Οι Βρετανές The Last Dinner Party είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που η φήμη προηγείται της μουσικής. Από νωρίς στη Λονδρέζικη indie σκηνή, η μπάντα τράβηξε την προσοχή με την θεατρικότητα, τη λυρική ποιητικότητα και την έντονη αισθητική τους, που συνδυάζει baroque pop, glam και operatic στοιχεία. Παράλληλα, βρέθηκαν στο επίκεντρο σχολίων γύρω από τον «nepo pop» χαρακτήρα τους — τη σύνδεση με κύκλους βιομηχανίας και φήμης που πυροδότησε συζητήσεις για αυθεντικότητα, φεμινισμό και προνομιακή πρόσβαση στον χώρο της μουσικής. Παρά τις προκαταλήψεις, η μουσική τους κερδίζει ολοένα φαν που βλέπουν στην ένταση, τη θεατρικότητα και την τόλμη τους μια μοναδική φωνή στη σύγχρονη ποπ σκηνή.
Το χαρακτηριστικά glam-με-έξτρα-δράμα στυλ τους διαφάνηκε ήδη στο ντεμπούτο τους, Prelude to Ecstasy (2024), στο οποίο βρίσκουμε πλούσιες ενορχηστρώσεις, δραματικά φωνητικά και γεμάτους μυθοπλασία στίχους, που δημιουργούν έναν κόσμο όπου η θεατρικότητα είναι βασικό στοιχείο. Στην φετινή του συνέχεια, From the Pyre, τα πράγματα δεν φαίνεται να αλλάζουν και πολύ, παρά την εξαιρετική (χαμένη) ευκαιρία αλληγορίας – η λαογραφία της πυράς και το παραμυθένια folk εξώφυλλο, φαίνεται να υπονοούν μια προοικονομία αναγέννησης και μουσικής μετουσίωσης, αλλά η μπάντα εμπνέεται μόνο θεματολογικά μα όχι αισθητικά ή υφολογικα.
Ακολουθώντας, λοιπόν, τα γνωστά οπερατικά και glam rock μονοπάτια, το άλμπουμ ξεκινά μεγαλεπήβολα με το “Agnus Dei”. Από τα πρώτα του δευτερόλεπτα δημιουργεί την αίσθηση μιας αυλαίας που σηκώνεται, μιας βαθυκόκκινης μπαρόκ κουρτίνας που αποκαλύπτει ένα σύγχρονο κόσμο τον οποίο θα λάτρευε η Μαρία Αντουανέτα της Sofia Coppola. Εδώ η ενζενί, το κορίτσι-θυσία ως άλλος αμνός του θεού, όπως δηλώνει ο τίτλος, προσφέρεται στο βωμό της δόξας, της επιθυμίας, και τελικά, της ίδιας της εικόνας της. Στο “Count the ways” βλέπουμε το πρώτο δάγκωμα του μήλου, σε συνέχεια των βιβλικών αναφορών, με το φίδι να συμβολίζει το τέλος της αθωότητας. Η φωνή της Abigail Morris εδώ είναι πιο κοφτερή, πιο ερωτική, πιο αποφασισμένη. Στο “Second best” συναντάμε α λα Queen πολυφωνίες και τη διαπραγμάτευση μεταξύ δημόσιας περσόνας και ιδιωτικής προσωπικότητας, αλλά επίσης εδώ, γίνεται σαφές ότι το κάθε κομμάτι είναι μια μικρή πράξη ενός έργου που συνολικά πραγματεύεται την φήμη, την επιθυμία και την ταυτότητα μέσα από τον νεανικό θηλυκό φακό – αυτό που οι ίδιες οι The Last Dinner Party περιγράφουν ως character-driven τραγούδια.
Το “This is the killer speaking” έχει σιωπές και εξάρσεις, έχει σκοτάδι και λαμπερά φώτα κι ένα κρεσέντο που θα ταίριαζε υπέροχα σε μιούζικαλ, ενώ το “Rifle”, ένα από τα κομμάτια που μου τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή, έχει μια τη δυναμική της γυναίκας που έχει πληγωθεί αλλά στέκεται δημιουργική, ακόμη και ματωμένη.
Το “Woman is a tree” έχει μεν στίχους αλληλεγγύης και ενδυνάμωσης, προσωπικά αισθάνθηκα όμως πως απουσιάζουν από μέσα του ψήγματα αυθεντικότητας. Γιατί πράγματι, η Γυναίκα μπορεί να είναι δέντρο, να γειώνεται, να ριζώνει και να ψηλώνει, να θρέφει και να αντέχει, αλλά εδώ έχει περισσότερο αίσθηση ευθραυστότητας, χωρίς την πύρινη ενέργεια και τη σταθερή δύναμη που χαρακτηρίζουν αλλού τον δίσκο. Είναι σαν μια στιγμή που μένει αιωρούμενη, λιγότερο προσγειωμένη και πιο εύθραυστη – η οποία επαναλαμβάνεται λίγο πιο κάτω, στο “Sail Away”. Μεταξύ των δύο, όμως, παρεμβάλλεται το πολύ όμορφο “I hold your anger”, το οποίο ακούγεται πράγματι εξομολογητικό και ειλικρινές, ξεκινώντας με τον αφοπλιστικό στίχο «I don’t know if I’d be a good mother». H σύνθεση με πιάνο και βιολί δημιουργεί μια μελαγχολική ατμόσφαιρα που ενισχύει το βάθος του τραγουδιού, ενώ βασικό ρόλο παίζει (και εδώ) η παραγωγή του βραβευμένου παραγωγού Marcus Dravs, ο οποίος πολύ εύστοχα παίζει με την πυκνότητα και τη σιωπή των οργάνων, δημιουργώντας κορυφώσεις και στιγμές ηρεμίας όπου χρειάζεται.
Το “The Scythe”, ένα τραγούδι για το θάνατο και τον αποχωρισμό, έχει κάτι από την indie απλότητα της Mitski, κι ένα πολύ συγκινητικό video clip, ενώ το “Inferno” που κλείνει το δίσκο επαναλαμβάνει τα θρησκευτικά μοτίβα και τις δηλώσεις, αυτή τη φορά λέγοντας «I’m Jesus Christ […] I’m the guillotine, I’m terrified».
Συνολικά, το From the Pyre επιβεβαιώνει ότι οι The Last Dinner Party παραμένουν πιστές στην ταυτότητα που τους έκανε να ξεχωρίσουν, συνδυάζοντας τα glam, baroque pop και οπερατικά στοιχεία που αναφέρθηκαν με έντονη θεατρικότητα και πολυεπίπεδη αφήγηση. Από το ντεμπούτο τους Prelude to Ecstasy έως εδώ, η μπάντα δείχνει συνέπεια, συνεχίζοντας να χτίζει ιστορίες με τα χαρακτηριστικά εκφραστικά φωνητικά και αναφορές που συνδέουν μυθοπλασία, θρησκευτικά μοτίβα και προσωπικά δράματα. Παρά τη συμβολική ένταση που υπονοεί ο τίτλος και το παραμυθένιο artwork, η μουσική παραμένει σταθερή στο ήδη καθιερωμένο ύφος τους, χωρίς να εκμεταλλεύεται πλήρως τη δυνατότητα αλληγορίας ή αναγέννησης. Κομμάτια όπως το “Rifle” και το εξομολογητικό “I hold your anger” αναδεικνύουν τη συναισθηματική τους δεξιοτεχνία, ενώ άλλες στιγμές, όπως το “Woman is a tree”, δείχνουν μια πιο εύθραυστη πλευρά που δεν αγγίζει πλήρως τη δυναμική του υπόλοιπου δίσκου. Με έναν συνδυασμό σκηνικής έντασης, δραματικών κορυφώσεων και εκλεπτυσμένης παραγωγής, το άλμπουμ παραμένει ένα ευχάριστο στην ακρόαση και σίγουρα ενδιαφέρον για τα μουσικά δεδομένα της χρονιάς παράδειγμα της ικανότητάς τους να μεταμορφώνουν το προσωπικό και μυθοπλαστικό σε μουσικό αφήγημα.
 
      
    
 
         
				 
				
 
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
         
        






