Ένα άλμπουμ που δεν ζητά συγχώρεση ούτε εξήγηση. Οι Pain Magazine φέρνουν την ένταση των Birds in Row και την βιομηχανική πειθαρχία των Maelstrom & Louisahhh σε ένα κοινό σώμα, σε μια κραυγή ηλεκτρονικής εξιλέωσης που αποδεικνύει πως το πάθος του punk και η ψυχρότητα του techno μπορούν να συνυπάρξουν, αρκεί να υπάρχει φωτιά και αλήθεια στο κέντρο τους. Φυσικά πρόκειται για ένα άλμπουμ που γεννήθηκε μετά από 16 μέρες αυτοσχεδιασμού και πειραματισμού και εξελίχθηκε σε ένα προϊόν σύγκρουσης με την οργή των Birds in Row να συναντά τη σκοτεινή τελετουργία του Maelstrom και της Louisahhh. Και εννοείται πώς το αποτέλεσμα δεν είναι ούτε rock ούτε techno, είναι κάτι ενδιάμεσο, μια ζώνη μετάβασης όπου η ανθρώπινη κραυγή και ο μηχανικός παλμός γίνονται ένα.
Από τα πρώτα δευτερόλεπτα, το άλμπουμ λειτουργεί σαν ηλεκτροσόκ. Οι κιθάρες δεν «παίζουν», επιτίθενται. Τα beats δεν «συνοδεύουν», επιβάλλονται. Κάθε track μοιάζει με τελετουργία: ένα συνεχόμενο sequence από κραδασμούς, feedback, industrial ραγίσματα κοφτερά και λυπημένα ακόρντα, και φωνές που ακούγονται σαν να βγαίνουν μέσα από συρματοπλέγματα ενός δυστοπικού κόσμου . Η φωνή του B. (Quentin Sauvé), από τους Birds in Row διατηρεί όλη την ειλικρίνεια του hardcore punk, ενώ η παραγωγή των Maelstrom & Louisahhh (με την Louisa Pillot να τραγουδάει σε κάποια από τα κομμάτια όπως το εξαιρετικό "Like a Storm") της χαρίζει μια ηλεκτρονική αλήθεια: ψυχρή, μεταλλική, σχεδόν αποκαλυπτική, αλλά σταθερά σε όλα τα τραγούδια τόσο γ#μάτη.Και η αισθητική του δίσκου δεν θυμίζει απλώς techno για πάνκιδες, είναι post-punk για το μέλλον και όπως, κατά την ταπεινή μου άποψη, θα έπρεπε να γράφεται πλέον το post-punk. Γιατί, προσέξτε οι Pain Magazine δεν προσπαθούν να «παντρέψουν» δύο κόσμους, τους αφήνουν να συγκρουστούν μέσα στους ίδιους τους κόσμους τους, και εκεί μέσα στα συντρίμμια, χτίζουν κάτι αληθινά νέο, που φέρνει στο νου την οργή των Atari Teenage Riot, τη φυσική ένταση των Suicide, αλλά και την μινιμαλιστική αποφασιστικότητα του Regis ή του Ancient Methods.
To άλμπουμ έχει ως βασικό του θέμα έναν θεό βίαιο, κι όμως σχεδόν λυτρωτικό, και τα πέντε μέλη μαζί γεννούν κάτι που μετά το "Choke Points" καταλαβαίνεις ότι δεν ανήκει πια ούτε στο post-hardcore ούτε στην techno, αλλά σε μια νέα, άμορφη πίστη φτιαγμένη από πίσσα, φως, απόγνωση και τη φράση κλειδί «I'm addicted to screens»... Η Louisa Pillot μοιάζει να καίγεται και να αναγεννιέται μέσα στη φλόγα της φωνής της, ένα θηυλυκός φοίνικας του hardcore που ουρλιάζει για τα ένστικτα, την πίστη, τη ρημαγμένη πραγματικότητα, τα δάκρυα που στάζουν σαν ρεύματα ρεύματος. Στο "Weak And Predatory", ο Quentin Sauvé παίρνει το μικρόφωνο, μα είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις πού τελειώνει η μία φωνή και πού αρχίζει η άλλη και έτσι οι Pain Magazine γίνονται ένα πολύμορφο ον, μια ύδρα που δαγκώνει με όλα της τα κεφάλια και όμως κρατά έναν κοινό παλμό, μια υπόσχεση ενότητας μέσα στο χάος.
Το "Dead Meat" ανασαίνει τον ταραγμένο αέρα των 80s, ένα σπασμωδικό noise-pop που αναδύεται σαν σκοτεινή ανάμνηση από τον βυθό των club. Θυμίζει Black Strobe, κάποιες στιγμές Miss Kittin & The Hacker, μόνο που εδώ τα synths δεν είναι ψυχρά, είναι σαν συνθετικές πληγές που λάμπουν, και το ηλεκτρονικό στοιχείο δεν στέκεται μόνο του, διαπερνά το σώμα όλου του δίσκου σαν νεύρο, ανοίγοντας περάσματα προς έναν μετα-rock, σχεδόν μυστικιστικό κόσμο. Και ύστερα έρχεται το "Magic", electro-punk σε καθαρή μορφή, σαν φυγή με 120 bpm, σαν καταδίωξη μέσα σε μια πόλη που καίγεται, είναι απελπισμένο, αλλά και ελεύθερο, όπως κάθε στιγμή που δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις. Για να φτάσουμε στο "A Good Hunter" που η εισαγωγή του είναι μάθημα για όλους τους επίδοξους spoken-word ποιητές εκεί έξω, ενώ το ρεφρέν του με τις κιθάρες, ανατρέπει όλη την βιομηχανική μανία του τραγουδιού σε μια στροφή που σου καρφώνεται στη φλέβα και κυριεύει σταδιακά όλο σου το σώμα.
Ο δίσκος των Pain Magazine είναι ένα όνειρο από σύρμα και ιδρώτα, βίαιο, αλλά αναπόφευκτα όμορφο. Η αίσθηση είναι ότι παρακολουθείς μια επανάσταση σε κλειστό χώρο, μια υπόγεια λειτουργία όπου τα σώματα χορεύουν για να αντέξουν. Οι στίχοι, όπως πάντα με τους Birds in Row, είναι σπαρακτικά πολιτικοί, χωρίς κανένα σύνθημα, μόνο πληγές. Και το techno των Louisahhh και Maelstrom δεν είναι club techno για χαζοπάρτυ, είναι ήχος-αντίσταση που έτσι όπως χτίζεται στο τελευταίο "Husk" είναι ο ρυθμός που σε χτυπάει σαν καρδιά σε συνθήκες πολιορκίας με την κιθάρα να κλείνει τόσο ευρηματικά κάτι που ξεκίνησε σαν μια techno καταιγίδα.
Άρα, οι Pain Magazine είναι κάτι παραπάνω από μια συνεργασία, είναι μια δήλωση, σε ένα τολμηρό αλλά φαινομενικά απλό έργο, που δείχνει ότι η ηλεκτρονική μουσική μπορεί να ανακτήσει το πάθος που κάποτε είχε το punk και το punk να αποκτήσει τη σωματικότητα και τον υπνωτισμό της techno. Γιατί όταν όλα γύρω σου μοιάζουν αποστειρωμένα, αυτός ο δίσκος έρχεται σαν υπενθύμιση ότι το σώμα και το πνεύμα, η μηχανή και ο άνθρωπος, μπορούν ακόμη να ιδρώσουν μαζί και να παράγουν γ#μάτο ηλεκτρισμό, ικανό να ξεσηκώσει, να εντείνει την περιέργεια, και σταδιακά την λατρεία σαν τον μαύρο μονόλιθο του Κούμπρικ. Γιατί το Violent God είναι ένας μαύρος γεώδης μονόλιθος, σκληρός απ’ έξω, γεμάτος κρυστάλλους στο εσωτερικό του, εκεί όπου το φως και το σκοτάδι μαθαίνουν να συνυπάρχουν. Ένας δίσκος που δεν φοβάται να ραγίσει, να εκτεθεί, να παραδοθεί στα ίδια του τα ραγίσματα. Και κάθε κομμάτι είναι μια τελετή μεταμόρφωσης: η Louisa σκάβει βαθιά μέσα της στο ομώνυμο "Violent God", για να ξαναγεννηθεί, ηλεκτρισμένη, μέσα στο "Choke Points", όπου ο ήχος θυμίζει cyber-όνειρα από κόσμο του Gibson.
Mόνο που το μεγαλείο του Violent God δεν βρίσκεται στις επιρροές του, αλλά σε αυτήν την γ#μημένη συναισθηματική του ειλικρίνεια. Είναι ένας δίσκος που δεν ψάχνει να σε πείσει και γιατί να το κάνει άλλωστε, αφού σε καταπίνει ολόκληρο από το πρώτο κομμάτι. Από το εσωτερικό blues του "A Good Hunter" μέχρι το σπαραχτικό ουρλιαχτό του "Bastion", οι Pain Magazine "βγάζουν" ψυχές. Κάθε ήχος, κάθε παραμόρφωση, κάθε σιωπή είναι μια χειρονομία πόνου, μια αναζήτηση κάθαρσης που ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Κι όταν φτάνεις στο τέλος, νιώθεις μια βαθιά αποδοχή πως ίσως η μόνη αλήθεια βρίσκεται στο ίδιο το σύγχρονο τραύμα, του κόσμου που περιγράφουν, ενός κόσμου που σε χτυπά και σε χαϊδεύει ταυτόχρονα.
Ένας από τους πιο συγκλονιστικούς δίσκους της χρονιάς, ένας κραδασμός που επιβεβαιώνει πως το μέλλον του post-punk και της techno δεν είναι στα clubs ή στα stages, αλλά στο σώμα, εκεί όπου ο ήχος ξαναγίνεται προσευχή και πληγή.
 
      
    
 
         
				
 
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
        






