La Dispute

Το Wildlife του 2011 παραμένει ευαγγέλιο για την post-hardcore/emo γενιά, αλλά το νέο τους άλμπουμ, No One Was Driving the Car, είναι σαν να έβαλαν τη μπάντα σε ένα Tesla χωρίς οδηγό και το άφησαν να τσακιστεί στον τοίχο. Και ναι, αυτό είναι κομπλιμέντο.

Βασισμένο σε ένα αστυνομικό report για αυτοκινούμενο αμάξι που σκότωσε επιβάτες και ποτισμένο με τις εμμονές του Paul Schrader από την ταινία First Reformed του 2027, ο δίσκος είναι κινηματογραφικός και παρανοϊκός. Το πρώτο κομμάτι "I Shaved My Head" ξεκινάει με γυμνά drums και μπαίνει με κιθάρες που σέρνονται σαν την σκουριασμένη λεπίδα στο Clean, Shaven του Lodge Kerrigan ενώ ο Jordan Dreyer μιλάει (ή μάλλον ουρλιάζει) για το ξύρισμα του κεφαλιού σαν τελετουργικό σβησίματος του εαυτού του. Θέλει να «σκοτώσει και να κάνει reset». Η φάση είναι σκοτεινή, άβολη, γεμάτη μια νέα αμερικανική ποίηση που μαχαιρώνει. Και κάθε act του δίσκου είναι σαν κεφάλαιο σε manual επιβίωσης για τους καμένους της γενιάς μας. Μην περιμένετε εύκολα ρεφρέν, γιατί οι La Dispute βρίσκονται στην πιο επικίνδυνη και δημιουργική τους στιγμή.

Ο δίσκος δεν χαλαρώνει πουθενά. Κάθε act ξεφλουδίζει κι άλλο στρώμα τρόμου, αλλά μαζί του βγάζει και μια παράξενη αντοχή. Το No One Was Driving the Car δεν είναι συγκεκριμένα «κομμάτια», είναι ένα σύγχρονο ημερολόγιο κατάρρευσης ραμμένο με συρραπτικά: για μια πόλη που σαπίζει, για έναν πλανήτη που πνίγεται, μια θρησκευτική πίστη που μετατρέπεται σε εμμονή, και μια τεχνολογία που βουίζει από πίσω σαν χαλασμένη φωτεινή ταμπέλα, που τρεμοπαίζει, αλλά δεν λέει να σβήσει. Ο Jordan Dreyer δεν ψάχνει τα προφανή. Ο frontman των La Dispute (πάντα αιχμηρός και ανελέητα στοχαστικός) μπορεί να φαίνεται ότι βρήκε τη σπίθα για τον πέμπτο δίσκο της μπάντας σε μια είδηση για θανατηφόρο δυστύχημα με ένα αυτοκινούμενο Tesla, αλλά δεν του αρκούσε να μιλήσει για την εξάρτηση μας από την τεχνολογία. Το No One Was Driving The Car ξεδιπλώνεται σαν μια οδύσσεια 14 τραγουδιών, στημένη πάνω στην ίδια τους την πόλη, το Grand Rapids· ένα πορτρέτο ανησυχίας που κινείται από το πιο προσωπικό μέχρι το καθολικό.

Από τότε που σχηματίστηκαν στο Grand Rapids πριν από δύο δεκαετίες, οι La Dispute έφτιαξαν τον δικό τους χώρο κάπου ανάμεσα στο post-hardcore, το spoken word και το emo – όλα δεμένα με μια εμμονή στην εσωτερική αφήγηση και στις τολμηρές ιδέες. Οι στίχοι του Jordan Dreyer, άλλοτε σπαρακτικοί γύρω από τον έρωτα και την απώλεια, άλλοτε γεμάτοι λεπτομέρειες για την εύθραυστη ομορφιά της καθημερινότητας, έχουν γίνει σαν σωσίβιο για όσους ψάχνουν τέχνη που δεν μασάει τα λόγια της. Ο τρόπος του είναι πάντα διπλός: καθολικός και προσωπικός, με μεταφορές που χτυπάνε κατευθείαν στο στομάχι και παραδίδονται στην πιο ωμή μορφή τους.

Ο Dreyer γράφει χωρίς να σταματάει να ρωτάει, αλλά το καλύτερο είναι ότι γράφει χωρίς ποτέ να παριστάνει ότι ξέρει όλες τις απαντήσεις. Το νέο άλμπουμ No One Was Driving The Car είναι γεμάτο αντιφάσεις: απαλό αλλά βίαιο, παρηγορητικό αλλά κοφτερό, στοχαστικό αλλά με την αδρεναλίνη στο κόκκινο. Ένας στοχασμός για το πόσο έλεγχο έχουμε τελικά στις ζωές μας και για το αναπόφευκτο τέλος που μας περιμένει όλους· μια όμορφη εξερεύνηση της ύπαρξης, σαν φωτογραφίες σκόρπιες στο άλμπουμ ζωής του αφηγητή. Ακούστε για παράδειγμα το αριστουργηματικό "Environmental Catastrophe Film" και ειδικά τα tapes στο τέλος της έκρηξης για να καταλάβετε πώς οι La Dispute παίρνουν ένα κομμάτι-μανιφέστο για την οικολογική καταστροφή και το μετατρέπουν σε εμπειρία σωματική. Τα tapes στο φινάλε είναι σαν κασέτες που ξαναγράφονται πάνω στη μνήμη, σαν να κολλάει η ζωή την ώρα που καίγεται ο κόσμος. Ένα σπαρακτικό κλείσιμο στο κομμάτι που σε αφήνει με το στομάχι σφιγμένο, γιατί ξέρεις ότι η «έκρηξη» δεν μένει στη μουσική· είναι ήδη εδώ, στο τώρα, στις λέξεις. 

Οι La Dispute πάντα κουβαλούσαν θρησκευτικές εμμονές, αλλά στο No One Was Driving the Car τις κάνουν ακόμα πιο σκοτεινές. Στο "Landlord Calls the Sheriff In" ο αφηγητής μπλέκει σε μια απάτη τύπου πυραμίδας, ένα πολυεπίπεδο μάρκετινγκ που εκμεταλλεύεται την πίστη, ενώ ο ίδιος δεν μπορεί να πληρώσει ούτε το νοίκι του, την ώρα που τον ρωτάνε ειρωνικά αν «προσπάθησε ποτέ στ’ αλήθεια;». Στο οκτάλεπτο "Top-Sellers Banquet", λίγο πριν το τέλος του δίσκου, το Σχέδιο της Αποκάλυψης ξεδιπλώνεται, αλλά τα στελέχη της απάτης είναι τόσο πνιγμένα στη λαιμαργία τους που δεν καταλαβαίνουν καν πως οι άνθρωποι που κάποτε εκμεταλλεύονταν τώρα τιμωρούνται για την κατάχρηση της πίστης. Δημιουργικό, πανέμορφο και ταυτόχρονα μια προειδοποίηση ότι τα συστήματα ελέγχου δεν είναι ποτέ αθώα.

Κι αν ακούγεται ότι βουτάμε πολύ βαθιά στην πλοκή, αυτό είναι το point. Οι La Dispute χτίζουν ένα δίσκο-σύμπαν που μουσικά, είναι post-hardcore στην πιο καθαρή του μορφή. Θυμίζει Unwound και Fugazi: αρκετά εκρηκτικό ώστε να προσέξεις την πορεία των riffs και των ακουστικών περασμάτων, αλλά ποτέ τόσο ώστε να επισκιάζει την ποίηση των στίχων. Στο "I Dreamt of a Room with All My Friends I Could Not Get In", σε 6/8α, γράφουν ένα κομμάτι που είναι ταυτόχρονα groovy και εξομολογητικό για το πώς ο αφηγητής μαθαίνει να ζει στις στάχτες ενός μακροχρόνιου χωρισμού.

Ένα άλμπουμ που δεν χαρίζεται σε κανέναν, ένας δίσκος που σε χτυπάει κατάστηθα, κι εσύ δεν έχεις κανένα προστατευτικό. Η σκληρότητά του δεν είναι πόζα αλλά βίωμα, και η ενέργειά του δεν είναι τεχνητή έκρηξη, αλλά ο ηλεκτρισμός που βγάζει το σώμα όταν δεν αντέχει άλλο και ουρλιάζει. Μέσα από χαλάσματα, θορύβους και ποιητικά ξεσπάσματα, οι La Dispute δείχνουν πως η τέχνη μπορεί να είναι ταυτόχρονα όπλο και πληγή, και κάπου εκεί μπορεί να κρύβεται η αληθινή της δύναμη.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured