Ο Οκτώβριος τελείωσε, το Halloween ήρθε για να μας δείξει πως το κιτς δεν έχει καταγωγή, αλλά... τουλάχιστον ακούσαμε πολλή και πολύ καλή μουσική. Τόση πολλή που από 3, κάνουμε upgrade σε 4 δίσκους, και αυτό με μεγάλη δυσκολία γιατί χρειάστηκε να κοπούν πολλές εκπληκτικές κυκλοφορίες.
Auriferous Flame - The Duel
Άλλη μια χρονιά, άλλος ένας δίσκος του Άυλου που σκαρφαλώνει ψηλά στις λίστες μου. «Τι πιο σύνηθες;» θα έλεγε ο Κουτσούμπας, «a tale as old as time» θα έλεγε η Celine Dion. Pick your poison, δεν είμαστε εδώ για να κρίνουμε. Μετά την κυκλοφορία του πρώτου μέρους του IV από το βασικό project Spectral Lore τις πρώτες ώρες του νέου έτους, και το διαπλανητικό blue balls που μας χάρισε απλόχερα όσο περιμένουμε για το Part 2, ο Άυλος έρχεται με ένα EP Auriferous Flame. Έχει διάρκεια λίγο κάτω από 25 λεπτά και αποτελείται από μόλις 3 κομμάτια. Από το πρώτο δευτερόλεπτο που άγγιξε το riff του "Breathing Shadows" τα αυτιά μου κατάλαβα πως... εδώ είμαστε. Ένα εκπληκτικό tremolo που μεταλλάσσεται προοδευτικά και δίνει τη θέση του στο βασικό riff, με τα φωνητικά πνιγμένα στο background να λειτουργούν σαν επιπλέον όργανο πίσω από αυτόν τον κιθαριστικό χορό. Κάπου μετά τη μέση το τοπίο λίγο αλλάζει. Κάνουμε μια στροφή σε μια πιο αρμοσφαιρική και doom-y αισθητική. Εκεί που το πρώτο πρόσωπο ήταν η βια και η ταχύτητα, τώρα γίνεται η αφήγηση. Είχαμε συνηθίσει αυτό το project να είναι το όχημα μέσα από το οποίο βγάζει τις πιο ζοφερές και πιο επιθετικές του εμπνεύσεις. Εκεί που βρίσκονται τα πιο μανιασμένα, τα πιο γρήγορα και τα πιο ασυγκράτητα riffs, και τα πιο εγκεφαλοθραυστικά blastbeats. Με λίγα λόγια, μεταξύ των Mystras και Spectral Lore... το πιο black metal. Εδώ όμως βλέπουμε κάποια σημάδια πως ίσως και να φλερτάρει λίγο με την απέναντι όχθη. Τι εννοώ με αυτό; Μελωδικά και ατμοσφαρικά parts και ορισμένοι αργόσυρτοι μελαγχολικοί ρυθμοί που πλησιάζουν περισσότερο σε κάτι που θα περίμενα να ακούσω από Spectral Lore. Είναι κακό αυτό; Καθόλου. Κάνει την αναμονή για το Part 2 πολύ δυσκολότερη; Σίγουρα. Το "Nest of Serpents" είναι ένα ιντερλούδιο οδή στις πιο ψυχεδελικές πτυχές του black metal, και εδώ βγάζει έναν ήχο που θα ήθελα πολύ να εξερευνηθεί μελλοντικά. Αρκούμαι σε αυτά τα τρεισήμισι λεπτά μεθυστικής μυσταγωγίας. Το ομότιτλο κλείνει τον δίσκο ακριβώς με τον τρόπο που θα περίμενα εξ αρχής. Με επικό και επιθετικό black metal, φτιαγμένο να ακούγεται στο πεδίο της μάχης όταν το ξίφος χτυπάει την πανοπλία και το χώμα βάφεται με αίμα. Για τα riffs τα έχουμε χιλιοπεί και αρχίζω να γίνομαι γραφικός. Οπότε θα επιλέξω εδώ να μιλήσω για τους δύο αφανείς ήρωες. Τα drums είναι εκπληκτικά και εναλλάσσονται σε ρυθμούς με τρόπο που δημιουργούν τικ στα πόδια μου από την υπερκινητικότητα. Επίσης οι μπασογραμμές είναι Τ Ρ Ο Μ Ε Ρ Ε Σ. Σε επόμενες ακροάσεις άρχισα να απομονώνω το μπάσο στην προσοχή μου ακούγοντας το κομμάτι και νιώθω όπως όταν ξεκλείδωσα secret ending στο Silent Hill 2. Περι θεματικής κινούμαστε σε γνωστά αλλά πάντα ευπρόσδεκτα μονοπάτια. Πτώση της μοναρχίας, επανάσταση και ο λαός στα όπλα ανάμεσα στα χαλάσματα. Κλείνω με τον στίχο που μου μίλησε περισσότερο :
«Sing with defiance, sing with pride
For the coming of the Sun
And the breaking of the silence
Sing for the greatness of your soul»
Να είμαστε καλά και να τραγουδάμε τραγούδια για προλετάριους, αυλικούς και υπηρέτες που σφαγιάσαν Βασιλείς και ρίξανε δυναστείες.
Suffering Hour - Impelling Rebirth
Οι Suffering Hour ανέκαθεν υπήρξαν μια από εκείνες τις μπάντες που δεν αρκούνταν στην περπατημένη όσον αφορά το death metal τους. Από το In Passing Ascension μέχρι το κοσμολογικό χάος του The Cyclic Reckoning, το τρίο από τη Μινεσότα δημιουργούσε τους ρυθμούς της Αποκάλυψης. Εδώ έχουμε 5 κομμάτια σε 15 λεπτάκια. Λιγότερο δηλαδή από όσο διαρκούσε μονάχα το "The Foundations of Servitude". Κάτι άλλαξε. Απ'ότι φαίνεται οι Suffering Hour αποφάσισαν εδώ να δοκιμάσουν την τύχη τους με κομμάτια διάρκειας Eurovision, και να προσφέρουν 5 δύσρυθμα και αδάμαστα σφηνάκια. Οι χοροί αρχίζουν, που λέει και ο αισχάτως εκληπών, με το “Impelling Rebirth”, και γρήγορα γίνεται σαφές ότι εδώ οι Suffering Hour δείχνουν ένα πρωτόγνωρο ενδιαφέρον για την ευθεία βία. Από εκεί που τους είχαμε συνηθίζει σε γλυκά licks γύρω από δυσαρμονίες και γύρω γύρω από όλα χάος, εδώ βουτάμε με το κεφάλι και all guns blazing. Μ'αρέσει πολύ αυτή η νέα "back to the primitive" προσέγγιση και σίγουρα μπορώ να την δω να δουλεύει και στα πλαίσια ενός ολόκληρου δίσκου. Δεν κρατάει πάρα πολύ φυσικά, καθώς παντού σκόρπια έχουμε αρκετά ατμοσφαιρικά και πιο ήρεμα parts, αλλά εντάξει όλοι την αρχή και το κλείσιμο θυμούνται. Το "Anamnesis" με διάρκεια ούτε δύο λεπτά είναι crossover thrash με growls, δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλίως. Εκπληκτικό riff στο δεύτερο μισό και ακόμα καλύτερο φινάλε που οδηγεί απευθείας στο "Revelation of Mortality", στο οποίο τους βρίσκουμε να δοκιμάζονται και σε κάτι που αρχικά θυμίζει brutal death και μετέπειτα κάτι που θα έπαιζαν οι Behemoth στην ύστερη τους περιόδο αν ο Nergal άφηνε τον Inferno να λάμψει. Επίσης... τι outro riff είναι αυτό Θεέ μου! Στο "Incessant Dissent" έχουμε άλλο ένα πολύ σύντομο κομμάτι που δεν αφήνει δευτερόλεπτο το πόδι από το γκάζι. Μου αρέσει πολύ αυτή η μαξιμαλιστική οπτική σε thrashy riffs που μπλέκουν με το dissonance και τον θόρυβο. Και τέλος κλείνουμε με το "Inexorable Downfall", που πάνω κάτω είναι κάτι που περίμενα να ακούσω από τους Suffering Hour. Τι είναι αυτό; Το άγνωστο και το απροσδόκητο. Ρευστές δομές και riffs από κάθε κατεύθυνση με διακλαδώσεις της βίας σε όλες τις εκφάνσεις. Μέχρι που έρχεται το δεύτερο μισό... εκεί το μόνο που έχει σημασία είναι το πιο υπερ-γκρουβάτο riff της χρονιάς και το σβέρκο μου ετοιμάζεται να εκραγεί. Το πραγματικό soundtrack της αναπόφευκτης καταστροφής. Αυτό που συμπεραίνω είναι πως εδώ οι Suffering Hour ήρθαν να πειραματιστούν. Να δοκιμάσουν όλα όσα θα μπορούσαν να παίξουν αλλά δεν τολμούν να βάλουν σε δίσκο "για να μην χαλάσει η ομοιομορφία". Μέσα σε 15 λεπτά περάσαμε από blackened death, σε ασύνδετους προγκάδες dissodeathάκηδες, σε thrash, σε καθαρό black και όλα τα περιφερειακά. Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν βλέπουμε cope-out του στυλ "throw shit on the wall and see what sticks". Όλα αυτά παίζονται με την μοναδική ταυτότητα των Suffering Hour και έχουμε 5 singles να τα πιείς στο ποτήρι, που θα μπουν αδιαμφισβήτητα στο rotation για πολλά χρόνια. Ο πήχυς έχει ανέβει ακόμα υψηλότερα για την επερχόμενη πλήρη κυκλοφορία.
Yellow Eyes - Confusion Gate
> Be me
> Έχεις καταθέσει το κείμενο σου για τις αγαπημένες κυκλοφορίες του Οκτώβρη στις 30 του μηνού για να είσαι έτοιμος.
> Νέο Yellow Eyes
> Νέο Primitive Man
> To πλάνο καταρρέει
> Πάμε από την αρχή
Νομίζω πως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να καταστραφεί ένα σχέδιο από τον ερχομό των Yellow Eyes με... αν όχι δίσκο της χρονιάς τότε κάτι πολύ κοντά σε αυτό. Οι Yellow Eyes είναι μια μπάντα που με έχει απασχολήσει πολύ στο παρελθόν. Πάρα πολύ θα έλεγε κανείς. Κάποιος δηλαδή πιο πονηρεμένος θα έλεγε πως είμαι fanboy σε βαθμό κακουργήματος. Τόσο των ιδίων όσο και όλων των side projects, με ιδιαίτερη προτίμηση στο project Ustalost του frontman Will Skarstad. Πριν δύο χρόνια στα πλαίσια της μιας και μοναδικής εμφάνισής τους στην χώρα μας έκανα και ένα εκτενές αφιέρωμα στην ως τότε δισκογραφία τους ως φόρο τιμής σε μία από τις πιο ελπιδοφόρες μπάντες της νέας γενιάς. Τι πιο λογικό λοιπόν, από το να διευρύνω εκείνο το αφιέρωμα με έναν ακόμα δίσκο. To κουαρτέτο από την Νέα Υόρκη επιστρέφει δύο χρόνια μετά το Master's Murmur, όπου εξερεύνησαν τον κόσμο του dark ambient και του synth, με πολύ λίγα black metal στοιχεία πέρα από την ζοφερή ατμόσφαιρα, και funny enough ακόμα λιγότερα "metal" στοιχεία με την στενή έννοια του όρου. To Confusion Gate είναι σε μεγάλο βαθμό ένα βλέμα στο παρελθόν των Yellow Eyes, σίγουρα όμως με μια πολύ πιο φρέσκια πλέον οπτική. Υπάρχει εδώ αυτό το soundscape-y στοιχείο που τους χαρακτήριζε στα πρώτα τους βήματα όμως η παραγωγή το αναδυκνύει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι στο Silence Threads the Evening's Cloth πχ. Η έναρξη του δίσκου με το "Brush the Frozen Horse" ανοίγει μια ατμόσφαιρα κρυστάλλινης ψύχρας. Το medieval στοιχείο και το στοιχείο της φύσης κυριαρχούν στο εισαγωγικό μέρος και το βασικό riff έρχεται να εδραιώσει την επιστροφή στο black metal. Από εκεί και ύστερα ένα πράγμα γίνεται αμέσως κατανοητό. Έχουμε μια πλήρως reformed εκδοχή των Yellow Eyes. O ηχητικός όγκος είναι πρωτοφανής, η ατμόσφαιρα πηχτή και πανταχού παρούσα και η προσθήκη οργάνων όπως το σαξόφωνο και οι καμπάνες διεγείρουν τις αισθήσεις μου ακόμα περισσότερο χωρίς να με κουράζουν στιγμή. Βέβαια το πραγματικό ατού του δίσκου, είναι και αυτό που ήταν πάντα σε αυτήν την μπάντα. Οι κιθάρες. Δεν υπάρχει τραγούδι, πλην των ιντερλουδίων που να μην έχει μέσα του από τουλάχιστον ένα handful από riffs και μαγευτικές μελωδίες. Είτε αυτά είναι οι crushing black metal ρυθμοί πάνω απο blasts (όπως στο "Forgotten Corridor"), είτε συναισθηματικά leads (στο μυαλό μου έρχεται αμέσως το ξεκίνημα του "Suspension Moon" και το "Confusion Gate") είτε δυσρυθμίες όπως στο "The Scent of Black Mud" είτε απλά, ατόφια τρομερά riffs. Υπό μία έννοια νιώθω πως οι Yellow Eyes, κυκλοφόρησαν τον ηχητικό διάδοχο του Rare Field Ceiling, αλλά και τον πνευματικό διάδοχο του Master's Murmur. Αυτό γίνεται αρκετά ξεκάθαρο αν κοιτάξουμε και το κομμάτι "I Fear The Master's Murmur" που πέρα από το πασιφανέστατο, τον τίτλο δηλαδή, η σύνδεση είναι και θεματική, σχεδόν σαν να πρόκειται για δευτερό μέρος ή αντίλαλο του προηγούμενου δίσκου και επιβεβαιώνεται με την επαναφορά του ίδιου στίχου :
«I fear the master’s murmur
Comes drifting down the flue
Aberrant void, hyaena heart
’Til springtime comes for you»
Η "βοή του αφέντη" ήταν μια μεταφορά για τη φωνή του ίδιου του ελέγχου, της συνείδησης ή μιας υπερκείμενης αρχής που ψιθυρίζει μέσα σου όταν απομονώνεσαι. Το τραγούδι λειτουργεί σαν αναδρομή ή επανεμφάνιση αυτής της οντότητας. Για κάτι τέτοια member berries ζω! Οι θεματικές με τις οποίες καταπιάνονται ήταν ένα επίσης μεγάλο κεφάλαιο στην δισκογραφία τους ανέκαθεν. Ξεχωρίζω το "The Thought of Death", μέσα από το οποίο εισάγεται μια ανθρώπινη διάσταση της αβεβαιότητας και της θνητότητας. Η εξερεύνηση σε στιχουργικό επίπεδο γίνεται διακριτικά, ποιητικά αλλά με κοφτερές αλήθειες. Δεν φαίνεται να αναφέρονται στον θάνατο ως απειλή, απλά σαν μια διαρκή παρουσία μέσα σε μια αστική πραγματικότητα. Ο θάνατος κρύβεται στην ομορφιά και την ασχήμια της ζωής, πίσω από κάθε τι παραμονεύει και τρίβει τα χέρια του. Δεν θέλω να γίνομαι prisoner of the moment και να λέω μεγάλα λόγια πρόωρα, όμως νομίζω πως έχουμε έναν δίσκο τόσο καλό που κοιτάει στα μάτια, και σε σημεία ξεπερνάει ακόμα και τα εκπληκτικά και προσωπικά αγαπημένα Immersion Trench Reverie και Rare Field Ceiling. Οι Yellow Eyes είναι ίσως το λαμπρότερο σημείο στο black metal του σήμερα, και για άλλη μια φορά κατάφεραν να με αφήσουν με το στόμα ανοιχτό.
Primitive Man - Observance
Νέο Primitive Man και μαζί του φέρνει άλλη μια απόχρωση του... απόλυτου μαύρου. Οι Ethan McCarthy, Jonathan Campos και Joe Linden προσφέρουν έναν ογκόλιθο 68 λεπτών που μοιάζει περισσότερο τελετουργικός από κάθε άλλη κυκλοφορία τους, και μια μερική αποδόμηση και επαναπροσδιορισμός του ήχου τους. Αν κάτι χαρακτηρίζει διαχρονικά αυτό το τρίο από το Denver είναι η απόλυτη αφοσίωση στο να παράξουν το πιο απερίγραπτα βαρύ και το πιο συγκλονιστικά ζοφερό και δυσφορικό extreme metal στον κόσμο. Η μανιέρα τους ως τώρα είναι αργοί ρυθμοί, που συνθέτουν ένα ασφυκτικό ηχητικό οικοδόμημα, χτισμένο πάνω στον μηδενισμό τη βρωμιά, το σκοτάδι και βασανιστικά μακρόσυρτα κομμάτια και χαμηλοκουρδισμένα punishing riffs. Ακριβώς αυτό που νιώθουν διαχρονικά οι αντίπαλες ομάδες όταν πηγαίνουν να παίξουν στο Denver. Μια πόλη που λόγω της υψωμετρικής διαφοράς (1600 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας), έχει κατά 20% λιγότερο οξυγόνο και χαμηλότερη ατμοσφαιρική πίεση, κάτι που προκαλεί κόπωση, δύσπνοια, κράμπες και πτώση της αντοχής. Έτσι και το Observance, το τέταρτο full-length της μπάντας επαναπροσδιορίζει τι σημαίνει «αφόρητο βάρος» μέσα στο extreme metal. Δεν είναι death metal, δεν είναι doom και δεν είναι ακριβώς sludge. Είναι οι Primitive Man και δεν έρχονται καθόλου ειρηνικά. Η μπάντα και εδώ διατηρεί τον εξαιρετικά αδυσώπητα συνθλιπτικό ήχο της, ακόμα φλερτάρουν με όλα τα υποείδη της σήψης και της παρακμής και ακόμα είναι η πιο βαριά μπάντα του "μοντέρνου" (sic) μέταλ. Από το εναρκτήριο “Seer” ακολουθεί μια συνεχής καταβύθιση. Μια εισαγωγή σε έναν κόσμο χωρίς διέξοδο. Το “Devotion” απλώνεται για έντεκα λεπτά, δομημένο πάνω σε ένα αργό, επαναλαμβανόμενο τελετουργικό drone-like μοτίβο, με ένα snare που ακούγεται σαν καρδιά που χτυπάει αγχωτικά, έτοιμη να εκραγεί και από πάνω οι κραυγές απόγνωσης. To "Transactional" είναι το αγαπημένο μου κομμάτι στο δίσκο. Είναι τόσο βαρύ, αργό και τόσο καθηλωτικό που κάποιες υποψίες φωτός με μερικές ανοιχτές shoegaze-y νότες κάπου στη μέση το κάνουν να μοιάζει με όαση στη μέση μιας μαύρης τρύπας... πριν τις καταπιεί και αυτές ο ζόφος. Δεν συνηθίζω να βλέπω video clips, και απέφυγα και εδώ να το κάνω συνειδητά. Είχα ακούσει το "Social Contract" μόνο μέσω του streaming service of choice μου μέχρι που κάποιος που ξεχνάω μου πρότεινε το βίντεο. Τον ευχαριστώ για αυτό! Ένα short gore horror film γεμάτο με θεματικές
της νέας τεχνο-φεουδαρχίας, της βίας του πολέμου και της ίδιας της ζωής μέσω των "κοινωνικών συμβολαίων" και το πως αυτή η βία επιστρέφεται.
Στο "Seer" αντίστοιχα βλέπουμε στους στίχους να ρίχνουν φως στην απελπισία των εργατικών στρωμάτων στην καπιταλιστική δυστοπία που ζόυμε, και φυσικά των θηρίων που γεννιούνται μέσα από αυτό, ενώ στο "Water" αυτή η οργή στρέφεται προς τον δημιουργό που επιτρέπει τις κτηνωδίες. Ένας δίσκος που πετάει γερά στο έδαφος του πραγματικού κόσμου, τόσο θεματικά, τόσο και με την εξερεύνηση του πιο γήινου θορύβου. Θα έλεγα πως το Observance είναι ο δίσκος της χρονιάς αν το έτος είναι 3.000.000 πχ.









