρίξ’ τες σε ένα καπέλο, και βγάλε τις φράσεις σου». Εντάξει, ο Burroughs πάντα θα επιμένει στο μυαλό μας πως ο Gysin ξεκίνησε τις πρώτες cut-up ηχογραφήσεις. Αλλά, ναι, ο Burroughs μας έμαθε επίσης πώς αν η γλώσσα ήταν εργαλείο εξουσίας, τότε κάθε λάθος σε αυτή είναι και μια αληθινή επανάσταση.
Ο John Cage το πήγε πιο μακριά. Έδωσε στον εαυτό του την άδεια να μην επιλέγει, αλλά να αφήνεται. Το "Music of Changes" γράφτηκε με βάση το I Ching. Το "4’33”" ήταν η πιο ηχηρή σιωπή του 20ού αιώνα: μια πράξη υποταγής στην πιθανότητα του παρόντος. Αλλά ο Cage, θα μου πείτε, δεν ήταν απλώς συνθέτης, ήταν μυσταγωγός του απρογραμμάτιστου.
Εντάξει, αλλά από εκεί, το μονοπάτι ανοίγει:
Brian Eno και τα Oblique Strategies, ένα deck από κάρτες-εντολές για το στούντιο: "honour your mistake as a hidden intention", "go outside. shut the door".
Οι Throbbing Gristle και οι Coil, που έκαναν το λάθος σκηνική πράξη.
Οι Autechre που προγραμμάτισαν την ίδια τους τη δυσπιστία στο interface.
Από την άλλη, punk σήμερα είναι κι ένας τύπος με περούκα που φωνάζει στο TikTok "I hate capitalism" ενώ μετά σου πουλάει το link για το Bandcamp του ή σου πετάει ένα ψόφιο "Free Palestine" ενώ τραβάει την Adidas μπλούζα του που έχει κολλήσει απ’ τον ιδρώτα πάνω στο δέρμα και τον γρατζουνάει. Το noise σήμερα είναι field recordings από την κουζίνα σου, περασμένα μέσα από granular synthesis, φορτωμένα με περιγραφές τύπου "resistance to the fascism of everyday structure". Πόσο τέλειο είναι όλο αυτό; Μήπως φτάσαμε εκεί που πάντα ονειρεύονταν οι πρώτοι Dada ή μετέπειτα, ο Merzbow;
Πάμε στο τώρα και σε αυτό που παίζει στα ακουστικά μου. To hexed! της aya είναι κάψιμο. Mια άγρια saison des morts μέσα σε θόρυβο, identity collapse και μηχανική ευθραυστότητα. Αν το εξετάσουμε με τον φακό του randomness, της "απο-κιθαριστικοποιημένης" αγριότητας και της παρηκμασμένης rave υποκουλτούρας, γίνεται σχεδόν μανιφέστο για το τι σημαίνει να μην αντέχεις ούτε το ίδιο σου το glitch.
Mε μόνο ένα κομμάτι να ξεπερνάει για λίγα δευτερόλεπτα τα 4 λεπτά και με συνολική διάρκεια 33:59 λεπτά, το hexed! είναι κάψιμο. Είναι ο ήχος του σώματος που αποσυνδέεται από το φύλο του, την τάξη του, το wifi του. Είναι σωματικό με τον τρόπο που ένα φίδι καταβροχθίζει την ουρά του, αιώνιο σύμβολο της αυτοκατανάλωσης, της κυκλικής καταστροφής, της θλίψης που γίνεται μοτίβο. Δεν προσποιείται. Σε πετάει κατευθείαν σε ένα πεθαμένο rave ή σε μια φτηνή κουζίνα με καμένα τηγάνια και μεταλλικά συρτάρια που ουρλιάζουν. Η aya δεν τραγουδάει, δεν ραπάρει, δεν ψιθυρίζει. Βγάζει κραυγές που ακούγονται σαν να ξυρίζεσαι (κεφάλι, πρόσωπο, μασχάλες, πόδια) με προπολεμικό ξυραφάκι. Κι όμως κάθε φράση της χτυπάει με ακρίβεια χειρουργικού νυστεριού. Και κόβει.
"real news fake mends, whose booze? long blues" λέει στο "off to the ESSO", κουνάς το κεφάλι αργά, όχι γιατί συμφωνείς, αλλά γιατί έχεις ήδη λιποθυμήσει από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα των kicks. Το "heat death" παίζει ήδη. Στο δρόμο, στο μπαλκόνι, στις φλέβες σου. Είναι η στιγμή που ο ήλιος δεν φωτίζει, σε καίει μόνο από καλοκαιρινό καθήκον. Η aya, στο ομώνυμο κομμάτι, αποδομεί. Ρίχνει στην κατσαρόλα 8-bit σπασμούς, sub-bass που τσουρουφλίζει σαν ψίθυρος φριτέζας, κι έναν ρυθμό που αχνίζει, σιγοβράζει και τελικά... διαλύεται. Όπως κι εσύ, στην Αθήνα του Ιουλίου.
Η aya σταματάει, ξαφνικά, τον ρυθμό και σου λέει:
"No more gravity, no more inertia
Heat death, everything stop
No more death knell, no more time will tell
Heat death, everything stop"
Δεν είναι urban ποίηση. Είναι εντολή. Σαν να ουρλιάζει σε ένα σύμπαν που έχει ήδη παγώσει στο τελευταίο Twilight Zone επεισόδιο της ζωής μας. Οι λέξεις της κόβουν τον αέρα σαν κόκκαλα από ένα πεθαμένο πουλί…
Ναι, δεν είναι για όλους. Και αυτό είναι το θέμα.
Το hexed! δεν είναι δίσκος για να τον βάλεις σε πάρτι, εκτός κι αν το πάρτι είναι σε μια χαλασμένη αποθήκη, γεμάτη ντροπή και συναισθηματικό απόηχο εφηβείας που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Δεν είναι για όλους, το επαναλαμβάνω. Δεν είναι καν για μένα, μερικές στιγμές ήθελα να το βγάλω από τα ακουστικά, να πάρω ανάσα. Αλλά ύστερα ξανάπεφτα μέσα του. Ξανά και ξανά.
Γιατί αυτός ο δίσκος δεν σου ζητά να τον καταλάβεις. Σου ζητά να αναγνωρίσεις ένα παρόν που πονάει. Να καταλάβεις τι σημαίνει punk όχι σαν φόρμα αλλά σαν μέθοδος διάλυσης.
Όχι το punk του distortion, αλλά της αποδόμησης. Όχι της οργής, αλλά της θραύσης. Όχι "πάμε να τα γ#μήσουμε όλα", τι να γ#μήσεις δηλαδή όταν ήδη όλα έχουν γ#μηθεί και κανένας δεν ξέρει τι του γίνεται.
Κι όμως. Μέσα στο χάος, μέσα στα χτυπήματα, στα θραύσματα, υπάρχει κι ένα μικρό ρήγμα, σαν κι αυτό το απίστευτο πέσιμο στο ενάμιση λεπτό του ομότιτλου "hexed!". Ή σε μια άλλη στιγμή, σε εκείνο το τραγούδι-μαστίγιο ("peach"), που ακούγεται σαν κάποιος να έχει μπουκώσει τον λαιμό του από σκουλήκια-καλώδια και να τα φτύνει πίσω με ρυθμό, ενώ εκεί, στο break, μπαίνει ένα synth. Ένα μεθυσμένο rave synth, σαν να παραπατάει μέσα σε εκκλησία Κυριακάτικα μετά από ένα ξέφρενο πάρτυ. Και πάνω του, οι κραυγές της aya, παγανιστικές, αρχέγονες, σχεδόν γενετικές. Κάτι ανάμεσα σε προσευχή και λύσσα.
Nαι, κάπως έτσι είναι ο νέος δεύτερος δίσκος της aya. Και ο ρυθμός της και η μουσική της. Δεν είναι χαρούμενος. Είναι αναγκαστικός. Ο χορός που πρέπει να κάνεις για να μη σπάσεις σε χίλια κομμάτια. Ο χορός του randomness. Το punk του 2025.