Ritual Howls

Στο Ντιτρόιτ δεν έφτασα ποτέ, αλλά συχνά το φαντάζομαι σαν μια πόλη που ανασαίνει μέσα από τα χαλάσματα, σαν ένας έρωτας που τον ξέχασαν σε ένα υπόγειο club, να στάζει ρυθμό και ιδρώτα. Το θυμάμαι εκείνο το πλάνο από το Only Lovers Left Alive, όπου οι δρόμοι είναι άδειοι, τα κτίρια παρατημένα, και η νύχτα απλώνεται σαν μια παλιά, σκισμένη κουβέρτα πάνω από τα πάντα. Εκεί, ανάμεσα σε εγκαταλελειμμένα εργοστάσια και υπερυψωμένες γραμμές του τρένου, κάπου ανάμεσα στο τέλος και στην αρχή, γεννήθηκε και η μουσική των Ritual Howls. Μια μουσική που δεν ζητά συγχώρεση, ούτε υπόσχεται λύτρωση. Απλώς υπάρχει. Σαν ένα από τα κορυφαία νέα δείγματα του σύγχρονου post-punk, σαν το κρύο τσιμέντο το χειμώνα, σαν ένας λυγμός που δεν ακούστηκε ποτέ στα κλαμπ με τις νυχτερίδες του Λονδίνου.

Το Ruin, το έκτο τους άλμπουμ, δεν χρειάζεται χρόνο για να σε πείσει. Το πρώτο κιόλας χτύπημα του "Follow the Sun" είναι σαν να περπατάς σε ένα τούνελ φωτισμένο από μια λάμπα φθορίου που τρεμοπαίζει. Η κιθάρα του Paul Bancell είναι εκεί για να ξύνει, να χαράζει επιφάνειες, το μπάσο του Ben Saginaw πάλλεται σαν κάποιος που κρατάει τον θυμό του για χρόνια και τώρα απλώς τον αφήνει να περάσει μέσα από τα δόντια του. Και τα beats του Chris Samuels, είναι ιδρώτας σε υπόγειο rave το 1992, μισή βία, μισή αποκάλυψη, και πιο πέρα ολόκληρη η μηχανούπολη να καπνίζει στο βάθος. 

Οι Ritual Howls πάντα κουβαλούσαν εκείνο το παράξενο μείγμα, industrial που δεν γίνεται ποτέ καθαρά μηχανικό, goth που δεν καταφεύγει στο θέατρο, post-punk που δεν κυνηγάει αναβιώσεις αλλά μόνο εκείνο το σκιώδες υπόστρωμα που βρίσκεται κάτω από την καθημερινή ζωή μας. Στο Ruin, αυτό το κράμα φτάνει σε μια ωριμότητα που ακούγεται σχεδόν… επικίνδυνη. Σαν να έχουν βρει πλέον τον τρόπο να γράφουν τραγούδια που είναι χορευτικά και καταραμένα. Πιασάρικα, σχεδόν, αλλά όχι για όλους. Μόνο για όσους καταλαβαίνουν τι θα πει να χορεύεις με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.

Και είναι παράξενο: ο Bancell μπορεί να ζει πια στο Λος Άντζελες, κάτω από ήλιο και τις αχανείς λεωφόρους, αλλά η μουσική συνεχίζει να μυρίζει σκουριασμένη αποβάθρα της λίμνης. Με έναν παράξενο τρόπο αυτή η μπάντα φαίνεται να κουβαλά μια αστική σκοτεινιά μέσα της, σαν κάτι που δεν βγαίνει από πάνω τους όσο και να προσπαθούν. Δεν είμαι πολύ σίγουρος αν η συνεργασία από απόσταση τους αποδυνάμωσε, αντίθετα σε κάποια σημεία τους έκανε να μοιάζουν ακόμη πιο ενωμένοι, σαν ένα σώμα που τροποποιήθηκε, έμαθε να αναπνέει ξανά με σωληνάκια, καλώδια, παλμούς.

Από την ακουστική κιθάρα που ξεκινάει μέχρι την εξέλιξή του, το "Bad Idea" μοιάζει με κάποιον που ανοίγει ένα υπόγειο, αφήνει το φως να περάσει για λίγο από τη χαραμάδα και μετά το κλείνει πάλι, πιο απότομα. Είναι ένας φόρος τιμής στα σκοτάδια των Bauhaus, όχι ως αντιγραφή, αλλά ως ανάμνηση, σαν να θυμάσαι το πρόσωπο κάποιου μέσα από μια παλιά Polaroid, λίγο ξεθωριασμένη, λίγο καμένη από τον ήλιο. Το κομμάτι κουβαλάει εκείνη τη βαριά, αργή δραματικότητα του Peter Murphy, όπου κάθε λέξη είναι μια πτώση. Και η κιθάρα; Σαν να τρίβει την επιφάνεια ενός τάφου για να δει αν κάτω ακόμη κάτι ανασαίνει. Το ωραίο, όμως, είναι ότι οι Ritual Howls δεν προσπαθούν να αναπαράγουν την ατμόσφαιρα των Bauhaus, μόνο να την μεταβολίσουν κατά κάποιον τρόπο. Το "Bad Idea" λειτουργεί σαν διάλογος με τους νεκρούς, αλλά με τον τρόπο που το κάνουν οι ζωντανοί, με επιφυλακτικότητα, ειρωνεία, και μια μικρή επιθυμία να ξανανοίξει η πληγή, μπας και βγει κάτι ζεστό από μέσα. Το κομμάτι ξεκινάει με έναν σχεδόν εξομολογητικό τόνο, και μετά γυρίζει, σκληραίνει, βυθίζεται. Σαν κάποιος που μιλάει ψιθυριστά στο αυτί σου και μετά σηκώνει το βλέμμα και σου χαμογελάει επικίνδυνα.

Είναι το σημείο του άλμπουμ όπου καταλαβαίνεις ότι το Ruin δεν ενδιαφέρεται να μείνει σε μια ταμπέλα. Ναι, είναι goth. Ναι, είναι industrial. Ναι, είναι post-punk. Αλλά όλα αυτά είναι απλώς ρούχα, και οι Ritual Howls εδώ τα βγάζουν σιγά, σχεδόν τελετουργικά, μέχρι να μείνει μόνο ένας χτύπος: ο ανθρώπινος φόβος του να κάνεις μια «κακή ιδέα» πράξη και να την κάνεις επίτηδες.

Το γράφω και γελάω. Πόσες κακές ιδέες δεν έσωσαν τη ζωή μας; Πόσα λάθη δεν ήταν η μόνη απόπειρα να νιώσουμε κάτι; Πόσα τραγούδια δεν άρχισαν από μια λάθος απόφαση σε λάθος δωμάτιο με λάθος άνθρωπο; Γι' αυτό, ίσως, το "Bad Idea" να είναι μια καλή υπενθύμιση.

Το "Digging for My Spirit" είναι αυτό ακριβώς που λέει. Μια μικρή αρχαιολογική ανασκαφή μέσα στο goth μουσικό ιδίωμα, αλλά και στο ίδιο μας το σώμα. Σε αντίθεση με το "Bad Idea", η κίνηση είναι πιο γρήγορη, σχεδόν χορευτική. Σαν να έχεις μόλις βγει από το σκοτεινό υπόγειο όπου τα πάντα ήταν κολλημένα στις σκιές, και τώρα βρίσκεσαι σε έναν χώρο μεγαλύτερο, με λίγο παραπάνω αέρα, λίγο παραπάνω ρυθμό, αλλά προσοχή, όχι χαρούμενο, οι Ritual Howls δεν κάνουν χαρούμενη μουσική. Η γραμμή του μπάσου εδώ μοιάζει με καρδιά που επιμένει κάτω από τις αγγελικές κιθάρες και μια φωνή που αφηγείται κάτι που μοιάζει με εξάντληση, γιατί το σώμα πάντα ξέρει πριν το μυαλό.

Στο "The Morning", το φάντασμα του Murphy ξαναγυρνά. Είπαμε, όχι σαν μιμητισμός, αλλά σαν μια ανεξήγητη, σχεδόν αναπαίσθητη δόνηση που εμφανίζεται όταν κάποιος τραγουδάει από πολύ μέσα, από αυτό το σημείο που δεν έχει καμία σχέση με την τεχνική. Εδώ, η φωνή του Bancell ακούγεται σαν να βγαίνει από μεγάφωνα που βρήκες σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, σκονισμένα, γεμάτα παράσιτα, αλλά με μια ζεστασιά που, όσο κι αν είναι παράλογο, μοιάζει αληθινή. Η παραμόρφωση, καμιά φορά, είναι ο τρόπος που μιλάει η μνήμη. Και το κομμάτι χτίζεται αργά, με ένα ιδιαίτερο ρεφρέν, και με εκείνη την λιωμένη post-punk μελαγχολία που δεν ξέρει αν πρέπει να ψιθυρίσει ή να ουρλιάξει. Το beat είναι σταθερό, πεισματάρικο, σχεδόν τελετουργικό. Το μπάσο αφήνει χαραμάδες για να περάσει λίγο φως, αλλά όχι αρκετό για να νιώσεις ασφάλεια. Και η κιθάρα, πάντα η κιθάρα, τρίβει τα τοιχώματα της νύχτας, σαν κάποιος που απέμεινε μόνος του σε ένα δωμάτιο και ψάχνει να δει αν υπάρχει κανείς ακόμη εκεί.

Το άλμπουμ κλείνει με το "What Can I Say", και εκεί η νύχτα γίνεται πραγματικά μεγάλη. Όχι, τώρα δεν μιλάμε για τη νύχτα της πόλης, αλλά για την άλλη, την πιο αθόρυβη: τη νύχτα της ψυχής, εκεί όπου δεν υπάρχουν δρόμοι να ακολουθήσεις, μόνο το ίδιο σου το βήμα να το ακούς να αντηχεί. Το κομμάτι αυτό είναι μια παραδοχή, σχεδόν ψυχρή, σχεδόν τρυφερή με τον δικό της παράξενο τρόπο. Και οι στίχοι του Bancell (“We’re all going to the same place / And we’re all going the same way”) ακούγονται σαν κάποιος να σε κοιτάζει στα μάτια και να σου λέει: «το ξέρω, κι εγώ μαζί σου...».

Είναι σπάνιο για τον κόσμο του (πιο σύγχρονου) death rock να αφήνει χώρο για κάτι σαν ενσυναίσθηση. Συνήθως όλα είναι θάνατος, θεατρικότητα, μυστήριο. Εδώ όμως, υπάρχει μια αλήθεια που μοιάζει σχεδόν γυμνή και αυτό το στοιχείο είναι που κάνει τους Ritual Howls να ξεχωρίζουν από τόσα αμέτρητα τριο, ντουέτα ή σόλο καλλιτέχνες που υπηρετούν το dark-music revival. Μια αποδοχή ότι η φθορά δεν μπορεί να είναι μόνο τρόμος, μπορεί να είναι και κοινότητα. Ότι όλοι κουβαλάμε το ίδιο τέλος, την ίδια κατεύθυνση, και πως ίσως κάπου εκεί, μέσα στο σκοτάδι, υπάρχει μια συγγένεια. Και αυτή η στιγμή είναι το σημείο όπου το Ruin αποκαλύπτεται πλήρως ως συλλογική εμπειρία. Έξι άλμπουμ μετά, οι Ritual Howls δεν έχουν απλώς διατηρήσει αυτό το death rock σώμα ζωντανό, το έχουν μεταφέρει, το έχουν σκάψει και το έχουν μεταμορφωσει σαν κουφάρι ενός τέρατος που τώρα κινείται σαν οργανισμός που αναπνέει αργά, με σταθερή καρδιά, με χτυπήματα που δεν χρειάζεται να αποδείξουν τίποτα σε κανέναν. Και το Ruin μπορεί να μην είναι το καλύτερο άλμπουμ της διαδρομής τους - δεν έχει εκείνη την απόλυτη, υπνωτική συνοχή του Into the Water, ούτε ένα αξέχαστο κομμάτι σαν το "Going Upstate", δεν έχει ούτε την ωμή, ισοπεδωτική δύναμη του Turkish Leather. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Γιατί εδώ υπάρχει κάτι άλλο: μια απόχρωση, μια μελέτη της σκοτεινής ύλης που οι Ritual Howls κουβαλούν μέσα τους. Κάτι που κάνει τον ήχο τους να ξεχωρίζει από την πλέμπα των darkwave υπονόμων που αναπαράγουν "γκρίζα" αισθητική χωρίς να ξέρουν τι σημαίνει πραγματική σκιά.

Το Ruin έχει ατέλειες, ναι. Και ευτυχώς. Γιατί αυτές οι χαραμάδες, αυτές οι ατέλειες αφήνουν μέσα φως. Ή τουλάχιστον τον απόηχο όποιου φωτός έχει απομείνει εκεί έξω. Είναι άλμπουμ που δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με στιλιστική αρτιότητα, αλλά με παρουσία. Και αυτό που επιτυγχάνουν εδώ είναι να αποτυπώσουν ένα σκοτάδι που δεν ντύνεται για να βγει έξω. Δεν είναι το goth του φτιασιδώματος. Είναι το goth του βλέμματος που κρατάς όταν μένεις μόνος σου μπροστά στον καθρέφτη. Είναι η φωνή που τρεμοσβήνει στο στόμα επειδή την έχεις ζήσει, και όχι επειδή την υποδύεσαι.

Και μέσα σε αυτό το συνεχές ημίφως, το Ruin λειτουργεί ως ένα ακόμη βήμα, ίσως λιγότερο θεαματικό, αλλά σαφώς πιο ώριμο, πιο δικό τους. Ένα άλμπουμ που ξέρει τι είναι, τι θέλει, και δεν χρειάζεται διαβεβαιώσεις.

Ίσως, τελικά, αυτό να είναι το πραγματικό προνόμιο των Ritual Howls: ότι δεν χρειάζεται να αποδείξουν τίποτα.

Απλώς στέκονται.
Μέσα στο μισοσκόταδο.
Και αναπνέουν.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured